Στιχουργός, συνθέτης τραγουδιών αλλά και θεατρικής μουσικής, και ενίοτε τραγουδιστής, ο Σταύρος Σταυρίδης υπηρετεί με συνέπεια και ήθος τη μουσική, πάντα από τη γενέτειρά του Θεσσαλονίκη. Στον τρίτο δίσκο του «Ημερολόγιο φανταστικών γεγονότων», που κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό, θέτει το ερώτημα ποια ακριβώς είναι, πού αρχίζει και πού τελειώνει η πραγματικότητα.
Ισχύει για σένα προσωπικά αυτό που έλεγαν παλαιότερα «το σύνδρομο του δύσκολου τρίτου δίσκου»;
Με δεδομένο ότι στα συρτάρια μου υπάρχουν ήδη πολλές ολοκληρωμένες ανέκδοτες εργασίες, θα έλεγα πως αν υπάρχει τέτοιο σύνδρομο, το πέρασα ασυμπτωματικά.
Λίγο παράξενος τίτλος το «Ημερολόγιο φανταστικών γεγονότων». Πρέπει να τον εκλάβουμε με την κυριολεκτική ή τη μεταφορική σημασία του και υπάρχει κάποιο κρυμμένο νόημα σε αυτόν;
Στον πυρήνα μου ενεδρεύει μια δομική αντίφαση, ένας «ξύλινος σίδηρος». Μπορεί ένα γεγονός, κάτι που συνέβη να είναι αποκύημα φαντασίας; Ο δίσκος απαντά καταφατικά. Κλείνει το μάτι στην εσωτερική βίωση, στην αμφιθυμία, στην αυτοαναίρεση, στο άτοπο.
Καθένας από τους τρεις δίσκους σου είναι διαφορετικός, ειδικά στο θέμα της ερμηνείας. Ειδικά τη Μέλα Γεροφώτη δεν τη γνωρίζαμε καν μέχρι τώρα. Πώς προέκυψε η συνεργασία μαζί της και τα τραγούδια γράφτηκαν για τη φωνή της;
Με τη Μέλα συνεργαστήκαμε πρώτη φορά σε μια θεατρική παράσταση, για την οποία έγραψα μουσική και εκείνη συμμετείχε ως ηθοποιός και τραγουδίστρια. Η χημεία μας ήταν ιδανική και έτσι γεννήθηκε η ιδέα μιας δισκογραφικής συνεργασίας.
Τι σε ελκύει περισσότερο στην ερμηνεία της;
Το ότι μπορεί να είναι ταυτόχρονα απόκοσμη και γήινη. Επίσης, το ότι είναι διατεθειμένη να βυθιστεί στον κόσμο κάθε τραγουδιού με παρθενική ματιά και διάθεση και να αναδυθεί μαζί του, συνδεόμενη οργανικά.
Και ποιος είναι ο Αλέξανδρος Τζοβάνι και γιατί αποφάσισες να κάνει ντουέτο μαζί της σε δύο τραγούδια;
Ο Αλέξανδρος, όπως και η Μέλα, ανήκει σε μια πολύ μικρή ομάδα νέων ταλαντούχων ερμηνευτών που αγαπούν το τραγούδι και φιλοδοξούν να το υπηρετήσουν, αντί να το χρησιμοποιήσουν σαν εργαλείο που υπηρετεί τις φωνές τους, μια σπάνια καλλιτεχνική στάση δηλαδή. Είχαμε και οι τρεις κοινό όραμα.
Το μουσικό ύφος σου ήταν εξαρχής πολυσυλλεκτικό και εξακολουθεί να είναι. Προσωπικά βλέπεις σιγά-σιγά να πηγαίνεις προς ένα-δύο συγκεκριμένα ιδιώματα ή, αντίθετα, σε ενδιαφέρουν όλο και περισσότερο η ποικιλία και ο συγκερασμός πολλών;
Δεν σκέφτομαι καθόλου τη μουσική υπό τέτοιο πρίσμα. Γράφω με τα χέρια μου και τα αυτιά μου και όχι με το μυαλό, δεν υπάρχει τίποτα προσχεδιασμένο. Πολυσυλλεκτικός; Μονομανής; Να το ξανασυζητήσουμε στον επόμενο δίσκο; (γέλια)
Τι μπορεί να κάνει έναν δημιουργό, άντρα δηλαδή, να μελοποιήσει ένα ποίημα της Μαρίας Πολυδούρη έναν αιώνα μετά την εποχή που το έγραψε;
Δύο λόγοι: η αδυναμία μου να αντισταθώ στην αβάσταχτη (κυριολεκτικά) τρυφερότητα της Πολυδούρη και η ματαιοδοξία μου να αναμετρηθώ με την αριστουργηματική μελοποίηση του «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες» από τον Δημήτρη Παπαδημητρίου στον δίσκο του «Τραγούδια για τους μήνες».

Οχι τόσο το ότι γεννήθηκες εκεί, αλλά το ότι ζεις και εργάζεσαι στη Θεσσαλονίκη, η εντοπιότητά σου, δηλαδή, παίζει ρόλο στη δημιουργία σου;
Η τοπογραφία μας είναι κομμάτι της προσωπικότητάς μας. Ο τόπος μας διαμορφώνει. Πιστεύω πως αν ζούσα στο Μόναχο, θα έγραφα με μεγαλύτερη σκληρότητα και πιο γεωμετρικά και ορθολογικά. Αν ζούσα κάπου στην Ινδία, ίσως πιο ερωτικά. Όμως ζω στη μόνιμη υγρασία της Θεσσαλονίκης και… δεν την αλλάζω!
Θα έλεγες ότι οι δίσκοι σου είναι κυρίως αυτοβιογραφικοί ή περισσότερο σε ενδιαφέρει να αφηγείσαι ιστορίες που φαντάζεσαι ή και επινοείς;
Αυτοβιογραφικοί, ακόμα κι αν διηγούνται ιστορίες άλλων, όπως συμβαίνει σε πολύ μεγάλο βαθμό στον τελευταίο. Δεν μπορώ να γράψω κατά παραγγελία στίχους ή μουσική, αν δεν συμπεριλάβω, έστω κρυφά, πολλά κομμάτια μου μέσα τους. Και αντίστροφα, πολλοί στίχοι άλλων που μελοποιώ είναι πιο «δικοί μου» από τους δικούς μου.
Η θεματολογία του δίσκου είναι σαφώς ερωτική, υπάρχουν όμως και κάποια τραγούδια που να έχουν και ένα δεύτερο επίπεδο, κοινωνικό ή και πολιτικό;
Είναι η στάση της Πηνελόπης («να πέταγα από πάνω μου πανιά και Πηνελόπες») ερωτική ή πολιτική; Είναι η Ελένη («και που ’σαι όμορφέ μου που μου ’μαθες το ωραίο») το αιώνιο ερωτικό αντικείμενο του πόθου μας ή το αισθητικό υποκείμενο μιας αιώνιας εσωτερικής πάλης; Την απάντηση ας τη δώσουν κάθε ακροατής κα ακροάτρια.
Ποιες διαφορές βλέπεις να υπάρχουν στην ελληνική κοινωνία ανάμεσα στο ’14 που κυκλοφόρησες «Τα θεατρικά» και στο σήμερα, και είναι προς το θετικό ή το αρνητικό;
Με πολλούς κλυδωνισμούς και επίσης πολλά πισωγυρίσματα η ανθρωπότητα κινείται προς ένα καλύτερο μέλλον. Δεν θέλω να γκρινιάξω για την ελληνική κοινωνία. Υπέστημεν πολλά τα τελευταία δέκα χρόνια. Συνεχίζουμε όσο καλύτερα μπορούμε…
Με αφορμή ότι πριν από μια εβδομάδα είχαμε ευρωεκλογές, είσαι αισιόδοξος για την Ευρώπη και την Ελλάδα ως μέρος της και ιδιαίτερα για τον πολιτισμό της, ο οποίος φυσικά περιλαμβάνει και εσένα και τη μουσική σου;
Δεν βλέπω κανέναν άλλον δρόμο πέρα από τον ευρωπαϊκό. Άρα, από επιλογή παραμένω αισιόδοξος για την Ευρώπη, παρά τις θανάσιμες απειλές που αντιμετωπίζει ο ευρωπαϊκός πολιτισμός αυτή τη στιγμή. Έχει, όμως, αντανακλαστικά και θα επιβιώσει. Για τη μουσική μου δεν θα στοιχημάτιζα, αλλά… ματαιοδοξώ.
Προγραμματίζεις κάποια παρουσίαση ολόκληρου του δίσκου; Και ποια είναι τα προσεχή σχέδιά σου για το τέταρτο πια album;
Καλώς εχόντων των πραγμάτων, θα παρουσιάσουμε τον δίσκο τον Νοέμβριο. Έχω τέσσερις-πέντε ολοκληρωμένες εργασίες που περιμένουν τους οικονομικούς και ψυχικούς μου πόρους, αλλά και τη σωστή στιγμή για να κυκλοφορήσουν. Ευχαριστώ και είμαι ευγνώμων σε όσους και όσες παρακολουθούν τη διαδρομή μου.