Συνθέτης, ενορχηστρωτής, πιανίστας και εκπαιδευτικός στον χώρο της μουσικής, ο Γρηγόρης Πολύζος από το 2012 έχει καταθέσει τρεις δισκογραφικές εργασίες με ισάριθμους κύκλους πολύ μελωδικών και υψηλής ποιότητας τραγουδιών. Το «Dreamories», που κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό, είναι κάτι εντελώς διαφορετικό όμως. Πρόκειται για επτά οργανικές συνθέσεις τις οποίες αποδίδει ένα ενδεκαμελές σχήμα εξαίρετων σολίστ υπό τη διεύθυνση του Γρηγόρη Πολύζου, ο οποίος επίσης παίζει πιάνο, keyboards, κρουστά και έχει προγραμματίσει τα λίγα ηλεκτρονικά. Μίλησα μαζί του για τις διαφορές της οργανικής μουσικής από τα τραγούδια αλλά και την ουσία, τη δύναμη και την ομορφιά που εμπεριέχει στις υψηλότερες στιγμές της.
Είσαι από τους συνθέτες που ο στίχος έχει πολύ κεντρική θέση στη δημιουργία τους. Πώς και γιατί αποφάσισες να κυκλοφορήσεις μια οργανική εργασία;
Μου αρέσει γενικά να δοκιμάζομαι σε νέα πράγματα. Οι περισσότεροι άνθρωποι είμαστε πολυδιάστατα όντα, έτσι κι εγώ δεν έχω μόνο μία πλευρά. Καιρό φλέρταρα με την ιδέα ενός instrumental άλμπουμ. Όταν λοιπόν συγκέντρωσα το υλικό, το οποίο κατά τη γνώμη μου ήταν το κατάλληλο, υλοποίησα την ιδέα μου.
Πιστεύεις ότι υπάρχει κοινό στη συγκεκριμένη συγκυρία, στην Ελλάδα αλλά πιθανά και στον υπόλοιπο κόσμο, για ένα instrumental άλμπουμ;
Πιστεύω ότι ναι, κι αυτό είναι το θετικό, από εμπορικής πλευράς εννοώ, της οργανικής μουσικής, ότι απευθύνεται σε όλον τον κόσμο, χωρίς γεωγραφικούς και γλωσσικούς περιορισμούς. Παρακολουθώντας τις αναλυτικές καρτέλες στο Spotify, είναι πολύ ενθαρρυντικό να βλέπω ότι η μουσική μου ακούγεται (όχι σε μεγάλους απόλυτους αριθμούς, αλλά δεν έχει σημασία) σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης.
Με μια οργανική σύνθεση λες ό,τι θα έλεγες σ’ ένα τραγούδι με στίχους ή είναι μια άλλη διαδικασία, μια άλλη διάσταση, που προφανώς έχει διαφορετικά αποτελέσματα στους αποδέκτες της;
Στους αποδέκτες δεν ξέρω τι αποτελέσματα μπορεί να έχει, αλλά ως διαδικασία είναι κάπως διαφορετική. Όταν μελοποιώ ένα τραγούδι, απλώνω το χέρι στον στιχουργό για να τον νιώσω. Όταν συνθέτω ορχηστρική μουσική, το χέρι απλώνεται προς τα μέσα, σκάβει εντός μου, κάτι που είναι πιο επίπονο και πιο δύσκολο.
Θα έλεγες ότι η γραφή σου, όχι η δομή αλλά η φύση της, είναι πιο προσωπική, πιο κοντά στο εσωτερικό είναι σου σε σχέση με όταν γράφεις τραγούδια;
Ναι, διότι μελοποιώντας έναν στίχο, γίνομαι κατά κάποιον τρόπο ο διανομέας ή ο μεταφραστής του συναισθήματός του, ενώ όταν γράφω ορχηστρική μουσική, είμαι μεταφραστής του εσωτερικού κόσμου μου. Είμαι εκατό τοις εκατό εγώ.
Υποθέτω πως ο τίτλος του άλμπουμ είναι ένας συνδυασμός των λέξεων dreams και memories. Πώς προέκυψε και τι σημαίνει για εσένα τον ίδιο;
Σωστά υποθέτεις. Ο νονός του τίτλου όμως δεν είμαι εγώ, αλλά μια πολύ καλή μου φίλη. Μόλις μου τον είπε, της έδωσα ένα φιλί και της είπα «σ’ ευχαριστώ, ούτε εγώ δεν θα σκεφτόμουν καλύτερο τίτλο». Ο τίτλος χαρακτηρίζει αυτή την εργασία απόλυτα. Στην πραγματικότητα, οι μουσικές αυτές δεν είναι παρά soundtracks της ζωής μου, είτε πραγμάτων που έχω ζήσει (memories) είτε άλλων τα οποία θα ήθελα να έχω ζήσει (dreams).
Τα ανεκπλήρωτα όνειρα εμπνέουν περισσότερο απ’ όσα εκπληρώνονται; Και γιατί ο ρυθμός είναι βαλς, που το έχουμε συνηθίσει σε πιο ανάλαφρες δημιουργίες της σχολής της Βιέννης, και όχι κάποιος άλλος;
Ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης λέει σε ένα ποίημά του: «Πεθαίνουν τα όνειρα μέσα στην εκπλήρωση. Και μόνο εκείνα τ’ άλλα, που η τύχη ή έστω οι περιστάσεις τούς αρνήθηκαν την ύπαρξη, εκείνα ζουν για πάντα…». Συμφωνώ με τον ποιητή. Ο ρυθμός απλώς μου βγήκε βαλς, δεν ξέρω γιατί. Ίσως η εικόνα δύο σωμάτων που χορεύουν βαλς να με οδήγησε εκεί.
Ποια σημασία έχουν για εσένα, ως άνθρωπο και ως δημιουργό, τα όνειρα και πριν απ’ όλα το να διατηρήσεις το δικαίωμα και τη δυνατότητα του να ονειρεύεσαι;
Τεράστια σημασία. Τα όνειρα είναι ζωτικής σημασίας θα έλεγα. Είναι καταφύγιο, οχυρό.
Γιατί, αλήθεια, μόνο στο «Waltz of unfulfilled dreams» δεν έπαιξες εσύ πιάνο, αλλά προσκάλεσες άλλον, και συγκεκριμένα τον Σταύρο Λάντσια;
Γενικά άφησα τα πιάνα για το τέλος. Έπαιξα λοιπόν και στο κομμάτι αυτό, και μάλιστα όχι άσχημα, αρκετά συμπαθητικά. Έλειπε κάτι όμως. Καταλάβαινα ότι έπαιζα συνεσταλμένα, σαν να παρακολουθούσα διακριτικά τους υπόλοιπους μουσικούς, προσπαθώντας να μην ενοχλήσω, όχι σαν να συμμετείχα κι εγώ στο σύνολο. Φώναξα λοιπόν τον Σταύρο γιατί τον εκτιμώ πάρα πολύ ως πιανίστα και γιατί ήξερα ότι θα κάνει ακριβώς ό,τι χρειαζόταν η σύνθεση.
Εκτός από τις αυτονόητες και προφανείς επιρροές σου από την κλασική μουσική, τον ύστερο ρομαντισμό θα έλεγα περισσότερο, από ποια άλλα ιδιώματα διαπιστώνεις ο ίδιος ότι έχεις επηρεαστεί; Την κινηματογραφική και τη θεατρική μουσική μήπως, κι αν ναι, από ποια από τις δύο πιο πολύ;
Πολύ σωστά κατάλαβες. Από την κινηματογραφική μουσική θα έλεγα κυρίως.
Ποιοι συνθέτες οργανικής μουσικής όχι απλώς σου αρέσουν, αλλά καταλαβαίνεις ότι έχουν συντελέσει στη διαμόρφωση του ύφους σου;
Philip Glass, Yann Tiersen, Anna Thorvaldsdottir, Max Richter, Shigeru Umebayashi και αρκετοί άλλοι.
Παρατηρώ ότι απουσιάζουν εντελώς δύο στοιχεία που υπήρχαν στις προηγούμενες εργασίες σου. Το ένα είναι το rock, ακόμα και ενορχηστρωτικά - δεν υπάρχει ούτε ένα ηλεκτρικό όργανο. Υπήρχε κάποιος λόγος που τα απέφυγες αυτή τη φορά;
Ναι, σκοπίμως έγινε αυτό. Είναι το ύφος της εργασίας τέτοιο, ακουστικό. Όργανα συμφωνικής ορχήστρας συν το πιάνο και το ακορντεόν. Δεν ήθελα ν’ ανοίξω κι άλλο την ηχοχρωματική παλέτα σ’ αυτή την εργασία.
Το άλλο στοιχείο είναι βέβαια αυτό της ελληνικής μουσικής, συνθετικά, ενορχηστρωτικά και βέβαια εκτελεστικά. Όταν συνθέτεις οργανική μουσική, βγαίνει μια πιο κοσμοπολίτικη και «διεθνιστική» πλευρά σου από αυτή της τραγουδοποιίας σου;
Ναι, έτσι είναι. Όπως απέφυγα τα rock στοιχεία, έτσι απέφυγα και τα αμιγώς ελληνικά. Αν και στο κομμάτι «Fates entwined» υπάρχει ένας μεικτός ρυθμός 13/8 που θυμίζει αρκετά Ελλάδα.
Ενα αρκετά πολυμελές σχήμα, και μάλιστα μ’ αυτή τη σύνθεση, είναι εφικτό να συγκεντρωθεί ξανά για ζωντανές παρουσιάσεις του δίσκου ή είναι μια εργασία που προορίζεται μόνο για κατ’ ιδίαν ακρόαση και αισθητική απόλαυση;
Πρακτικά είναι, αν όχι αδύνατο, πάρα πολύ δύσκολο. Αν θέλω να το παρουσιάσω ζωντανά, θα πρέπει να το μετεγγράψω για τρία μέχρι πέντε όργανα το πολύ. Νομίζω πως κυρίως προορίζεται για κατ’ ιδίαν ακρόαση και αισθητική απόλαυση, όπως σωστά το έθεσες.
Μέσα σε μια τόσο δυσχερή από πολλές πλευρές κοινωνικοπολιτική συγκυρία, στη χώρα μας και διεθνώς, ποια θέση έχει ένας τέτοιος δίσκος και τι θέλεις να πεις μ’ αυτόν στον κόσμο;
Προτιμώ να μην επιφορτίσω τη μουσική μου με κοινωνικοπολιτικά μηνύματα. Δεν θέλω να πω κάτι στον κόσμο. Δεν είμαι καθόλου σοφός, κατάλληλος ή αρμόδιος να πω κάτι. Αν έστω και ένας άνθρωπος περάσει μερικά ευχάριστα λεπτά ακούγοντας τη μουσική μου ή χορεύοντάς την ή αναπολώντας ένα αγαπημένο του πρόσωπο, θα είμαι πανευτυχής. Αλλά να το θέσω κι αλλιώς; Όταν εν έτει 2024, με την Τεχνητή Νοημοσύνη να καλπάζει απειλητικά, με μια ανθρωπιστική και υπαρξιακή κρίση του πλανήτη, κάποιος αυτοχρηματοδοτεί μια εργασία με όχι ιδιαίτερα εμπορική μουσική, παιγμένη από αληθινούς ανθρώπους, με αληθινά όργανα, δεν είναι από μόνο του ένα κοινωνικοπολιτικό μήνυμα ή έστω μια πολιτική πράξη;
Θα υπάρξουν κι άλλες οργανικές εργασίες σου μελλοντικά; Και ποια είναι τα πιο άμεσα σχέδιά σου μετά την κυκλοφορία του «Dreamories»;
Ναι, θα υπάρξουν. Ακόμα μία περίπου στο ίδιο ύφος, σαν δεύτερο μέρος του «Dreamories», και μια άλλη, με ηλεκτρονικά και ελληνικά στοιχεία. Ίσως προκύψει κάτι ενδιαφέρον. Σύντομα θα κυκλοφορήσουν και κάποια νέα τραγούδια μου. Τέλος, στις 12 Δεκεμβρίου θα πραγματοποιήσουμε με τον ερμηνευτή Θοδωρή Τσάτσο μια συναυλία στο «Μουσικό Κουτί».
Ενα προτέρημα του Γρηγόρη Πολύζου ήταν ότι από την αρχή δεν επαναπαυόταν και προκαλούσε δημιουργικά τον εαυτό του. Κι αυτό εξακολουθεί να τον χαρακτηρίζει.
Δημοσιεύτηκε στο απεργιακό φύλλο της ΑΥΓΗΣ 1/12