Οι Nouvelle Vague δεν θα μπορούσαν παρά να είναι προϊόντα ενός απολύτως συγκεκριμένου χωροχρόνου, αντίστοιχα της Γαλλίας και των αρχών της δεκαετίας του 2000 και ταυτόχρονα ενός νέου αιώνα. Ήταν η εποχή που από τη νεωτερικότητα ο κόσμος άρχιζε να περνά στη μετα-νεωτερικότητα, της οποίας μία από τις κυριότερες εκδηλώσεις ήταν ότι η αντίληψη και η νοοτροπία του μεταμοντέρνου έφτασαν στο απόγειό τους και ταυτόχρονα αποθεώθηκαν. Το μεταμοντέρνο είναι το ένα καθοριστικό στοιχείο του συγκροτήματος. Το άλλο είναι βέβαια η αισθητική-σήμα κατατεθέν τους, που δεν θα μπορούσε να είναι τίποτα άλλο από γαλλική, και μάλιστα στο έπακρο.
Οι Nouvelle Vague σχηματίστηκαν το 2003 στο Παρίσι. Αφετηρία τους ήταν ένα τηλεφώνημα του μουσικού και παραγωγού Marc Collin στον ομότεχνό του Olivier Libaux για να του προτείνει να κάνουν μαζί μια διασκευή του γνωστότερου ίσως τραγουδιού του σχεδόν θρυλικού βρετανικού γκρουπ Joy Division, του «Love will tear us apart», σε ύφος και στιλ bossa nova. Ο δεύτερος ξαφνιάστηκε από την πρόταση αλλά του φάνηκε πολύ ενδιαφέρουσα και τη δέχτηκε. Έκαναν λοιπόν την ιδέα πράξη και ακολούθησε η εφαρμογή της ακόμα μερικές φορές, τραγούδια δηλαδή από τη μετα-punk σκηνή του πρώτου μισού της δεκαετίας του ’80, τη βρετανική, την αμερικανική αλλά και την ευρωπαϊκή, διασκευασμένα σε στιλ bossa nova και ερμηνευμένα από νέες γυναικείες φωνές, ανεξάρτητα από το ότι σχεδόν όλα στην πρώτη εκτέλεσή τους είχαν ερμηνευθεί από άντρες.
Η αισθητική υπεράνω του περιεχομένου
Οι δύο μουσικοί είχαν την ευφυέστατη ιδέα να ονομάσουν το σχήμα τους Nouvelle Vague. Ήταν ένα όνομα που παρέπεμπε ταυτόχρονα σε τρία διαφορετικά πράγματα σε ισάριθμες γλώσσες, με την ίδια όμως σημασία (νέο κύμα) σε όλες: στο γαλλικό κινηματογραφικό κίνημα nouvelle vague της δεκαετίας του ’50, στο new wave, όπως ονομάστηκε η μετά το punk μουσική περίοδος, ενώ το ίδιο σημαίνει στα πορτογαλικά το bossa nova. Το πρώτο ομότιτλο άλμπουμ τους κυκλοφόρησε το 2004 και είχε απροσδόκητα μεγάλη επιτυχία όχι μόνο στη Γαλλία αλλά και σε αρκετές άλλες χώρες.
Οι Marc Collin και Olivier Libaux δεν εγκλωβίστηκαν στην αρχική φόρμουλά τους. Κράτησαν από αυτή μόνο τις νέες σε ηλικία, άγνωστες ακόμα ή και πρωτοεμφανιζόμενες ερμηνεύτριες, τις οποίες επιπλέον δεν είχαν καν ακούσει (!) πριν από τα τραγούδια τα οποία ερμήνευαν, αλλά χρονικά πήγαν πιο πίσω, στο punk αλλά και πιο μπροστά, φτάνοντας μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’90, ενώ η bossa nova συνέχισε μεν να κυριαρχεί αλλά όλο και συχνότερα έδινε τη θέση της σε άλλες latin ή και jazz ρυθμολογίες και ενορχηστρώσεις. Έτσι, ο δεύτερος δίσκος τους, το «Bande a part» του 2008, ήταν ακόμα περισσότερο επιτυχημένος από τον πρώτο - την ίδια εποχή ήταν δημοφιλέστατοι και στη χώρα μας. Στον τρίτο, το «3», που ακολούθησε έναν χρόνο αργότερα, προσκάλεσαν μέλη των συγκροτημάτων των οποίων τα τραγούδια διασκεύασαν για να κάνουν ντουέτα με τις τραγουδίστριές τους, μια ομολογουμένως πρωτότυπη κίνηση, που προσέδωσε ακόμα περισσότερο ενδιαφέρον στις διασκευές τους.
Νέα ζωή σε παλιά τραγούδια
Περίπου τότε όμως η ιδέα άρχισε κάπου να εξαντλείται, κυρίως γιατί οι ίδιοι έκαναν κατάχρησή της, φτάνοντας να κυκλοφορήσουν το 2010 έναν δίσκο με ανέκδοτα μέχρι τότε τραγούδια ο οποίος αποδιδόταν στις… ερμηνεύτριές τους, σαν αυτές να ήταν κάτι χωριστό και διαφορετικό από το γκρουπ. Έτσι ακολούθησε ένα μεγάλο «διάλειμμα» από τις δραστηριότητές τους, με τον τελευταίο δίσκο τους να κυκλοφορεί το 2016, ενώ από αυτόν που είχαν προαναγγείλει για τη συνέχεια υπήρξε μόνο ένα EP την επόμενη χρονιά. Η είδηση του αιφνίδιου θανάτου του Olivier Libaux το 2021 έκανε πολλούς και πολλές να πιστέψουν ότι οι Nouvelle Vague είχαν πάψει να υπάρχουν.
Διαψεύδοντας όμως τις προβλέψεις, ο Marc Collin βρήκε τη δύναμη αλλά και την ενέργεια να ετοιμάσει το νέο, έκτο κατά σειρά, άλμπουμ τους. Είκοσι χρόνια μετά την πρώτη δισκογραφική εργασία των Nouvelle Vague στο «Should I stay or should I go?», που κυκλοφόρησε πριν από λίγες μέρες, η μπάντα αναβαπτίζεται στο παιγνιώδες πνεύμα της. Με ανανεωμένο κέφι εφαρμόζει αυτό που ήταν εξαρχής ο οδηγός της, τη «χαμηλόφωνη», κομψή, ευγενική αλλά και ακατανίκητα σέξι αισθητική της γαλλικής pop της δεκαετίας του ’60, σε άλλα 13 τραγούδια της εποχής από την οποία αρδεύουν το υλικό τους εμφυσώντας τους νέα πνοή, που τα μεταμορφώνει σε κάτι γνώριμο μεν αλλά συνάμα και εντελώς διαφορετικό από τις πρωτότυπες εκτελέσεις.
Από τα δύο μέχρι τώρα singles, τα «Only you» των Yazoo και το «Shout» των Tears For Fears, μέχρι το «This charming man» των Smiths και το ομότιτλο τραγούδι, το μόνο ίσως ερωτικό των πολιτικοποιημένων Clash αλλά ταυτόχρονα και μία από τις πιο σκληρές μουσικά στιγμές τους, που μετατρέπεται σε μια αραχνοΰφαντη και τρυφερή νυκτωδία, το «Should I stay or should I go?» ακροβατεί με επιδεξιότητα πάνω στο επικίνδυνα λεπτό σχοινί ανάμεσα στο κιτς και στην καλαισθησία. Φτάνοντας στο τέλος του, υποκλίνεται ευγενικά όχι στη νοσταλγία αλλά σε μια αθωότητα και ανεμελιά που χρειαζόμαστε σε τόσο δύσκολες εποχές και αποχωρεί με ένα πονηρό μα και καλοσυνάτο χαμόγελο.