Για δεύτερη φορά η παράσταση «Τραγούδια του ελληνικού λαού-Drag Oratorio» του Γιάννη Σκουρλέτη στην Πειραιώς 260, προτείνοντας μια αυθάδη και έξω από το κυρίαρχο αφήγημα ματιά.
Εύκολα αναρωτιέται κανείς τι δουλειά έχει ο καλλιτέχνης και ερευνητής Αλέξανδρος Παπαδόπουλος, η drag βαρύτονος Νίνα Νάη, η περφόρμερ Daglara και ο πιανίστας Γιώργος Ζιάβρας με τον μικρασιατικής καταγωγής Γιάννη Κωνσταντινίδη και τα τραγούδια του. Κι όμως, για δεύτερη χρονιά η bijoux de kant του Γιάννη Σκουρλέτη καταλαμβάνει την Πειραιώς 260 στις 15, 16, 17 και 18 Ιουνίου με τα «Τραγούδια του ελληνικού λαού-Drag Oratorio», μια παράσταση που την περασμένη χρονιά προκάλεσε αίσθηση, συζητήθηκε έντονα και ταρακούνησε το Φεστιβάλ με την τόλμη και το σκηνικό της θάρρος.
Ο Γιάννης Σκουρλέτης αρπάζει την έμπνευση από τον Μικρασιάτη συνθέτη, μαέστρο και πιανίστα Γιάννη Κωνσταντινίδη, που άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του με το ψευδώνυμο Κώστας Γιαννίδης στο λεγόμενο ελαφρύ τραγούδι με τραγούδια όπως το «Ξύπνα, αγάπη μου», το «Πόσο λυπάμαι» κ.ά. Μέσα σε ένα αλλόκοτο, ανυπάκουο και κάπως «βλάσφημο» για τα συντηρητικά μάτια σκηνικό περιβάλλον, ο πολυσχιδής Γιάννης Σκουρλέτης, μέσα από την ελαφράδα των τραγουδιών που αποτέλεσαν την έμπνευσή του, μέσα από ένα ιδιαίτερο καλλιτεχνικό παζλ που απαρτίζεται από σπουδαίους καλλιτέχνες, τραγούδια και φυσικά τα κείμενα του Αλέξανδρου Παπαδόπουλου, καταφέρνει να γεννήσει στη σκηνή όλα όσα χρειάζεται μια αιρετική θεατρική στιγμή για να σκαλίσει το τραύμα της πατριαρχίας αλλά και για όλα εκείνα που «παρεκκλίνουν», δίνοντας ζωή σε μια αφήγηση για μια Ελλάδα καλά καταχωνιασμένη, αποσιωπημένη και αθέατη, που μέσα από υφέρποντα προσωπικά βιώματα ήρθε η ώρα της για το ταξίδι από το σκοτάδι στο φως.
Συζητώντας με τον Γιάννη Σκουρλέτη

Η δεξαμενή από την οποία αντλεί έμπνευση το συγκεκριμένο θεατρικό εγχείρημα, τα τραγούδια δηλαδή του Μικρασιάτη Γιάννη Κωνσταντινίδη, αυτόματα γεννούν ερωτήσεις για την αφετηρία και τη σκηνική γέννηση της παράστασης και χρειαζόμασταν τη βοήθεια του ανθρώπου που είχε την ιδέα αλλά ανέλαβε και τη σκηνοθεσία του Γιάννη Σκουρλέτη.
Το drag στην παράσταση το γέννησε η ζωή του ίδιου του Κωνσταντινίδη, θα μας πει χαρακτηριστικά: «Η ιδέα του drag, της μεταμόρφωσης, της μετακίνησης, της μετατόπισης, όλο αυτό το “μετά” εκπορεύεται από τον ίδιο τον Κωνσταντινίδη. Η ίδια του η ζωή ήταν μια διαρκής αλλαγή ταυτοτήτων. Ήταν ένας Μικρασιάτης, έφυγε με τον ξεριζωμό, πήγε στο Βερολίνο, άλλαξε το όνομά του. Με την άνοδο του φασισμού στη Γερμανία επιστρέφει στην Αθήνα, όπου, για να μπορέσει να επιβιώσει, αλλάζει πάλι το όνομά του και το κάνει Κώστας Γιαννίδης. Η ιστορική του διαδρομή ήδη περιείχε την αλλαγή ταυτοτήτων. Αυτό μου έδωσε την ιδέα του drag. Αλλά και η ίδια η μουσική του περιέχει το στοιχείο της μεταμόρφωσης. Παίρνει τραγούδια της ελληνικής παράδοσης, που περισσότερο γεννήθηκαν σ’ αυτό που λέμε τουρκική κατοχή, στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, τραγούδια πολύ γνωστά, που έχουν και ένα συγκεκριμένο αφήγημα γιατί φτιάχτηκαν μέσα σε συγκεκριμένες συνθήκες, που περιείχαν το πατριαρχικό μοντέλο ερμηνείας του κόσμου, και τα κάνει κάτι άλλο. Άρα, ήδη τα έχει μεταμορφώσει σε κάτι άλλο. Και εγώ, παίρνοντας και χρησιμοποιώντας αυτή την ιδέα του drag, τα ξαναγεννώ με έναν διαφορετικό τρόπο για να δικαιώσω όλους αυτούς τους κατατρεγμένους ενός ιστορικού αφηγήματος που τους έχει πάντα στο περιθώριο και στη γωνία».
Η σχέση της παράστασης με τα τραγούδια είναι σχέση έμπνευσης και σεβασμού, γι’ αυτό και χαρακτηριστικά μας λέει ότι «στην παράσταση δεν πάμε να καλιαρντέψουμε, να κανιβαλίσουμε αυτή τη μουσική. Στεκόμαστε με μεγάλο σεβασμό και προσπαθούμε να είμαστε όσο πιο ακριβείς γίνεται όσον αφορά το μουσικό κομμάτι».
Τα τραγούδια αυτά, που είναι αποτυπωμένα και φορτισμένα στις συνειδήσεις των ανθρώπων με έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο, μπορεί με το drag στοιχείο στη σκηνή να προκαλέσουν και συντηρητικά αντανακλαστικά, όπως συνήθως συμβαίνει, πράγμα όμως που πέρασε από το μυαλό του Γιάννη Σκουρλέτη, αλλά τουλάχιστον σ’ αυτό το θεατρικό περιβάλλον μάλλον δεν έγινε: «Δεν με απασχόλησε αυτό. Μάλιστα, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ, που έτσι κι αλλιώς υπάρχουν πιο ρηξικέλευθές και λοξές ματιές, δεν υπήρξαν τέτοια αντανακλαστικά. Η ακαδημαϊκή κοινότητα δε, και μιλάω για τον Λάμπρο Λιάβα, που είναι και μουσικολόγος, μας είπε ότι είναι η πρώτη φορά που βλέπει Κωνσταντινίδη τόσο καλά παιγμένο, τόσο καλά φτιαγμένο. Όταν κοιτάς λοξά τα πράγματα, αρχίζεις και τα αποκαλύπτεις πιο ουσιαστικά - χωρίς να θέλω να κουνήσω όμως το δάχτυλο. Το ζήτημα της ταυτότητας, είτε της έμφυλης είτε της εθνικής, είναι νομίζω πάντα στον πυρήνα της έρευνας, της σκέψης, είναι οι εγγραφές μας κι αυτά που κουβαλάμε και γι’ αυτό ασχολούμαστε μ’ αυτά ως ομάδα. Όταν επιστρέφεις σε παλιά κείμενα, επιστρέφεις ουσιαστικά σε ένα κομμάτι που έχει μια πολύ βαθιά εσωτερική χαραγματιά. Και μέσα απ’ αυτό προσπαθείς να δεις τον αντίκτυπο στο σήμερα».
Ετσι εξηγεί και τον χαρακτήρα της ομάδας αλλά και τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται: «Πάντα στον πυρήνα της είναι αυτή η αυθάδης, λοξή και έξω από το κυρίαρχο αφήγημα ματιά. Η Ελλάδα μάθαμε ότι είναι το λαμπερό φως του Ελύτη και η Κυκλάδα με το εκκλησάκι, οι άσπρες πέτρες του Σεφέρη. Δεν τα απορρίπτω, αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Υπάρχουν και άλλες περιοχές και άλλα φώτα. Ένα μεγάλο κομμάτι των ανθρώπων που έζησαν τη διαφορετικότητά τους μέσα σε μια κατακραυγή για αιώνες, στριμωγμένοι μέσα σε κουστουμάκια που τους φορέθηκαν. Όλοι αυτοί, όπως λέει και ο Ιωάννου, οι νεκροί, οι μαχαιρωμένοι, δεν περιμένουν μια δικαίωση;»
Και μ’ αυτή την ερώτηση, που στην πραγματικότητα καμιά απάντηση δεν έχει ανάγκη για να μπορεί να πλανάται πάνω από τα κεφάλια μας, ξαναρχίζει με ορμή για δεύτερη χρονιά το ταξίδι της η παράσταση.