Η Νατάσσα, ο Θέμης και ο Γεράσιμος σπάνε τη μουσική αναμονή μας μετά την «Εποχή του θερισμού» με τη νέα τους φλεγόμενη ολοκληρωμένη δισκογραφική δουλειά, που δανείζεται τον τίτλο της από το ομώνυμο πρώτο τραγούδι αυτής της δισκογραφικής ιστορίας «Κάτι καίγεται» και αναπνέει ελεύθερα εκεί έξω δέκα ολόκληρα τραγούδια.
Η Νατάσσα βάζει τη φωνή στις μελωδίες του Θέμη που αγκάλιασαν τρυφερά και εύστοχα τις ποιητικές καταγραφές του Γεράσιμου, παραδίδοντας το νέο soundtrack της ζωής μας στην πόλη. Και όχι μόνο σε αυτή την πόλη, αλλά σε κάθε πόλη, σε κάθε ζωή, σε κάθε Αθήνα με άλλο όνομα και άλλους ανθρώπους. Ο τρόπος που ο Γεράσιμος αφουγκράζεται πια τη ζωή γεννάει λέξεις, τις οποίες οι μελωδίες του Θέμη ξέρουν ακριβώς πώς να διαχειριστούν γιατί γνωρίζονται πριν από τη γέννα τους και προσγειώνουν στη φωνή-αεροδιάδρομο των συναισθημάτων της Νατάσσας τραγούδια φορτισμένα, αφηγηματικά, γεμάτα βιωματικές εικόνες, από τρεις ανθρώπους που δημιουργούν συλλογικά ανάμεσά μας, στη ζωή ανάμεσα, που ζουν δίπλα μας, παρέα και όχι σε μια ελιτίστικη αποκομμένη και ξεκομμένη πραγματικότητα, όπου η κοινωνία του θεάματος τοποθετεί συνήθως τους καλλιτέχνες. Καίνε τα βάθρα, καίνε τις αποστάσεις, καίνε τις συγκαλύψεις, καίνε αυτά που κάνουν τα μεγάλα και δίνουν χώρο και ανάσα στις λεπτομέρειες της ύπαρξής μας.
Τοποθετημένοι πάντα στη σωστή πλευρά της Ιστορίας, με τόλμη και θάρρος, αυτή τη φορά, στην πιο μεστή και φορτισμένη στιγμή τους στα αυτιά μου, παραδίδουν έναν δίσκο-γέφυρα ανάμεσα στο συναίσθημα και στη λογική, που έχει και αυτή τη φορά με μαγικό τρόπο καταπιεί τις ιστορίες όλων μας, τους δρόμους που περπατάμε, τις καταπιεσμένες σκέψεις μας, τα ανομολόγητα, τους έρωτές μας, τα συμπλέγματά μας, τις αλήθειες μας, τα ομολογημένα με θάρρος ψέματά μας στους εαυτούς μας.

Η Νατάσσα τραγουδάει για αυτά που αγαπήσαμε και έσπασαν γιατί δεν ήταν πέτρα, για τους ψιθύρους που καλύπτουν τα αρεστά μας μην ταραχτούν οι γείτονες, για μας που πάμε πίσω στριμωχτά όπου μας άφησαν χώρο, που δεν μας κάλεσαν οι συνομήλικοι στα πάρτι, για τα χάδια που λάβαμε όταν ήμασταν βολικά μπαλώματα, για τα στριμωγμένα ασφαλή αγγίγματά μας στα υπόστεγα της Σταδίου, για εκείνον τον συγκεκριμένο χειμώνα που περιμέναμε πολλά και μας κέρασε μια ολόκληρη ασήκωτη μοναξιά επειδή ήμασταν αδιάβαστοι, για εκείνο που θέλουμε να είμαστε πολύ πριν γίνουμε, για μας που είμαστε εύθραυστοι και πάμε και αγαπάμε, για τα άγρια βουνά του Καυκάσου που από τον αέρα έφερνα δάκρυα στα μάτια μου. Και αυτός ο δίσκος όταν τελειώσει εκεί, στα τελευταία δευτερόλεπτα εκείνου του χειμώνα, φωνάζει ένα αισιόδοξο, μεγαλοπρεπές «Πάμε μαζί και δεν με πειράζει». Φωνάζει ένα «Πάμε μαζί και ας φοβόμαστε». Έχει έναν ολόκληρο ήλιο που είναι ο πραγματικός εμπρηστής της φωτιάς η οποία καίει όλα όσα πρέπει να καούν και να αφήσουν πίσω στάχτες που τις οφείλουν κουβέρτες στη μνήμη μας.
Αυτοί οι τρεις σκάρωσαν κάτω από τις μύτες μας έναν δίσκο γειωμένο στην πραγματικότητα, που μας θέλει εκεί μαζί για να υπάρξει όπως επιθυμεί να υπάρξει. Καίνε τα πάντα στο πέρασμά τους: τις παθολογίες, τις εποχές και τα συμπλέγματα. Αυτός ο δίσκος δεν έχει ανάγκη από παθητικούς, αλλά από ενεργητικούς ακροατές, που πρέπει ακούγοντάς τον να ομολογήσουν με την ίδια τόλμη που ομολόγησαν και κατέθεσαν οι δημιουργοί του. Οι λέξεις του Γεράσιμου, οι συνθέσεις του Θέμη και η ερμηνεία της Νατάσσας καταθέτουν μια δισκογραφική ιστορία που χρειάζεται και μια δική μας ομολογία για να ολοκληρώσει τη μουσική της πορεία. Θέλει τις δικές μας ομολογίες, τους δικούς μας αντικατοπτρισμούς, το θάρρος να αφήσουμε ανοιχτή την πόρτα να μπουν μέσα μας αυτές οι νέες ιστορίες και ας είναι φλεγόμενες και κατακόκκινες.
Αυτός ο δίσκος σπάει τις βιτρίνες ανάμεσά μας και ενώνει στην εποχή του απόλυτου διχασμού καίγοντας και ξερνώντας στην πραγματικότητα μόνο εκείνους που δεν αντέχουν το μαζί και το πολεμούν. Είναι μια σημαντική στιγμή για την εγχώρια δισκογραφία, γιατί αυτά τα δέκα τραγούδια ακούγονται μαζί και κάνουν μια ενιαία και ολόκληρη ιστορία, ενώ και καθένα μόνο του είναι και πάλι από μια ολόκληρη και ολοκληρωμένη δική μας ιστορία. Και ας το πούμε δυνατά, δεν πειράζει. Δεν συμβαίνει συχνά.
Η Νατάσσα, ο Θέμης και ο Γεράσιμος γεννούν έναν δίσκο που με την απελευθέρωσή του μετατρέπεται αυτόματα σε μια δική μας μουσική συντροφιά, απαραίτητη σε αυτό που βιώνουμε στο εντελώς τώρα μας. Και ας καίει τα πάντα συθέμελα στο διάβα του, κάτω από τις στάχτες αφήνει φως. Το είδα καθώς τον άκουγα. Και ήταν ωραία.