Έχουν περάσει μόλις δυο χρόνια- όσο και αν το κενό, για πολλούς από μας, ακόμη φαντάζει δυσανάλογο του χρόνου- από τότε που ο Νεκτάριος Σαντορινιός έφυγε από κοντά μας.
Ο Νεκτάριος της πολιτικής, των νησιών, της καθημερινής πάλης για την ισοτιμία των νησιωτών, του Μεταφορικού Ισοδύναμου, της προοπτικής που έκρυβαν μέσα τους τα μέτρα που εφάρμοσε για την νησιωτική Ελλάδα. Νησιώτης ο ίδιος, γνώριζε πολύ καλά πως είναι να νιώθεις αποκομμένος στον τόπο σου. Πως είναι να περιμένεις τον καιρό για να ξέρεις αν θα έχεις φάρμακα ή τρόφιμα. Ήξερε, πως άλλο ο χειμώνας στο νησί και άλλο το καλοκαίρι. Ο χειμώνας σημαίνει μόνο ανάγκες, έλεγε, για τους νησιώτες και τότε είναι που όλοι τους ξεχνάνε. Για αυτόν, η Νησιωτικότητα έκρυβε μέσα της την έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης και με αυτόν τον γνώμονα πορεύτηκε σε κάθε του βήμα ως Υφυπουργός Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής.
Ο Νεκτάριος του Συνασπισμού και του ΣΥΡΙΖΑ, περήφανο μέλος της Βουλής και της κυβέρνησης του 2015, ο συνεχώς «παρών» σε κάθε διαλογική συζήτηση και ιδεολογική διαμάχη της Αριστεράς. Αυτός που, στο πλαίσιο της συλλογικότητας στην οποία εντάχθηκε με πάθος, υπερασπίστηκε στην πράξη τις κοινωνικές ανάγκες και την πολιτική αλλαγή. Αυτός που δεν έλειψε από τους αγώνες του δρόμου αλλά και από τους αγώνες για να αποδείξει πως η Αριστερά δεν είναι ρίψασπις- τότε εκείνες τις μέρες που αλυχτούσαν τα σκυλιά και άλλοι γύριζαν το κεφάλι στην ευθύνη.
Ο Νεκτάριος γελούσε συχνά και φωναχτά. Του άρεσε να είναι σε παρέες μαζί με τους φίλους του, τους συντρόφους του δηλαδή και συνοδοιπόρους του, και πάντα ήθελε να έχει τον τελευταίο λόγο, ακόμη και στα ανέκδοτα. Ένιωθε την ζεστασιά τους και τους έδινε απλόχερα την φροντίδα του. Αγαπούσε την οικογένειά του πάνω από όλα. Ήθελε οι δικοί του άνθρωποι να είναι περήφανοι για αυτόν, και μακάρι να μπορούσε να δει πως αυτό, ίσως και να είναι το μόνο πράγμα, μέσα στον χρόνο που παρέμεινε αναλλοίωτο.
Ο Νεκτάριος πάλεψε άνισα αλλά περήφανα για την ζωή, γιατί αυτό πίστευε πως είναι ο μόνος δρόμος του ανθρώπου. Όμως έφυγε τόσο νωρίς, αφήνοντας σε όσους ήμασταν δίπλα του μια ανοιχτή πληγή. Αλήθεια, πόσοι και πόσες από μας, ιδίως τον τελευταίο χρόνο, δεν έχουμε γυρίσει αριστερά το κεφάλι μας, ψάχνοντας τον ώμο του να γείρουμε, ψάχνοντας να γυρίσει να μας πει, «Πάμε μπροστά, αντέχουμε, θα νικήσουμε».
Η λησμονιά δεν ταιριάζει στον Νεκτάριο. Αλλά ούτε και οι φτηνοί επικήδειοι. Θα ήταν χαρούμενος και μόνο, που όσοι τον γνώρισαν και τον αγάπησαν, που στάθηκαν δίπλα του στις πορείες, που κάθισαν δίπλα του σε μακρόσυρτες συνεδριάσεις, που ήπιαν ένα κρασί και γέλασαν, που συνεργάστηκαν συναδελφικά, που επισκέφτηκαν ένα νησί μαζί του, ακόμη μετράνε τις μέρες από το φευγιό του.