Live τώρα    
16°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Ελαφρές νεφώσεις
16 °C
12.0°C16.8°C
1 BF 60%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ελαφρές νεφώσεις
12 °C
9.8°C13.6°C
3 BF 54%
ΠΑΤΡΑ
Αυξημένες νεφώσεις
16 °C
9.0°C16.0°C
2 BF 68%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
14 °C
13.8°C17.1°C
3 BF 86%
ΛΑΡΙΣΑ
Σποραδικές νεφώσεις
9 °C
8.9°C11.3°C
0 BF 81%
Το πρώτο πασχαλινό φύλλο της «Α» / Λαμπρή στην Αντίσταση και στον κατατρεγμό
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Το πρώτο πασχαλινό φύλλο της «Α» / Λαμπρή στην Αντίσταση και στον κατατρεγμό

ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ

Το πρώτο πασχαλινό φύλλο της ΑΥΓΗΣ έχει ημερομηνία 5 Απριλίου 1953. Είναι μια σκληρή εποχή. Ο Μπελογιάννης έχει εκτελεστεί μόλις πριν έναν χρόνο.

Στο φύλλο αυτό, υπάρχει το σχόλιο της εφημερίδας και μήνυμα του προέδρου της ΕΔΑ Γιάννη Πασαλίδη για την ημέρα, καθώς και χαιρετισμός των πολιτικών εξορίστων, που τη χρονιά εκείνη έκλειναν ήδη επτά χρόνια εκτόπισης. Στη γιορταστική ύλη υπάρχει επίσης ένα χιουμοριστικό διήγημα του Ασημάκη Γιαλαμά.

Από το φύλλο εκείνο αναδημοσιεύουμε σήμερα τέσσερα μικρά διηγήματα, αναμνήσεις συνεργατών της εφημερίδας, από κάποιο πρόσφατο Πάσχα που είχε περάσει ο καθένας τους. Το ένα αφορά το αντάρτικο, το άλλο ένα σανατόριο κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, όπου οι νοσηλευόμενοι φυματικοί ζουν κάτω από την τρομοκρατία των παρακρατικών Μονάδων Ασφαλείας Υπαίθρου (ΜΑΥδες), και δύο γράφονται από τους τόπους εξορίας. Πρόκειται για μαρτυρίες, μικρές σε έκταση, που αποτυπώνουν όμως μια ολόκληρη εποχή και το βάρος που σήκωσε στους ώμους της μια ηρωική γενιά.

Άγγελος Τσέκερης

ΑΥΓΗ
Από το πρώτο πασχαλινό φύλλο της ΑΥΓΗΣ

Αντίσταση: Το Πάσχα μιας ανταρτικής ομάδας

Την άνοιξη του 1943, οι κατακτητές είχαν εγκαταλείψει την Καρδίτσα, κάτω από την αντάρτικη απειλή, και μαζεύτηκαν στα Τρίκαλα. Μα η Καρδίτσα δεν ήταν τελείως ελεύθερη. Κάθε μία - δύο μέρες οι Ιταλοί ξεκινούσαν με τεράστιες φάλαγγες αυτοκινήτων και ιππικού από τα Τρίκαλα, διέσχιζαν τον κάμπο, έμπαιναν στην πόλη και γύριζαν πάλι πίσω το απόγευμα.

Δίπλα στη δημοσιά Τρικάλων - Καρδίτσας, μια μικρή ομάδα ανταρτών γιόρταζε το Πάσχα. Φυσικά, αρνί ψημένο δεν υπήρχε, γιατί ο εφοδιασμός των λίγων ανταρτών γινόταν πολύ δύσκολα. Το Πάσχα λοιπόν θα γιορταζόταν από την ομάδα με ψωμί, τυρί και λίγα κουτιά σαρδέλες. Και όλα αυτά αποτελούσαν αληθινή ευτυχία για τότε, για το Πάσχα της ομάδας - κινητού φυλακίου.

Από νωρίς έγιναν τα σχέδια του "γλεντιού". Ένας έριξε την ιδέα να πάνε δύο στο χωριό, που ήταν μισή ώρα απόσταση, για να ζητήσουν κρασί και ό,τι άλλο. Μα η πρόταση απορρίφθηκε, γιατί το χωριό βρισκόταν κοντά σε ιταλικό φυλάκιο προς την πόλη των Τρικάλων.

Την ίδια στιγμή, το παρατηρητήριο επισήμανε την εμφάνιση ιταλικής φάλαγγας στον δημόσιο δρόμο, με κατεύθυνση προς την Καρδίτσα. Σε λίγη ώρα, η ομάδα παρακολουθούσε, από πολύ μικρή απόσταση, το πέρασμα της φάλαγγας στη δημοσιά και το σταμάτημα ενός αυτοκινήτου, που βιαστικά - βιαστικά το προσπερνούσαν όλα τα άλλα, ώσπου έμεινε μονάχο στο τέλος, ξεκομμένο.

Αυτό ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία. Χωρίς πολλά λόγια, το αυτοκίνητο κυκλώθηκε, ο οδηγός του συνελήφθη και έπειτα από λίγη ώρα η ομάδα έκανε Πάσχα με κρασί, κρέας, αυγά και χίλια άλλα καλά.

Σ.

Στο σανατόριο

Η αγάπη που νίκησε το μίσος

Το μικρό καμπανάκι που ήταν κρεμασμένο από ένα έλατο στο προαύλιο του νοσοκομείου χτυπούσε για πολύ ώρα χαρούμενα. Ήταν ξημερώματα. Σ' ένα σανατόριο, κοντά στην πρωτεύουσα. Έπρεπε οι άρρωστοι να τη γιορτάσουν κι αυτήν την Ανάσταση... Γιατί, ποιος ξέρει του χρόνου... Ένας - ένας σηκωνόταν από το κρεβάτι και με κομμένη την ανάσα προσπαθούσε να ντυθεί για την εκκλησία. Να ντυθεί καλά. Εκεί ψηλά, έκανε ακόμα κρύο. Το χιόνι δεν είχε λιώσει ολότελα...

- Συνάδελφε, ξύπνα. Δεν θά 'ρθεις στην εκκλησιά;

- Άσε και κάηκα στον πυρετό. Πήγαινε εσύ και το κερί σου αναμμένο... Η μικρή, ξέρεις δα για ποια λέω, μού 'λεγε τις προάλλες ότι έχει αγοράσει ένα κόκκινο φουστάνι για το Πάσχα... Κι ήθελα τόσο να τη δω!

- Έλα τώρα, ασ' τ' αυτά και δεν κάνουν καλό. Κοιμήσου. Σαν φέρω το φως, θα σε ξυπνήσω.

- Άκου, σαν θα βγεις να τους προσέξεις. Τριγυρίζουν στον διάδρομο και τα κρύα τους μάτια ψάχνουν τις ψυχές μας. Άραγε δεν μπορούσαν απόψε να μην κρατάνε το περίστροφο στο χέρι;... Είναι, λέει, νύχτα Αγάπης!

Μια άσπρη σκούφια σκύβει και τη φυλάει. Είναι η αδελφή!

- Μικρούλα μου, ξύπνα. Εσύ δεν θα πας στην Ανάσταση;

Πετάχτηκε τρομαγμένη. Τα μεγάλα της μάτια τά 'καιγε ο πυρετός. Κι ήταν τόσο όμορφη!

- Δεν μπορώ, αδελφή! Φοβάμαι τους ΜΑΥδες που τριγυρίζουν στους διαδρόμους. Θαρρώ πως κάθε στιγμή θα μάθουν το μεγάλο μου μυστικό. Και τότε τι θα γίνω; Εσύ ξέρεις, δεν είναι μόνο που θα με διώξουν...

- Έχεις δίκιο. Δεν πρέπει ποτέ να μάθουν πως ο πατέρας σου είναι εξορία. Μα θα πάμε μαζί στην εκκλησία. Σήκω. Εσύ κι εγώ ξέρουμε γιατί πρέπει να γιορτάσουμε την Ανάσταση...

Ήταν Πάσχα του 1948... Κι η αγάπη νίκησε το μίσος.

ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ

Ε. ΣΠ.

Στη Γιούρα

Πάσχα 1949: Ξεφορτώνοντας τσιμέντα...

Ο "Κράχτης" του "όρμου" μας ακούστηκε να φωνάζει: "Οι σκηνές που θα φωνάξω, να ετοιμαστούν σε δέκα λεπτά για το καΐκι, στο τέταρτο: Από την '5η επτά', από την '6η δέκα', από την '7η δώδεκα', 'από την 8η εννέα', από την '9η τρεις'".

Νεκρική σιγή είχε απλωθεί σε όλο το στρατόπεδο. Ο καθένας περίμενε αν θ' ακούσει και τη δική του σκηνή.

- Από την "10η πέντε", από την "15η δεκαεφτά", από την "16η οκτώ", συνέχιζε η ίδια βροντερή φωνή.

- Πόσους διάβολο θέλουν; Τι θα ξεφορτώσουμε; Ρωτούσαν όσοι είχαν ακούσει τον αριθμό της σκηνής τους ή όσοι ήταν κοντά και περίμεναν πως θα τους φωνάξει κι αυτούς.

Σε λίγα λεπτά, ντυμένοι με τα παλιόρουχα της αγγαρείας, μαζευτήκαμε στην πλατεία. Ήμασταν πάνω από 200. Μας μέτρησαν και σέρνοντας τα βήματά μας ξεκινήσαμε για τον τέταρτο όρμο, για το καΐκι.

Η ώρα ήταν 7.30' το πρωί. Ένα ελαφρύ, θαλασσινό αεράκι, χαϊδεύοντας το κάθε κύτταρο του σώματός μας, μας βεβαίωνε πως ήταν άνοιξη και μας έφερνε την ανάμνηση μιας όμοιας ημέρας, μακριά από τον καταραμένο εκείνο τόπο, στην αυλή ή τον κήπο του αγαπημένου σπιτιού, ανάμεσα σε πρόσωπα δύο φορές αγαπημένα.

Βουτηγμένοι σε μια λάσπη από ιδρώτα και τσιμέντο, με τα πρόσωπα αλλοιωμένα από την κούραση και την πίκρα, ξαναπήραμε τον δρόμο του γυρισμού για τον όρμο μας.

Η ώρα ήταν 3 ύστερα απ' το μεσημέρι. Εφτά ώρες ξεφορτώναμε τσιμέντα... Κι ήταν Πάσχα... Το Πάσχα του 1949 στη Γιούρα.

Τ.Ν.

Μακρόνησος

Τραγούδι ζωής στη χαράδρα του θανάτου

Εκείνο το Πάσχα, το Πάσχα του 1950, ήταν μια αληθινή Ανάσταση για μας. Μια Ανάσταση μέσα στο σύρμα του ΒΕΤΟ, στον γνωστό 7ο λόχο.

Θα πείτε ίσως ότι δεν είναι εύκολο να νιώσει κανείς πραγματική χαρά και να κάνει αληθινή Ανάσταση, όταν βρίσκεται μακριά από τους δικούς του, μακριά από τη γυναίκα, τη μάνα, τα παιδιά του. Κι όταν μάλιστα έχει να τους δει όλους τους αγαπημένους τέσσερα και πέντε χρόνια, χρόνια γεμάτα εφιαλτικές νύχτες, ματωμένες μέρες, άγχος και μαρτύριο. Κι όταν δεν ήξερε αν θα βγει ποτέ ζωντανός απ' αυτή τη συρματοπλεγμένη χαράδρα με τις διπλοσκοπιές.

Κι όμως τα πράγματα έγιναν έτσι: Την ημέρα εκείνη δεν υπήρχε αγγαρεία. Δεν ακούστηκε ούτε η σάλπιγγα του προσκλητηρίου ούτε η σφυρίχτρα του βασανιστή. Κι οι δεσμοφύλακές μας μας έδωσαν κρέας για να γιορτάσουμε το Πάσχα!

Κι έγινε μ' εκείνο το λίγο κρέας και με τα πενήντα δράμια το κρασί κάτι που δε μπορούσαν να το περιμένουν οι αξιωματούχοι της "αναμορφώσεως". Η συρματοπλεγμένη χαράδρα που αντηχούσε ολόκληρο τον χειμώνα και μερικές βδομάδες πριν και χρόνια ολόκληρα πάρα πίσω, όταν βασανίζονταν οι στρατιώτες, μόνο από τις οιμωγές των πόνων κι από τις αγριοφωνάρες των βασανιστών, αντιλάλησε εκείνη την ημέρα από τα χαρούμενα τραγούδια. Από τα χαρούμενα ξεφωνητά των εφτακόσιων ανθρώπων, που ήταν χρόνια σκλαβωμένοι, μα έμειναν ελεύθεροι στο φρόνημα και στη σκέψη.

Στην αρχή τα τραγούδια ακούγονταν μόνο μέσα από τις σκηνές. Ύστερα μια ομάδα μ' επικεφαλής έναν γέρο παλιό λαϊκό αγωνιστή έσυρε έξω ένα τσάμικο κι έφτασε από τους στενούς διαδρόμους ανάμεσα στους σιδεροπασάλους και τα σκοινιά ώς το κέντρο του στρατοπέδου.

Και σε λίγο όλοι είχαν ξεχυθεί έξω. Γέροι ξεφώνιζαν, τραγουδούσαν κι έσερναν τον χορό σαν παιδιά. Πρόχειρες χορωδίες ξεπετάχθηκαν. Ανάπηροι πετούσαν τα μπαστούνια και τις πατερίτσες στον αέρα. Ο μπάρμπα Κώστας, ο αξέχαστος Γαβριηλίδης, σηκώθηκε άρρωστος από το κρεβάτι κι έσυρε το χορό.

Οι βασανιστές, που γλεντούσαν στα διοικητήρια, άκουσαν τις φωνές κι ανησύχησαν. Πήραν τα τηλέφωνα και ρωτούσαν αν έγινε "στάσις". Και σε λίγο έστειλαν "ανιχνευτάς"... Και τότε οι "αναμορφωταί" κι οι "εθνικοδιδάσκαλοι" της διαφθοράς και της υποταγής είδαν μ' ανοιχτό το στόμα να γλεντούν τους ανθρώπους που βασάνιζαν ατελείωτους μήνες και που τους έλεγαν πως ποτέ πια δεν πρόκειται να γελάσουν...

Είδαν πως οι πολιτικοί εξόριστοι είχαν μεταβάλει τη χαράδρα του βόγγου και του θανάτου σε τόπο χαράς κι ελληνικής Ανάστασης.

Και ήταν η πρώτη Ανάστασις στη ματωμένη Μακρόνησο.

ΣΠ. ΛΙΝ.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL