Ο Μπέκετ γράφει τα περισσότερα δράματά του μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου και τα εφιαλτικά γεγονότα που τον συνόδεψαν, με τον τρόμο του πυρηνικού ολέθρου να κρέμεται πάνω από το κεφάλι δικαίων και αδίκων. Μέσα σε έναν κόσμο χαοτικό, τεχνητά στερημένο από νόημα, ριγμένο τυχαία στη δίνη ενός ακατανόητου, τυφλού, βωβού, κωφού σύμπαντος, χωρίς αρχή και τέλος. Μια ιδέα που καλλιέργησαν κυρίως αστοί διανοούμενοι, που με τον μηχανιστικό θετικισμό τους, του «δύο και δύο ίσον τέσσερα» και του «υπάρχει μόνο ό,τι μπορεί να αποδειχθεί επιστημονικά», «απομάγευσαν τη ζωή» -σύμφωνα με τον γνωστό αφορισμό του Μαξ Βέμπερ- και τη συρρίκνωσαν στα δικά τους περιορισμένα μέτρα.
Το θέατρο του Μπέκετ αρχικά θεωρήθηκε ότι ανήκει στο «παράλογο». Αλλά τι είναι, τελικά, το παράλογο; Παράλογος μπορούμε κατ’ αρχάς να πούμε ότι είναι ένας κόσμος όπου το άδικα χυμένο αίμα δεν βρίσκει πουθενά εξαγορά. Όπως ο δικός μας κόσμος. Αλλά επειδή, σύμφωνα με την ίδια τη θεωρία του «παραλόγου», δεν υπάρχει άλλος «λογικός» κόσμος πέραν του «παράλογου» υπαρκτού, τότε το παράλογο απλούστατα δεν υπάρχει ως αντίλογος του λόγου. Φθάνουμε, άρα, σε ένα αδιέξοδο της καρτεσιανής λογικής και πρέπει να την εγκαταλείψουμε, κάνοντας μια υπόθεση εργασίας: Ότι στους αντίποδες του παράλογου κόσμου, όπου το άδικα χυμένο αίμα δεν βρίσκει τόπο εξαγοράς, υπάρχει ένας άλλος, όμορος, εφαπτόμενος κόσμος, όπου το αίμα το άδικα χυμένο βρίσκει εξαγορά. Είναι ο κόσμος της αρχαίας τραγωδίας. Στον «Ορέστη» του Ευριπίδη ο Ορέστης επικαλείται σε όλη τη διάρκεια του έργου τον Απόλλωνα να εμφανιστεί και να μαρτυρήσει υπέρ του. Ο Απόλλων εμφανίζεται μόλις την τελευταία στιγμή, σώζοντας μαζί με τον Ορέστη και την τιμή της τραγωδίας. Ακόμη λίγα δευτερόλεπτα αν αργούσε (αιώνες για την Ιστορία), δεν θα είχαμε τον «Ορέστη» του Ευριπίδη, αλλά το «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Μπέκετ. Η διαφορά όμως δεν είναι ποιοτική, είναι μόνο ποσοτική, δηλαδή πλασματική.
Το θέατρο του Μπέκετ δεν θητεύει στο λεγόμενο «παράλογο», επειδή αρδεύεται από την ίδια εκείνη τραγική «μαύρη ρίζα της ευψυχίας» που έδειξαν οι ιερείς του Απόλλωνα στη Δήλο, στον προσκυνητή του Ναού της Λητούς. Και επειδή το όραμά του δεν περιορίζεται στον υπάρχοντα, εν πολλοίς φτιαχτό, με τις άπειρες δυνατότητες της σύγχρονης τεχνολογίας (βλ. Τεχνητή Νοημοσύνη), «ορίζοντα των γεγονότων», αλλά ξεπερνάει συστημικά την ποσοτική άθροισή τους χάριν της ποιοτικής και ποιητικής, για να παράσχει στον άνθρωπο προμηθεϊκές ελπίδες.
Στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών είδαμε μια παράσταση του «Περιμένοντας τον Γκοντό» σε σκηνοθεσία, σκηνογραφία, κοστούμια, φωτισμούς του Θεόδωρου Τερζόπουλου, με έναν εξαιρετικό ιταλικό θίασο σε μεγάλη συμπαραγωγή του Emilia Teatro Romano, Teatro Nazionale, Fondazione Teatro di Napoli και Teatro Bellini.
Αρχίζω ανορθόδοξα την κρίση μου από τα ευρηματικά κοστούμια, τα σκηνικά και τους φωτισμούς του Τερζόπουλου, που στηρίζουν σε μεγάλο βαθμό, μαζί με την ωραία λειτουργική μουσική του Παναγιώτη Βελιανίτη, την ασυνήθιστη για τον σκηνοθέτη ανθρωπολογική προσέγγιση, αποσπώντας το έργο από κάθε λογής μεταφυσική και φέρνοντάς το κοντά στο εδώ και τώρα του θεατή. Το «παράλογο» καταργείται, το έργο παύει να ξενίζει, γίνεται οικείο, πλησιάζει φιλικά το κοινό του. Το σκηνικό τοπίο δεν αναπαριστά ασφαλώς τον βιβλικό παράδεισο, αλλά περισσότερο τις κοινωνίες των «καλών αγρίων» που είδαν σε μακρινά νησιά του Ειρηνικού ή φαντάστηκαν ότι είδαν οι πρώτοι Ευρωπαίοι που τα επισκέφθηκαν. Ο Βλαδίμηρος και ο Εστραγκόν είναι, μπορούμε να πούμε, σχεδόν προσωποποιήσεις των «αγαθών ιθαγενών» και οι Πότζο-Λάκι αντίστοιχες μορφές των πρώτων αποικιοκρατών-εκμεταλλευτών. Προσωπικά είδα μνήμες των «Ορνίθων» του Αριστοφάνη διαβασμένων προσεκτικά. Στο δεύτερο μέρος γίνεται πιο ευκρινής η παρέμβαση του Τερζόπουλου, που ανοίγει ρωγμές σε αυτήν την ασκημένη, εσωστρεφή και ερμητικά κλειστή ομάδα των Ιταλών θεατρίνων, στην άψογη, ατσαλάκωτη σωματικότητά τους και στην παγωμένη κομεντιάνικη φόρμα τους. Τους δίνει μια μορφή τραγικής κλοουνερί· τους εξανθρωπίζει.
Με τους ισοδύναμους, λαμπρούς Paolo Musio, Stefano Randisi, Enzo Verano και Rocco Ancarola, Giulio Germano Cervi.