Πηγή έμπνευσης ή μάλλον προσχέδιο ιδεών για τον σαρωτικό κινηματογραφικό αφορισμό που σκηνοθέτησε ο Πιερ Πάολο Παζολίνι και που έμελλε να είναι η τελευταία του ταινία υπήρξε το ημιτελές έργο του Ντε Σαντ. Παράδοξη επιλογή, καθώς εκείνες οι αμείλικτες λίστες σαδομαζοχιστικών εικόνων του μαρκησίου διαβάζονταν σαν πυρετώδεις ημερολογιακές εγγραφές οργίων από τη μνήμη ενός βασανιστή. Ο Ντε Σαντ προσέβλεπε στη Γαλλική Επανάσταση που σιγόβραζε έξω απ’ το κελί της φυλακής του για την ανατροπή των ηθών και του καθεστώτος καθώς εμπνεόταν τις σκόρπιες σαδιστικές του ακολασίες σε ένα κάστρο του 17ου αιώνα, ενώ ο Παζολίνι δεν έβλεπε ρωγμή στην κοινωνική εκτροπή του σαδιστικού μικροαστισμού που θέριευε όταν σκηνοθετούσε το πορνογραφικό κολαστήριο ψυχών και σωμάτων σε μια ιταλική έπαυλη της φασιστικής δημοκρατίας του Σαλό το 1944. Εκτός ίσως από μια υψωμένη γροθιά ενός αγοριού λίγο πριν μαρτυρήσει.
Η μηχανή διαστροφών και βασανισμού σωμάτων
Τα σαρκικά όργια αφεντών και δούλων μετουσιώνονται σε μια συμβολική μάχη προλετάριων που ασφυκτιούν κάτω από τη δερμάτινη μπότα των αστικών ηθών και υποφέρουν από το μαστίγιο των απολυταρχικών καθεστώτων. Η ταινία, στην τελική μορφή της, παίρνει διαστάσεις μιας πορνογραφικής κολάσεως. Ωστόσο, ο σαντικός σαδομαζοχισμός, ως κυρτός καθρέφτης της άρρηκτης σχέσης εξουσίας και σεξουαλικής διαστροφής, δεν είχε πολλά κοινά με τη συλλογιστική των φρικτών δοκιμασιών στις οποίες υποβάλλονταν οι νεαροί ήρωες του Παζολίνι την εποχή του ψευδοκράτους της Ιταλικής Κοινωνικής Δημοκρατίας που είχε αναγνωριστεί μόνο από το ναζιστικό Ράιχ. Τα κακοποιημένα υποκείμενα θα οδηγηθούν σε μια σφαγή από τους πιο ακραίους ιδεολόγους του φασισμού. Οι δωσίλογοι και τα κατακάθια της κοινωνίας, που ξεσάλωσαν στο καθεστώς της ψευδοδημοκρατίας του Σαλό με τις ευλογίες των Γερμανών, θα στήσουν μια άγρια δυστοπία σε ένα πρώην αριστοκρατικό ησυχαστήριο που γίνεται παρανάλωμα ψυχών. Η σφαγή θα αντανακλά τις φρικώδεις πράξεις του Μουσολίνι απέναντι σε αντικαθεστωτικούς, αντιφρονούντες και παρτιζάνους αλλά και την εξευτελιστική γερμανική κυριαρχία στην καρδιά της ιστορίας τής, κατά τα άλλα, περήφανης Ιταλίας. Ο Παζολίνι αντιμετωπίζει το γκροτέσκο πρόσωπο της πολιτικής εκτροπής που έχει σκεπάσει την Ευρώπη ως προϊόν αιμομιξίας του ιδεολογικού φασισμού και της αστικής δημοκρατίας - ο σκηνοθέτης τα θεωρούσε εξαρτημένα αδέλφια. Και με σκληρές σκηνές σωματοποιεί τη μηχανή καταστολής ιδεών και βούλησης μέσα από τα θεσμικά πρόσωπα που αποτελούν την ομήγυρη των βασανιστών. Οι έμπειροι εξουσιαστές θα δώσουν στους κακομαθημένους νέους ένα καλό μάθημα για το πόσο λαμπρά θα μπορούσε να δουλεύει το κράτος. Για την ακρίβεια, θα τους δώσουν από το πάτωμα τη γεύση της αληθινής εξουσίας.
Το άδικο τέλος και η μεγάλη κληρονομιά ιδεών
Ο Παζολίνι δεν είχε τίποτα πια να χάσει τις τελευταίες μέρες του πίσω από την κάμερα. Οι θυελλώδεις αντιδράσεις στις πρεμιέρες, το πετσόκομμα της λογοκρισίας, το μένος της Καθολικής Εκκλησίας και τα δικαστήρια για προσβολή της «δημοσίας αιδούς» είχαν τσακίσει τον μεγάλο αιρετικό του ιταλικού σινεμά, όμως τίποτα και κανείς δεν ήταν έτοιμος για την εικονοπλαστική βία και το οπτικό σοκ αυτής της τελευταίας του ταινίας. Στις 2 Νοεμβρίου 1975 ο Πιερ Πάολο Παζολίνι δολοφονείται, σε μια υπόθεση που ουσιαστικά δεν έχει κλείσει και θεωρείται πολιτικό έγκλημα. Η αστυνομική έρευνα της εποχής και ο Τύπος εξαντλήθηκαν σε αναφορές περί ομοφυλοφιλίας, μαρξισμού και έκλυτου βίου. Η ταινία προβλήθηκε μετά απαγορεύσεων και βασάνων στην Ιταλία, όμως πολλές προβολές ματαίωσαν οι νεοφασίστες με βανδαλισμούς και απειλές για βόμβες. Για την Ιστορία, στη χώρα μας η ταινία θα κατάφερνε να προβληθεί σε μόνο μία αίθουσα, στο Studio, στην πλατεία Αμερικής, στα τέλη του 1980, και όχι φυσικά στην πλήρη της εκδοχή, που θα έρθει πολλά χρόνια αργότερα.
Μπορεί η ιεραρχία του «Σαλό» στο φινάλε να μοιάζει να έτοιμη να καταπέσει, όμως μην γελιόμαστε, η μικροαστική εξουσιαστική φαντασίωση καλά κρατεί. Και είναι έτοιμη να ανατρέξει στο BDSM οπλοστάσιο και να ανοίξει ξανά τα μπουντρούμια. Άλλωστε, τα ένστικτα έχουν καταπιεστεί για καιρό και το συσσωρευμένο ηλεκτρονικό χρήμα δεν τα εκτονώνει.