Μια μεγάλη εγχώρια παραγωγή διεκδικεί την προσοχή του κοινού αυτή την εβδομάδα. Η ιστορία της «Φόνισσας» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη διασκευάζεται σε μια ατμοσφαιρική ταινία που μένει πιστή στο αριστουργηματικό κείμενο, με την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη να δίνει ρεσιτάλ. Από την άλλη, αξίζει την προσοχή και την αγάπη μας η νέα ταινία ενός παλιού αγαπημένου που δεν το βάζει κάτω. Ο Άκι Καουρισμάκι επιστρέφει με μια τρυφερή lo-fi μπαλάντα για δυο χαμένες ψυχές που προσπαθούν να συνδεθούν
Το μυθιστόρημα του Παπαδιαμάντη με πρωταγωνίστρια την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη
Φόνισσα **1/5
Σκηνοθεσία: Εύα Νάθενα
Πρωταγωνιστούν: Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Μαρία Πρωτόπαππα, Πηνελόπη Τσιλίκα, Έλενα Τοπαλίδου
Εχοντας διαγράψει μια αξιοσέβαστη πορεία ως ενδυματολόγος και σκηνογράφος στο θέατρο και στον κινηματογράφο, η Εύα Νάθενα βάζει το στοίχημα της μυθοπλασίας με μια φιλόδοξη διασκευή του αριστουργηματικού διηγήματος του Παπαδιαμάντη. Η Φραγκογιαννού είναι η σκληραγωγημένη και αυστηρή χήρα του χωριού που ξέρει καλά από γιατροσόφια. Στο πρόσωπό της διαφαίνεται το αποτύπωμα της αμείλικτης βίας που πηγάζει από την πατριαρχική κοινωνία που την έθρεψε. Η Φραγκογιαννού εφαρμόζει με βαρβαρότητα έναν δικό της κώδικα δικαιοσύνης απέναντι στα φαλλοκρατικά αντανακλαστικά της κοινωνίας. Θανατώνει τα μωρά που ξεγεννά εάν αυτά είναι κορίτσια, ώστε να τα «ελευθερώσει». Έτσι, δεν θα γίνουν αργότερα βαρίδια στην οικογένειά τους, δεν θα υποστούν την κακοποίηση που γνώρισε η ίδια απ’ τα αρσενικά του τόπου και δεν θα κινδυνέψει το βιος του πατέρα τους απ’ την επιβεβλημένη προίκα.
Το σενάριο, που συνυπέγραψαν η Κατερίνα Μπέη και η Εύα Νάθενα, διαθέτει οικονομία και έχει πολλές επιπλέον αρετές, όπως ότι μεταχειρίζεται με σεβασμό την ιδιότυπη καθαρεύουσα του Παπαδιαμάντη δίχως να υπονομεύει τη διαχρονικότητα του κειμένου, αλλά και χωρίς να εκσυγχρονίζει με λεκτικά τερτίπια τον τραχύ και στιβαρό λόγο του βιβλίου. Όσον αφορά τη σκηνοθεσία, η Εύα Νάθενα επιλέγει σοφά μια γοτθική ατμόσφαιρα, θυμίζοντας κάτι από τη γοητεία των βρετανικών ghost stories. Ειδικά στις σκηνές όπου η ηρωίδα αντιμετωπίζει διαλεκτικά τη μητέρα της (ανατριχιαστικά καλή η Μαρία Πρωτόπαππα) η «Φόνισσα» μετασχηματίζεται σε ένα κλειστοφοβικό θρίλερ χαρακτήρων. Η αρχαία οργή και η μητρική συμπόνια συνυπάρχουν στο πέτρινο πρόσωπο της Φραγκογιαννούς, όπως την ενσάρκωσε η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, η οποία κάνει ένα δαιμονισμένο tour de force παίζοντας με το σώμα και το ζοφερό βλέμμα, τρυπώνοντας κυριολεκτικά στο σώμα μιας γυναίκας που έχει κοιτάξει κατάματα την αναπόφευκτη μοίρα και τη μάχεται με τον μοναδικό τρόπο που ξέρει, τον πιο βάναυσο.
Η «Φόνισσα» είναι μια δαπανηρή παραγωγή που λειτουργεί καλά όταν πατάει στις ράγες του κειμένου του Αλ. Παπαδιαμάντη. Εκεί που δεν λειτουργεί είναι στις σκηνές στις οποίες απαιτείται σαφές σκηνοθετικό όραμα ώστε να δέσουν οι πρώτες ύλες και να προκύψει κινηματογραφική ταυτότητα. Η Εύα Νάθενα δεν καταφέρνει να οριοθετήσει νοερά τη μικρή κοινωνία, με αποτέλεσμα οι χαρακτήρες να πηγαίνουν πάνω-κάτω σε πλαγιές και να συναντιούνται χωρίς η γεωγραφία της δράσης να είναι προσεγμένη. Επιπλέον, χρησιμοποιεί αμήχανες σκηνές παιδιών που τραγουδούν σε αργή κίνηση για να δέσει τις σεκάνς και σε άλλα σημεία αφήνει τον στόμφο να υπερκαλύψει τα πάντα. Τέλος, ενώ μερικές σκηνές τις ντύνει με ένα βαρύ «μεταφυσικό» πέπλο εξαιτίας ενός (περιττού πραγματικά) άγχους να μην φανεί η απειρία της πίσω απ’ τον φακό, καταφέρνει να κρατήσει την ατμόσφαιρα ταιριαστή με τους υπαρξιακούς τόνους του έργου.
Τρυφερή μπαλάντα με το αγέρωχο στιλ του Καουρισμάκι
Πεσμένα φύλλα (Fallen leaves) ****
Σκηνοθεσία: Ακι Καουρισμάκι
Πρωταγωνιστούν: Αλμα Πόιστι, Γιούσι Βάτανεν, Αλίνα Τομνίκοφ
Η ζωή θα φέρει κοντά την Άνσα, μια γυναίκα που εργάζεται ως υπάλληλος σε σούπερ μάρκετ, με τον Χολάπα, έναν άντρα που δουλεύει περιστασιακά σε οικοδομές. Οι δύο ήρωες, που συναντιούνται τυχαία, μοιάζουν να δολιχοδρομούν σε μια πορεία στο πουθενά, προσπαθώντας να τα βγάλουν πέρα σε ένα πνιγηρό και αφιλόξενο περιβάλλον, αναζητώντας ανόρεχτα μια ανθρώπινη επαφή και μια αίσθηση συμπόνιας για να ξεχαστούν από την άχρωμη ρουτίνα.
Ο σπουδαίος Φινλανδός αφηγητής των καταραμένων ψυχών του Βορρά, αυτών που βολοδέρνουν σε φτωχογειτονιές και λιμάνια όπου και η τελευταία ρανίδα ευδαιμονίας έχει στερέψει, πάντοτε πόνταρε στις σιωπές και στη σωματική επικοινωνία για να γεφυρώσει τις μοναξιές και να μαλακώσει τα σκυθρωπά βλέμματα. Και πάντα κατάφερνε να μιλήσει με αποστασιοποιημένη τρυφερότητα για εκείνες τις τσακισμένες καρδιές που δεν ξέμειναν από καύσιμο, αλλά δεν βρίσκουν και ανοιχτό δρόμο να διαβούν. Τα αποκαΐδια της ροκαμπίλι αισθητικής του ’50, οι ρομαντικοί αναρχικοί που ξέμειναν απόκληροι του συστήματος και οι αυτοκαταστροφικοί της εργατικής τάξης στο Ελσίνκι εκφράζονταν πάντα στο σινεμά του Καουρισμάκι μέσω ενός χαρακτηριστικά φάλτσου διαλόγου (αυτό που οι Αμερικανοί δεν κατανοούν και τείνουν να αποκαλούν «quirky» για να συνεννοούνται), και αυτό το χαρακτηριστικό στα φετινά «Πεσμένα φύλλα» είναι τόσο απολαυστικό, όσο ήταν στις πιο ένδοξες μέρες του αταξινόμητου auteur.
Η Άνσα έχει κακοπάθει από τις συνέπειες του αλκοόλ στους αγαπημένους της και γίνεται σκληρά επικριτική απέναντι στον Χολάπα όταν μαθαίνει ότι εκείνος πίνει. Προτιμά, λοιπόν, τη μοναξιά της και επιλέγει να ακούει απ’ το ραδιόφωνο τις ανταποκρίσεις από τον πόλεμο στην Ουκρανία. Ο φακός του Καουρισμάκι θα ακολουθήσει αυτά τα ανθρώπινα πεσμένα φύλλα με διακριτική στοργή και με μια εσωτερικής καύσης συμπόνια, σε ένα μέρος του κόσμου όπου ο χρόνος μοιάζει να έχει σταματήσει προ πολλού.
Αυτή η ακουστική μπαλάντα είναι ένας μικρός θρίαμβος του χειροποίητου σινεμά και της καθαρής lo-fi αφήγησης. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε εάν η 20ή ταινία του Άκι Καουρισμάκι θα είναι ο επίλογος μιας ασυμβίβαστης και μοναχικής πορείας, αλλά εάν υπάρχει στο σύγχρονο art house σινεμά του δημιουργού ένα αντίστοιχα αγέρωχο και τρυφερά γειωμένο βλέμμα σαν το δικό του, θα πρέπει να το αναζητήσουμε πολύ σοβαρά.
Βίαιη περιπέτεια δράσης με έναν άφωνο εκδικητή
Σιωπηλή οργή (Silent night) **
Σκηνοθεσία: Τζον Γου
Πρωταγωνιστούν: Τζόελ Κίναμαν, Καταλίνα Σαντίνο Μορένο, Χάρολντ Τόρες
Ενας πατέρας θα χάσει τον γιο του από αδέσποτα πυρά συμμοριών, ενώ ο ίδιος θα χάσει τις φωνητικές του χορδές. Όταν θα συνέλθει, θα εξαπολύσει μια βίαιη εκδίκηση απέναντι στα ρεμάλια που τον έβλαψαν. Ο Τζον Γου είναι ένας σκηνοθέτης αφοσιωμένος στο σινεμά της δράσης και πάντα έχτιζε τη χορογραφημένη βία του γύρω από έναν ποταμό από σφαίρες. Το δόγμα του, λοιπόν, είναι πως όταν έχουμε να κάνουμε με ταινίες δράσης, οι διάλογοι είναι υπερεκτιμημένοι, αν όχι περιττοί. Κάπως έτσι, με το εύρημα του άφωνου εκδικητή ξεφορτώνεται τα βαρίδια του διαλόγου και τις υποχρεωτικές ατάκες πριν το βαρύ πιστολίδι και κάνει αυτό που θέλει και ξέρει να κάνει καλά: Αφήνει τη βία να ξεσαλώσει χωρίς όριο.
Ο παλαίμαχος σκηνοθέτης επιστρέφει στο Χόλιγουντ είκοσι χρόνια μετά την κυκλοφορία της τελευταίας αμερικανικής ταινίας του, που ήταν το μετριότατο «Paycheck» (2003). Ο ήρωας, αφού αναρρώσει πλήρως, μεταμορφώνεται σιγά-σιγά από έναν στοργικό οικογενειάρχη σε έναν παρανοϊκό εκδικητή που αφήνει μια σημείωση στο ημερολόγιό του: να τους «σκοτώσει όλους». Τον βλέπουμε, λοιπόν, να εξασκείται στο να χειρίζεται μαχαίρια μέσα από βίντεο στο Διαδίκτυο, να αποκτά ένα τεράστιο οπλοστάσιο και να αρχίζει να οδηγάει μανιωδώς σε παράδρομους με μια τρελή έκφραση στο πρόσωπό του, κυνηγώντας τα αυτοκίνητα με τα μέλη των συμμοριών που του στέρησαν τον γιο. Οι οπαδοί της απροβλημάτιστης δράσης θα εκτιμήσουν τη μαεστρία του Γου, η οποία επιδεικνύεται πλήρως σε μια σειρά από καταδιώξεις αυτοκινήτων, μαχών σώμα με σώμα και πυροβολισμούς, παρά τον εμφανώς χαμηλό προϋπολογισμό. Παραδόξως λειτουργούν και τα φλας μπακ που απεικονίζουν την προηγούμενη ζωή του ήρωα, όταν ήταν στοργικός σύζυγος και πατέρας, καθώς εντείνουν την απελπισία του που τον εξωθεί σε ακρότητες.
Εάν έχετε απαιτήσεις για την ανάπτυξη των χαρακτήρων και θέλετε κάτι που δεν είναι προβλέψιμο (όπως η παλιότερη επιτυχία «Face off» του Τζον Γου), προσπεράστε άφοβα.
Νεανική αναψυχή τρόμου χωρίς εκπλήξεις
Παιχνίδια θανάτου (All fun and games) *
Σκηνοθεσία: Ερεν Τσελέμπογλου, Άρι Κόστα
Πρωταγωνιστούν: Εϊζα Μπάτερφιλντ, Ναταλία Ντάγιερ, Λόρελ Μάρσντεν
Ενα φαινομενικά αθώο και χαλαρό παιχνίδι μεταξύ εφήβων έχει ως αποτέλεσμα τον δαιμονισμό ενός εξ αυτών. Προκειμένου να τον σώσουν, τα αδέρφια του και οι φίλοι του δοκιμάζουν μια σειρά δαιμονικών παιχνιδιών με ολέθριες συνέπειες. Για ταινία που έχει τόσο σύντομη διάρκεια (κάτι παραπάνω από μία ώρα) τα «Παιχνίδια θανάτου» προσπαθούν να στριμώξουν υπερβολικά πολλά συμβατικά στοιχεία από διάσημες ταινίες τρόμου, χωρίς να υπάρχει περιθώριο ανάπτυξης και χωρίς σαφές προσωπικό αποτύπωμα. Περισσότερο αγχωμένο και δυσκίνητο παρά ανατριχιαστικό, το εν λόγω φιλμ μοιάζει με μια ρουτινιάρικη βόλτα σε στοιχειωμένο σπίτι με έναν οικοδεσπότη που μας μιλάει ακατάπαυστα και μας δίνει μακροσκελείς εξηγήσεις για τα πάντα σε βαθμό που μας εξοντώνει.
Οι δημιουργοί δεν εμπιστεύονται τη νοημοσύνη των θεατών και αποφασίζουν να υπερφορτώσουν την ταινία με επεξηγηματικά φλας μπακ για πράγματα που είναι εξαιρετικά προφανή. Υπάρχουν διάσπαρτες κάποιες μικρές συγκινήσεις, αλλά τα βιαστικά κοψίματα στο μοντάζ, οι ενοχλητικές εκρήξεις ήχου και κυρίως η αχρείαστη εμμονή να εξηγηθεί εξαντλητικά κάθε λεπτομέρεια της ισχνής ιστορίας δοκιμάζουν την υπομονή μας.