Γνωστός ως «Boogie Man» και «The King of the Boogie», ο John Lee Hooker (1917-2001) υπήρξε ένας πραγματικός star των blues και η επιρροή του αγγίζει κάθε είδος μουσικής. Γεννημένος -όπως σχεδόν κάθε μεγάλος των blues- στο Δέλτα του Μισισιπή, ο John Lee μεγάλωσε σε μια φυτεία. Ένας πλανόδιος bluesman τού έδωσε την πρώτη του κιθάρα, μια παλιά Silvertone. Ο αιδεσιμότατος πατέρας του, ένας υπεραυστηρός ιεροκήρυκας, τον άφησε να κρατήσει το όργανο, αλλά δεν του επέτρεπε να παίζει στο σπίτι. Αργότερα ο πατριός του Will Moore, ο οποίος έπαιζε με τον Charly Patton και τον Son House, δίδαξε στον νεαρό κιθαρίστα το boogie blues. «Κανείς δεν μπορεί να σε διδάξει, αλλά τον έβλεπα νύχτα και μέρα και έπαιζα σαν αυτόν». Το πρώτο τραγούδι που έμαθε ήταν μια μελωδία του C. Patton, το «The pea vine special». Ένας άλλος σπουδαίος των blues, ο T-Bone Walker, του έδωσε την πρώτη του ηλεκτρική κιθάρα, μια Epiphone. Βλέποντας τις δυσκολίες που συνεπαγόταν ο μόχθος στις φυτείες, ο Hooker αναζήτησε ένα διαφορετικό μονοπάτι και έφυγε με μια εξάχορδη κάτω από τη μασχάλη, στην ηλικία των 14 ετών.
Η πρώτη μεγάλη συναυλία
Ο «Hook» ξεκίνησε την καριέρα του στο Μέμφις, τραγουδώντας γκόσπελ και μπλουζ με συγκροτήματα όπως το Big Six, το Delta Big Four, το Fairfield Four. Μετακόμισε στο Ντιτρόιτ μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο για να δουλεύει την ημέρα σε ένα εργοστάσιο αυτοκινήτων και να γυρίζει τα βράδια στα κλαμπ του Black Bottom στην οδό Hastings, την κεντρική λεωφόρο του μαύρου Ντιτρόιτ. Το «Boogie chillen» του 1948, η πρώτη μεγάλη R&B επιτυχία του, εγκαινίασε μια από τις πιο παραγωγικές δισκογραφικές καριέρες στη μεταπολεμική ιστορία.
Με τις επιτυχίες «Crawlin’ king snake» του 1949, «I’m in the mood» του 1951 και «Dimples» του 1956 στις βαλίτσες του ο John Lee έκανε την πρώτη του περιοδεία στην Ευρώπη το 1962. Όταν επέστρεψε, διαπίστωσε ότι το «Boom boom» είχε γίνει η πρώτη μεγάλη παναμερικανική επιτυχία του στα crossover charts. Το 1963 έδωσε την πρώτη μεγάλη συναυλία του στο Newport Festival. «Ποτέ δεν φοβήθηκα τόσο! Δεν μπορούσα να κάνω το σώμα μου να σταματήσει να τρέμει» θυμόταν χρόνια μετά, κοντά στο τέλος της καριέρας του. Εκεί συνάντησε τον Muddy Waters.
Με τον Muddy και τον Stevie
Μέχρι το 1951 ο Hooker περιόδευε σε χώρους έξω από το Ντιτρόιτ και ένα χρόνο αργότερα περιόδευε με το γκρουπ του Muddy Waters. «Κάναμε αρκετές περιοδείες μαζί, εγώ, ο Muddy και ο Little Walter, ένας από τους πιο σημαντικούς φυσαρμονικίστες που έζησαν ποτέ. Μαζί ήταν και ο Jimmy Rogers. Ο Little Walter έκανε τρέλες, έτρεχε πολύ μ’ αυτό το παλιό του Oldsmobile και γελούσε γιατί ήμουν νευρικός όταν οδηγούσε. Πραγματικά, μου άρεσε να παίζω με τον Muddy, όπως τότε, στο κλαμπ Whisky a Go-Go. Ήταν και ο Otis Spann μαζί, ένας από τους πιο καλούς μπλουζ πιανίστες όλων των εποχών, ένας καλός άνθρωπος, ένας τέλειος τζέντλμαν».
«Απ’ τη νεότερη γενιά των μπλουζ τραγουδιστών καμάρι και χαρά μου ήταν ο Stevie Ray. Πήγαινα στο Όστιν του Τέξας, πριν μάθει κανείς γι’ αυτόν και τον αδελφό του, τον Jimmie Vaughan. Μιλούσαμε. Ερχόταν στο καμαρίνι, ερχόταν στο δωμάτιο του ξενοδοχείου μου. Για μένα ήταν ένας από τους σπουδαιότερους νέους, μπορούσε να μιμηθεί οποιονδήποτε: τον Albert King, τον Jimi Hendrix, τον George Benson. Είχε το δικό του στιλ, αλλά μπορούσε να παίξει σαν οποιονδήποτε άλλον. Έλεγε “Θα σε παίξω τώρα” και έπαιζε εμένα. Και αν μπορεί να παίξει εμένα, μπορεί να παίξει τα πάντα!».
Μπλουζ από σόι
Ελεγε ότι όποιος δεν μπορούσε να παίξει τη μουσική του αυθόρμητα δεν θα έπρεπε να την παίζει καθόλου. Κι αυτό γιατί... βαριόταν τις πρόβες. Θα προτιμούσε να μην υπήρχαν καθόλου. Το συγκρότημα έκανε πρόβες χωρίς συχνά να ’ναι ο ίδιος παρών και το setlist κάθε συναυλίας του ήταν σχεδόν πάντα το ίδιο. Ο «Hook» προσπαθούσε να αποφύγει τους θαυμαστές του γιατί μάλλον απολάμβανε περισσότερο το κρεβάτι του. Μερικές φορές η διαδρομή ως το ξενοδοχείο ήταν μεγάλη και όσο πιο γρήγορα μπορούσε να φτάσει «σπίτι» τόσο το καλύτερο.
Ο ξάδερφος του John Lee Hooker, ο Earl Hooker (1929-1970), θεωρήθηκε από τους συνομηλίκους του ως ο καλύτερος κιθαρίστας των blues. Ευέλικτος και καινοτόμος ερμηνευτής, φημιζόταν για τις δεξιότητές του στη slide guitar. Ως έφηβος έπαιξε στη ραδιοφωνική εκπομπή «King Biscuit Time» και αργότερα έπαιξε και ηχογράφησε με τον Ike Turner, τον Junior Wells και πολλούς άλλους, συμπεριλαμβανομένου του δικού του συγκροτήματος με έδρα το Σικάγο, τους Roadmasters.
Η «εισβολή» των blues
Συγκροτήματα όπως οι Rolling Stones, οι Animals και οι Yardbirds εισήγαγαν τον ήχο του σ’ ένα νέο κοινό, μετατρέποντάς τον σ’ έναν superstar μιας εποχής που τα μπλουζ κέρδιζαν αυξημένη προσοχή σε όλη την Ευρώπη. Προσωπικότητες του ροκ όπως ο Eric Clapton και ο Van Morrison ανακάλυψαν τον ίδιο και τη μουσική του. «Τα αγγλικά συγκροτήματα ήταν αυτά που έκαναν τα μπλουζ πραγματικά μεγάλα» έλεγε. «Η επιτυχία τους βοήθησε ώστε να επανεισαχθεί το αμερικανικό μπλουζ στο λευκό κοινό των Ηνωμένων Πολιτειών».
Οταν οι νέοι, μποέμ καλλιτέχνες της δεκαετίας του 1960 ανακάλυψαν τον Hooker, η καριέρα του άρχισε να παίρνει άλλη κατεύθυνση. Επέστρεψε στις σόλο ακουστικές ρίζες του και έπαιζε σε κολέγια και φεστιβάλ folk music, ενώ οι βρετανικές μπάντες -στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού- ειδωλοποιούσαν το έργο του. Η συνεργασία του με τους Canned Heat οδήγησε στο πολύ επιτυχημένο διπλό βινύλιο «Hooker ’n’ Heat», που έγινε το πρώτο άλμπουμ του John Lee που ανέβηκε στα charts το 1971, απογειώνοντας τη φήμη του παγκόσμια.

Πολύτιμες συνεργασίες, ιστορικοί δίσκοι
Το βραβευμένο με Grammy LP του 1989 έφερνε στο πλευρό του την Bonnie Raitt και τον Carlos Santana, τον Robert Cray, τους Los Lobos, τους Canned Heat και τον Charlie Musselwhite. Το «The healer» γνώρισε τη θερμή αποδοχή των κριτικών και πούλησε πάνω από ένα εκατομμύριο αντίτυπα. Η δεκαετία του 1990 υπήρξε μια άκρως παραγωγική εποχή. Ο John Lee Hooker κυκλοφόρησε πέντε στούντιο άλμπουμ, συμπεριλαμβανομένου του «Mr. Lucky», που για άλλη μια φορά συνδύαζε τον Hooker με μια σειρά από καλλιτέχνες ή του «Boom boom» που είχε στόχο να μυήσει τους νέους θαυμαστές του στο κλασικό υλικό του. Ακολούθησε το βραβευμένο με Grammy «Chill out» και η συνεργασία με τον Van Morrison στο «Don’t look back», που το 1997 κέρδισε ακόμα δύο βραβεία.
Στη Λεωφόρο της Δόξας
Καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας το μεγάλο έργο του και η συνεισφορά του στη σύγχρονη μουσική αναγνωρίζονταν όχι μόνο από τους συνομήλικούς του, αλλά και από μια νεότερη γενιά φίλων της τέχνης του. Έγινε ένα γνώριμο πρόσωπο στη λαϊκή κουλτούρα με εμφανίσεις στο «The tonight show» και το «Late night» με τον David Letterman. Το 1990 διοργανώθηκε στο Madison Square Garden της Νέας Υόρκης μια τεράστια συναυλία-αφιέρωμα, στην οποία συμμετείχαν ο Hooker και μια all-star σύνθεση καλεσμένων καλλιτεχνών. Έναν χρόνο αργότερα ο John Lee εισήχθη στο Rock & Roll Hall of Fame, ενώ το 1997 τιμήθηκε με το δικό του αστέρι στη Λεωφόρο της Δόξας του Χόλιγουντ, στο Hollywood Walk of Fame. Το 2000, λίγο πριν από το τέλος, ο Hook αναγνωρίστηκε με ένα Grammy Lifetime Achievement, ενώ μόλις μία εβδομάδα πριν ο bluesman είχε περάσει το τελευταίο σαββατόβραδο της ζωής του παίζοντας στο κατάμεστο Luther Burbank Center for the Arts, στη Σάντα Ρόζα της Καλιφόρνια. Πέθανε στο σπίτι του, στο Los Altos, στις 21 Ιουνίου 2001.
Στο σινεμά και στη διαφήμιση
Ο John Lee Hooker ήταν γνωστός για τα κοστούμια του (από δέρμα καρχαρία), τα οποία λάτρευε τόσο για την κομψότητά τους όσο και για την αντοχή τους. Αυτά τα κοστούμια έγιναν δημοφιλή από τα μέλη του Rat Pack -τον Frank, τον Dean και τον Sammy- στη δεκαετία του 1960 και τα διάσημα καπέλα του, τα Homburg, τα είχαν φορέσει επίσης στο παρελθόν ο Αμερικανός Πρόεδρος Αϊζενχάουερ ή ο Βρετανός πρωθυπουργός Γουίνστον Τσόρτσιλ.
Το 1980 υποδύθηκε τον χαρακτήρα του Street Slim στην ταινία «The Blues Brothers» και, παρέα με τον Walter Horton, τον Pinetop Perkins, τον Willie Big Eyes Smith, τον Luther Guitar Johnson και τον Calvin “Fuzz” Jones, ο Hook εμφανιζόταν να παίζει το χιλιοπαιγμένο του «Boom boom» μπροστά από το Soul Food Cafe της Maxwell Street του Σικάγο. Αν και αυτή ήταν η μοναδική κινηματογραφική του εμφάνιση, η μουσική του έχει χρησιμοποιηθεί σε δεκάδες ταινίες, τηλεοπτικές εκπομπές και διαφημίσεις. Η εικόνα του, όπως και η μουσική του προώθησαν την μπίρα Budweiser, τα μπλου τζιν Lee, τη Schweppes, την Pepsi Cola και την αυστραλιανή Football League.
