Μια φωνή σαν τη δική της έρχεται μια φορά σε μια χιλιετία» έλεγε ο πάστορας της ισοπολιτείας και μαχητής κατά των φυλετικών διακρίσεων δρ Martin Luther King. Η Mahalia Jackson ήταν κάτι περισσότερο από μια τραγουδίστρια, ήταν ένα φυσικό φαινόμενο. Η φωνή της, μια «δύναμη της φύσης», μπορούσε να προκαλέσει δάκρυα, να ανυψώσει τα πνεύματα και να εμπνεύσει δράση, όντας μια γέφυρα ανάμεσα στο ιερό και στο κοσμικό. Οι ερμηνείες της έγιναν ύμνοι ελπίδας και ανθεκτικότητας.
Ενα μικρό, άβολο σπίτι
Η γυναίκα που θα ονομαζόταν μια μέρα «η μεγαλύτερη τραγουδίστρια των γκόσπελ στον κόσμο» γεννήθηκε στη Νέα Ορλεάνη, στις 26 Οκτωβρίου 1911. Το παιδικό της σπίτι στη γειτονιά Black Pearl της πόλης είχε μόλις τρία δωμάτια που τα μοιραζόταν με τη μητέρα της και τον αδερφό της, αλλά και με πολλές θείες και ξαδέρφια. Δεκατρία άτομα και ένας σκύλος ζούσαν σε αυτό το μάλλον άβολο για τις ανάγκες τους τριάρι. Η μητέρα της πέθανε όταν ήταν μόλις 5 ετών, προσθέτοντας δυσκολίες στη ζωή της. Μεγάλωσε με μια θεία η οποία αντιμετώπιζε τη μικρή Mahalia και τα ξαδέρφια της πολύ σκληρά όταν δεν κατάφερναν να κρατήσουν το σπίτι της σε άψογη κατάσταση. Από παιδί άρχισε να τραγουδάει στην εκκλησία και σύντομα έγινε φανερό ότι είχε τεράστιο ταλέντο και φωνή δυνατή και εντυπωσιακή. Μια άλλη θεία προέβλεψε ότι μια μέρα θα τραγουδούσε μπροστά σε... βασιλιάδες. Κάτι που έγινε πραγματικότητα.
Η Μεγάλη Μετανάστευση
Αφού μετακόμισε ούσα έφηβη στο Σικάγο το 1927, κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Μετανάστευσης από τον φτωχό ρατσιστικό Νότο προς τον ελεύθερο Βορρά, άρχισε να διαδίδεται η καταπληκτική φωνή της - πρώτα στις τοπικές εκκλησίες και σύντομα σε όλη την Αμερική. Στο Σικάγο δούλεψε ως πλύστρα σε ξενοδοχεία, ως αισθητικός και σε ένα ανθοπωλείο. Άκουγε Ma Rainey, Bessie Smith ή Paul Robeson και θυμόταν τις μπάντες των χάλκινων πνευστών της νιότης στη Νέα Ορλεάνη και τη μουσική της εκκλησίας δίπλα στο σπίτι. Όλα αυτά επηρέασαν την τεχνική της και το ύφος της, όταν τραγούδησε με το γκρουπ The Johnson Brothers, ένα από τα πρώτα επαγγελματικά σύνολα gospel. Οι Johnson Brothers χώρισαν στα μέσα της δεκαετίας του 1930 και η Mahalia Jackson ξεκίνησε τη σόλο καριέρα της το 1937.
Ηταν ο συνθέτης Thomas Dorsey που πρόσεξε τη μοναδική φωνή της και της ζήτησε να ηχογραφήσει τραγούδια του, όπως το «Take my hand precious Lord». Το τραγούδι τής έφερε σύντομα την παγκόσμια διασημότητα και η δεκαεξάχρονη Mahalia απέκτησε μεγάλη φήμη στα ραδιόφωνα και στις τηλεοράσεις, που μέχρι τότε ήταν δυσπρόσιτα για τους Αφροαμερικανούς μουσικούς και διασκεδαστές.
Το μικρό ξυπόλητο κορίτσι
Το 1946 η Mahalia Jackson υπέγραψε με την Apollo Records. Έναν χρόνο αργότερα ηχογράφησε την επιτυχία «Move on up a little higher» που πούλησε εκατομμύρια αντίτυπα. Ήταν το gospel single με τις μεγαλύτερες πωλήσεις -για εκείνη την εποχή- και το 1950 πια τραγουδούσε στο Carnegie Hall. Ήταν μια ιστορική στιγμή. «Ποιος θα πίστευε ότι ένα μικρό ξυπόλητο κορίτσι απ’ τη Λουιζιάνα, που έπαιζε μπάλα κατά μήκος του αναχώματος, δίπλα στον ποταμό Μισισιπή, θα στεκόταν κάποια μέρα στη σκηνή του Carnegie Hall» έλεγε χρόνια αργότερα χαμογελώντας εγκάρδια. Το 1954 άρχισε να φιλοξενείται τα βράδια της Κυριακής στο CBS μια δημοφιλής ραδιοφωνική εκπομπή της. Η εμφάνισή της, το 1956, στο «Ed Sullivan Show» εκτόξευσε τη μουσική των γκόσπελ από τις εκκλησίες στην κεντρική αμερικανική μουσική σκηνή, όπου παραμένει μέχρι και σήμερα.
Πρωθυπουργοί και βασιλιάδες
Ακριβώς όπως είχε προβλέψει η οικογένειά της, η Mahalia Jackson τραγούδησε στα μέσα της δεκαετίας του 1950 στο Royal Albert Hall του Λονδίνου, όταν η πρώτη ευρωπαϊκή περιοδεία της την έφερε στην Αγγλία. Ακροατές της συναυλίας ήταν τα μέλη της βασιλικής οικογένειας. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιοδείας θα τραγουδούσε επίσης στη Γαλλία, στη Γερμανία και στη Δανία. Αργότερα οι διεθνείς περιοδείες την έφεραν να τραγουδά ενώπιον της βασιλικής οικογένειας της Ιαπωνίας και να συναντά αρχηγούς κρατών, όπως η πρωθυπουργός της Ινδίας Ίντιρα Γκάντι.
Ενα από τα σημαντικά επιτεύγματά της ήταν ότι δίδαξε το παραδοσιακό gospel song πέρα από την εκκλησία. Δεν τραγουδούσε σε νυχτερινά κέντρα ή οποιονδήποτε χώρο όπου το κοινό θα έπινε ποτό. Δεν τραγούδησε μπλουζ και τζαζ. Την παρακίνησαν να κάνει την πρώτη της εμφάνιση στο Φεστιβάλ Τζαζ του Νιούπορτ το 1957, μόνο επειδή ολόκληρο το απόγευμα της Κυριακής θα ήταν αφιερωμένο αποκλειστικά στα gospels.
Μαύρο, καφέ και μπεζ
Το 1958 συνεργάστηκε με τον κορυφαίο Αφροαμερικανό band leader και συνθέτη Duke Ellington στο άλμπουμ «Black, brown and beige». Ήταν το πιο φιλόδοξο έργο του Ellington και σίγουρα αυτό στο οποίο έκανε τη βαθύτερη συναισθηματική επένδυσή του. Η συμβολή της Mahalia Jackson ήταν ουσιαστική. Στη σύνθεση «Come Sunday» έδωσε μια από τις πιο συναρπαστικές ερμηνείες στην Ιστορία της μουσικής. Ο «Δούκας» της τζαζ την έγραψε ειδικά για εκείνη και η Μεγάλη Κυρία των gospels την έκανε δική της χάρη στη βαθιά βελούδινη φωνή της και σε μια πνευματικότητα που ακόμα συναρπάζει την ψυχή των ακροατών, σχεδόν εβδομήντα χρόνια μετά.
Κάθε φορά που η Mahalia Jackson χάριζε τη δύναμη και το μεγαλείο της φωνής της σε ένα από τα αγαπημένα της τραγούδια, όπως το «I believe», δεν υπήρχε αμφιβολία ότι το εννοούσε. Πίστευε στον Θεό και στον εαυτό της. Η ειλικρίνεια της πεποίθησής της αντηχούσε σε κάθε νότα που τραγουδούσε. Λόγω της πίστης της ακολούθησε έναν ευθύ δρόμο στη ζωή της, που τον τήρησε σε όλη τη διαδρομή της. Δεν υπήρξαν παρεκκλίσεις, κανένας συμβιβασμός. Τραγούδησε το Ευαγγέλιο, τη δόξα του Θεού.

Στο κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα
Μετά από αίτημα του Martin Luther King τραγούδησε το «I’ve been buked and I’ve been scorned» λίγο πριν από την ιστορική ομιλία του «I have a dream» τον Αύγουστο του 1963 μπροστά σε ένα πλήθος 250.000 ακτιβιστών αγωνιστών που συμμετείχαν στην Πορεία προς την Ουάσιγκτον. Ήταν αυτή που τον ενθάρρυνε να μιλήσει για τα όνειρα της μαύρης φυλής και η φωνή της έγινε το soundtrack του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα.
Aretha Franklin, μια άξια επίγονος
Στην Jackson προσφέρθηκαν συχνά ευκαιρίες να τραγουδήσει τα δημοφιλή κοσμικά είδη μουσικής. Απέρριψε όμως όλες τις προσφορές γιατί ήθελε να μείνει πιστή στις ευαγγελικές «ρίζες». Πέθανε το 1972 από καρδιακή ανεπάρκεια και διαβήτη, λίγους μήνες μετά τα εξηκοστά γενέθλιά της. Τόσο το Σικάγο όσο και η γενέτειρά της, πρωτεύουσα της μουσικής, Νέα Ορλεάνη την τίμησαν, με δεκάδες χιλιάδες να περνούν σιωπηλά μπροστά από το φέρετρό της για να αποτίσουν φόρο τιμής. Μεταξύ αυτών ο Sammy Davis Jr. και η Ella Fitzgerald. Η Mahalia τάφηκε στο Providence Memorial Park, στο Metairie της Λουιζιάνα. Στο τέλος της πένθιμης λειτουργίας η Aretha Franklin τραγούδησε το «Precious Lord, take my hand», ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά θρησκευτικά gospel songs της δασκάλας της και στενής φίλης του πατέρα της C.L. Franklin. Η Jackson, συχνά φιλοξενούμενη στο σπίτι της οικογένειας των Franklins, ήταν επίσης στενή φίλη της τραγουδίστριας των gospel songs -με έδρα το Σικάγο- Albertina Walker, που ίδρυσε το παγκοσμίου φήμης gospel γκρουπ The Caravans.
Το κοινωνικό αποτύπωμα
Η κληρονομιά της Mahalia Jackson συνεχίζει να εμπνέει τον κοινωνικό ακτιβισμό. Η ζωή και το έργο της χρησιμεύουν ως απόδειξη της δύναμης της μουσικής και της αποφασιστικότητας να επιφέρει θετικές αλλαγές στην κοινωνία. Μέσω της μουσικής και των πράξεών της άφησε ανεξίτηλο το αποτύπωμά της στο κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα σαν ένας φάρος ελπίδας και έμπνευσης για την κοινωνική αλλαγή.
Η κοντράλτο φωνή της είναι μια από τις μοναδικές, υπέροχες φωνές του 20ού αιώνα. Τραγούδησε με τέτοιο πάθος και χάρισμα που ακόμη και δεκαετίες μετά τον θάνατό της είναι ένα αξεπέραστο σύμβολο των gospel songs και των spirituals, εμποτίζοντάς τα με τα blues και στοιχεία της «κοσμικής μουσικής». H M. Jackson ενέπνευσε μια ολόκληρη γενιά τραγουδιστών, όπως ο Little Richard, η Aretha Franklin και ηEtta James. Η απόδοσή της στο «Take my hand, precious Lord» έγινε ύμνος, αναδεικνύοντας τον ρόλο της τόσο ως καλλιτέχνη όσο και ως ακτιβίστριας. Το 1971 τελείωσε την καριέρα της με μια συναυλία στη Γερμανία και, όταν πια επέστρεψε στην πατρίδα, έκανε μια από τις τελευταίες τηλεοπτικές εμφανίσεις της στο «The Flip Wilson Show», ενώ τη χρονιά του θανάτου της τιμήθηκε με το βραβείο Grammy Lifetime Achievement. Μετά θάνατον, το 1997, εισήχθη στο Rock and Roll Hall of Fame ως μία απόδειξη της επίδρασής της στην αμερικανική μουσική και ως μια υπενθύμιση ότι η «Τέχνη μπορεί να θεραπεύσει καρδιές, να κινήσει βουνά και να εμπνεύσει την αλλαγή, μία νότα τη φορά», όπως έλεγε η ίδια.