Σε αντίθεση με τους περισσότερους τζαζ μουσικούς, ο Dexter Gordon δεν επηρέασε απλώς την επόμενη γενιά, αλλά της επέτρεψε να τον επηρεάσει. Άρχισε να δουλεύει με τους πρώτους μεγάλους του bebop, όπως ο Charlie Parker, ο Dizzy Gillespie ή ο Budd Powell, και ακολούθησε μια θαυμαστή σόλο καριέρα. Τα άλμπουμ «Our man in Paris», «Doin’ alright», «One flight up», «Homecoming» και βεβαίως το «Go» είναι κάποια από τα καλύτερά του.
Οι επιφανείς ασθενείς
Γεννημένος στο Λος Άντζελες της Καλιφόρνια στις 27 Φεβρουαρίου 1923, ο Dexter Gordon συνεργάστηκε, επίσης, και με μερικά από τα πλέον σημαντικά ονόματα της τζαζ, όπως ο Lionel Hampton, ο Louis Armstrong, ο Miles Davis και ο Thelonious Monk. Μεταξύ των επιγόνων του ήταν δύο από τους πιο σημαντικούς και εμβληματικούς τενορίστες σαξοφωνίστες του 20ού αιώνα, ο John Coltrane και ο Sonny Rollins. Ήταν μοναχογιός της Gwendolyn Baker και του Frank Gordon, ενός μαύρου γιατρού που έκανε πρακτική στην πόλη. Το γραφείο του πατέρα του στην κεντρική λεωφόρο Jefferson ήταν πολύ κοντά στο κομβικό για την αφροαμερικανική κοινότητα της δεκαετίας του 1930 και του 1940 ξενοδοχείο Dunbar. Εκεί ο Frank γνώρισε διάσημους μουσικούς της τζαζ, που θα γίνονταν και ασθενείς του αλλά και καλοί του φίλοι.
Πικρά κεφτεδάκια
Ενας από αυτούς, ο Duke Ellington, επισκεπτόταν το σπίτι της οικογένειας για να δειπνήσει μαζί της και η Gwendolyn, έπειτα από παράκλησή του, ετοίμαζε μακαρόνια με κεφτεδάκια που ήταν η σπεσιαλιτέ της Οι φίλοι του νεαρού Dexter έριχναν κλεφτές ματιές από τα παράθυρα για να δουν φευγαλέα έναν «σπουδαίο άνθρωπο». Ο πατέρας του, που αγαπούσε τη μουσική, του αγόρασε ένα κλαρινέτο και τον πήγαινε να δει τα καλύτερα τζαζ συγκροτήματα. Όμως η γεμάτη χαρές οικογενειακή ζωή των Gordons διαλύθηκε το 1937. «Είχα κλείσει ραντεβού για να συναντήσω τον γιατρό μου από το Λος Άντζελες, τον πατέρα του Dexter Gordon, στο ξενοδοχείο Dunbar το πρωί των Χριστουγέννων. Ένας φίλος μπήκε και είπε ότι ο γιατρός δεν τα κατάφερε, καθώς είχε μόλις πεθάνει από καρδιακή προσβολή. Αυτό κατέστρεψε την ευκαιρία για μια χαρούμενη γιορτή» θυμόταν ο Ellington.

Long tall Dex
Λίγο μετά τον πρόωρο χαμό του πατέρα του ο D. Gordon μεταπήδησε στο άλτο σαξόφωνο και δύο χρόνια αργότερα στο τενόρο. Ήδη δύο μέτρα μπόι και ψηλότερος από τους φίλους του, δεχόταν μια πλούσια μουσική εκπαίδευση στο Λύκειο «Thomas Jefferson». Στο «Dexter Gordon: A musical biography» του 1989 ο συγγραφέας Stan Britt αναφέρει τον ντράμερ Chico Hamilton που μεγάλωσε μαζί με τον Dexter, καθώς το εκπαιδευτικό σύστημα της Καλιφόρνια όριζε ως υποχρεωτική τη διδασκαλία μουσικής και στο σχολείο. «Ήταν κάτι πολύ hip εκείνη την εποχή!»
Ο Hamilton και ο Gordon έπαιξαν πρώτη φορά μαζί όταν ήταν περίπου 13-14 ετών. Η μπάντα ήταν τόσο καλή, που όταν ο Count Basie ερχόταν στην πόλη, πήγαινε να δει τις πρόβες τους. Και ο Hamilton διηγούνταν: «Ακόμη και ο Charles Mingus περνούσε και έπαιζε». Στις σημειώσεις της για το «Black California» του 1976, ένα άλμπουμ με μουσική από μορφές όπως ο Gordon, ο Slim Gaillard, ο Art Pepper και ο Eric Dolphy, η Patricia Willard απαριθμεί τα πολλά τζαζ μαγαζιά που συγκεντρώνονταν τότε γύρω από τη Central Avenue του Λος Άντζελες, όπως το Black Flamingo και το 331 Club, όπου έπαιζε πιάνο ο Nat King Cole.
Επιστροφή στις ρίζες
Από την αρχή της καριέρας του στη δεκαετία του 1940 έως τον θάνατό του το 1990 ο Dexter περιόδευσε εκτενώς. Μετά από χρόνια περιοδειών επέστρεψε στις ρίζες του το 1944. Μια βραδιά που έπαιζε στο Club Alabam, στη Central Avenue του Λος Άντζελες, με τον Art Pepper και τον Charles Mingus κάποιος ήρθε κοντά του και του είπε: «Γιε μου, μου άρεσε πολύ ο ήχος σου». Κοίταξε ψηλά και είδε τον Louis Armstrong. Το επόμενο βράδυ ο Dexter έπαιξε μαζί του. Έως το 1948, όταν ο Γκόρντον επέστρεψε ξανά στο Λος Άντζελες, είχε γίνει «star» της τζαζ και αναγνωριζόταν για τον προμηθεϊκό ήχο και την αδιάκοπη εφευρετικότητά του, την αυθεντία του αλλά και την ευφυΐα του. Οι νεότεροι μουσικοί της Δυτικής Ακτής προσπάθησαν να τον μιμηθούν. Το 1962 μετακόμισε στην Ευρώπη και έμενε κυρίως στην Κοπεγχάγη της Δανίας, παίζοντας παντού και κερδίζοντας βραβεία ή διακρίσεις. Συνέχισε να ηχογραφεί για την Blue Note Records, την Prestige και την Columbia. Το 1976 επέστρεψε πάλι στις ΗΠΑ για μια πολυαναμενόμενη παράσταση στο κλαμπ Village Vanguard, στον περίφημο υπόγειο «ναό» της τζαζ της Νέας Υόρκης. Είχε τίτλο «Homecoming» και η ηχογράφησή της κυκλοφόρησε στο ομότιτλο άλμπουμ.
Μέρη γεμάτα ναρκωτικά
Αντί να πάει στον στρατό, ένωσε τις δυνάμεις του με τον Gillespie και τον Parker στο συγκρότημα του Billy Eckstine, ένα χωνευτήρι του bebop. «Ήταν ένας εντελώς νέος κόσμος για μένα, γιατί εδώ ήταν το ακριβώς αντίθετο: τρελές διασκευές, άγριοι νέοι μουσικοί, το esprit de corps. Ήμουν ενθουσιασμένος. Αυτό ήταν το είδος της μπάντας όπου κάθε ανήσυχος και δημιουργικός μουσικός ονειρευόταν να παίξει».
Το κλειδί για την εξέλιξη του στιλ του Gordon, όπως λέει ο Giddins στο «Visions of Jazz», είναι ο τρόπος με τον οποίο ενσωμάτωσε «τις λακωνικές μελωδίες του Lester Young στις προοδευτικές αρμονίες και στους ασύμμετρους ρυθμούς του Charlie Parker». Η μεταμόρφωσή του από έναν αφελή έφηβο της Καλιφόρνια σ’ έναν σκληροτράχηλο μουσικό συνηθισμένο στους δρόμους και σε μεταμεσονύκτια, σκοτεινά, αποπνικτικά, μυστηριώδη και συναρπαστικά μέρη γεμάτα ναρκωτικά είχε γίνει πραγματικότητα.
Μια χαμένη δεκαετία
Η ζεστή, συντηρητική κουλτούρα της προπολεμικής τζαζ σκηνής στο Λος Άντζελες, είχε μετατραπεί μέχρι τη δεκαετία του 1950 σε έναν συνεχόμενο εφιάλτη εγκλήματος και τιμωρίας. Ήταν μια χαμένη δεκαετία για τον Dexter Gordon και άλλους μουσικούς της τζαζ. Καταδικάστηκε για ναρκωτικά το 1952, αποφυλακίστηκε με όρους το 1954, συνελήφθη ξανά το 1956 και αποφυλακίστηκε το 1960. Ο Long Tall Dex επιλέχθηκε να εμφανιστεί στην παραγωγή ενός δράματος του 1959 για εθισμένους στην ηρωίνη. Έπαιξε έναν γαλήνιο, ταλαντούχο, ελκυστικό μουσικό, προαναγγέλλοντας την ταινία «Round midnight».

«Round Midnight», το θρυλικό φιλμ
Η ταινία κέρδισε τη διεθνή αναγνώριση και ο σπουδαίος τενορίστας -ο μόνος μουσικός της τζαζ που το πέτυχε ποτέ- προτάθηκε για Όσκαρ για την ερμηνεία του στον ρόλο του Dale Turner, ενός χαρακτήρα βασισμένου στη ζωή των θρύλων της τζαζ Lester Young και Budd Powell. Του απονεμήθηκε, επίσης, ο τίτλος του Officier des Arts et Lettres από το υπουργείο Πολιτισμού της Γαλλίας.
Ο «πρόεδρος» και τα χρέη
Ο Lester Young, ο πιο αγαπημένος σαξοφωνίστας της Billie Holiday, o «Pres(ident)» ανάμεσα σε όλους τους άλλους, είναι η πιο σημαντική πρώιμη επιρροή στο παίξιμο του Gordon. Τον είδε πρώτη φορά να παίζει με τη μεγάλη ορχήστρα του Count Basie το 1939 και έγινε ο μουσικός πατέρας του. Προσπάθησε να του μοιάσει, κρατώντας το πνευστό του με την ίδια κλίση όπως ο Lester Young. Από αυτόν έμαθε την τέχνη του αυτοσχεδιασμού, ότι θα έπρεπε να αναπτύσσει τις ιδέες του με ουσία, να ολοκληρώνει μια σκέψη, να ξέρει καλά τους στίχους όποιας μπαλάντας παίζει. Μια σκηνή στο «Round midnight» απεικονίζει τον Dale να ακούει δίσκους στο διαμέρισμα του Γάλλου φίλου του. Ακούγεται ο Lester Young να παίζει το «They can’t take that away from me». Ο Dexter, ως Dale, αναγνωρίζει τα χρέη του.
Υποψηφιότητα για Όσκαρ
Ο ρόλος του Dale Turner, ενός αυτοκαταστροφικού τζαζ σαξοφωνίστα που ζούσε στο Παρίσι, στο «Round midnight» βασίστηκε στην εμπειρία του ως Αφροαμερικανού μουσικού της τζαζ εξόριστου στην Ευρώπη. Η συναισθηματική ένταση της ερμηνείας του κέρδισε την υποψηφιότητα για Όσκαρ. Αλλά δεν ήταν μια απλή αυτοβιογραφία. Ο Dexter Gordon δημιούργησε μια σύνθετη περσόνα βασισμένη σε ιστορίες μαύρων καλλιτεχνών που είχαν περιθωριοποιηθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες και αναζητούσαν μια ανάπαυλα από τον ρατσισμό που είχαν βιώσει στη διάρκεια όλης της ζωής τους. Ο Dexter Gordon ήξερε ότι είχε την ευκαιρία αλλά και την ικανότητα να ενσαρκώσει αυτή την εμπειρία στο «Round midnight». Συγγραφείς, όπως ο James Baldwin και ο Chester Himes, μαζί με μουσικούς της τζαζ, όπως ο Sidney Bechet, ο Ben Webster και ο Bud Powell, δεν βρήκαν απλώς στην Ευρώπη ένα καταφύγιο από τη φυλετική εχθρότητα των λευκών της γενέτειράς τους, της χώρας των ατελείωτων ευκαιριών και των μεγάλων αντιθέσεων, αλλά και έγιναν δέκτες του βαθύ σεβασμού για το καλλιτεχνικό τους ταλέντο.
«Υπήρχε ένα αίσθημα ευθύνης σ’ αυτή την ταινία, καταφέραμε να διευρύνουμε τον χαρακτήρα του Dale Turner. Πρέπει να υπήρχαν εκατό προσωπικότητες μέσα του. Όλοι οι ήρωές του. Η ιστορία φτάνει στην καρδιά της σύγχρονης Αμερικής και στον τρόπο με τον οποίο αγκαλιάζει ή διώχνει τους δημιουργικούς μαύρους μουσικούς» έγραφε η Maxine Gordon, η χήρα του Dexter, στο βιβλίο του 2018 «Sophisticated giant: The life and legacy of Dexter Gordon».
