Η φετινή, ασπρόμαυρη εκδοχή του διάσημου μυθιστορήματος της Πατρίσια Χάισμιθ με ήρωα τον Τομ Ρίπλεϊ είναι το μεγάλο τηλεοπτικό γεγονός που έχει μονοπωλήσει τις συζητήσεις
Ripley
Διαθέσιμο από το Netflix
Το μυθιστόρημα της Πατρίσια Χάισμιθ του 1955 με τίτλο «Ο ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϊ» θεωρείται ένα από τα σπουδαιότερα όλων των εποχών στο είδος του και ο ήρωας έχει ενσαρκωθεί αρκετές φορές κινηματογραφικά: στην πεσιμιστική σπουδή θανάτου του Βέντερς («Ένας Αμερικανός φίλος»), στον φινετσάτο κυνισμό της Καβάνι («Το παιχνίδι του Ρίπλεϊ») και στην ντελικάτη διαστροφή του Ρενέ Κλεμάν («Γυμνοί στον ήλιο»). Ωστόσο ο ήρωας έχει λάμψει στη δαιμόνια υπαινικτική ταινία του Άντονι Μινγκέλα του 1999, με τους Τζουντ Λο και Ματ Ντέιμον. Η φετινή τηλεοπτική μεταφορά υπόσχεται μια σκοτεινή, νεορεαλιστική ματιά στον ψυχισμό του Τομ Ρίπλεϊ, ενός κοινωνιοπαθούς που επιστρατεύει την πλαστοπροσωπία ως το ύστατο μέσο αυτοπραγμάτωσης σε ένα ταξικά ανώτερο περιβάλλον. Η μίνι σειρά φέρει την υπογραφή του έμπειρου σεναριογράφου Στίβεν Ζέιλιαν («Η λίστα του Σίντλερ», «Οι συμμορίες της Νέας Υόρκης»), ο οποίος όμως δεν είναι εξίσου ικανός στη σκηνοθεσία (ας θυμηθούμε το «All the King’s Men»). Ο Ζέιλαν φαίνεται ότι δεν μπορεί να αποτυπώσει πειστικά την εξέλιξη της εξαπάτησης, το παιχνίδι της ταυτοτικής αποπλάνησης και τη φύση της αμοιβαίας ερωτικής έλξης στο ηλιοκαμένο μεσογειακό περιβάλλον. Αρκείται λοιπόν στο να υπερτονίζει με κάθε ευκαιρία το διαταραγμένο πορτρέτο του ήρωα. Αναρωτιέμαι αν ο Τζόνι Φλιν που υποδύεται τον Ντίκι Γκρίνλιφ διάβασε τη λογοτεχνική πηγή και κατανόησε σε βάθος τον ήρωά του. Ο ηθοποιός κουβαλάει μια άβολη americana στον ρόλο, σαν γιος ενός γελαδάρη στο Τέξας, και παίζει έναν χαρακτήρα που σουλατσάρει στα σοκάκια και ζωγραφίζει γιατί δεν έχει τι άλλο να κάνει τον χρόνο του. Ο ήρωας, όπως τον σκιαγράφησε ο Μινγκέλα, ήταν ένα κινούμενο έργο τέχνης μέσα στην πανέμορφη ιταλική ενδοχώρα που έπαιζε σωματικό σκάκι με τους κενούς αυτοματισμούς του χαμαιλαιοντικού ήρωα που τον καταδίωκε. Ναι, ο Τζόνι Φλιν είναι καλός ηθοποιός, αλλά αυτή η επιλογή είναι εφάμιλλη του να βάλει κάποιος τον Τιμοτέ Σαλαμέ (επίσης καλό ηθοποιό) να παίζει τον Κοβάλσκι. Τέλος, η Ντακότα Φάνινγκ στον ρόλο της Μαρτζ μοιάζει απλώς καχύποπτη και θυμωμένη, χωρίς την ντελικάτη απελπισία και τη βαθιά κατανόηση που στην ταινία του 1999 η Γουίνεθ Πάλτροου έδειχνε σιωπηρά όταν έμενε μόνη της με τον Ρίπλεϊ, επειδή καταλάβαινε ακριβώς τη σαγήνη που της ασκούσε ο καλός της. Η καλύτερη ερμηνεία ανήκει στον Ιταλό ηθοποιό Μαουρίτσιο Λομπάρντι, στον ρόλο του επιθεωρητή Πιέτρο Ραβίν.
Μια παράξενη ιστορία φόνου και εξαπάτησης
Η δράση του «Ripley» ξεκινά στη Ρώμη του 1961, με έναν άνδρα να σέρνει ένα πτώμα σε μια μαρμάρινη σκάλα. Έξι μήνες νωρίτερα, σε μια παρακμιακή γειτονιά της Νέας Υόρκης, ένας τύπος που επιβιώνει εξαπατώντας αθώους πέφτει πάνω στην ευκαιρία να πιάσει την καλή και αναλαμβάνει από ένα γύρισμα της τύχης την αποστολή να φέρει πίσω από την Ιταλία τον γιο ενός πλούσιου πελάτη. Όμως ο χαρακτήρας του Τομ Ρίπλεϊ δεν προσποιείται καν τη στοργή ή την οικειότητα που απαιτείται για να γίνει αρχικά δεκτός από το πλουσιόπαιδο που έχει ξεστρατίσει και να φέρει εις πέρας τη νοσηρή αποστολή του. Δεδομένου ότι ο Τομ, ένας ναρκισσιστής με περιορισμένες κοινωνικές δεξιότητες, περνάει μεγάλο μέρος του χρόνου μόνος του, σχεδιάζοντας τις επόμενες κινήσεις του ή καθαρίζοντας τις ακαταστασίες του, οι θεατές αναγκάζονται να περνούν χρόνο μαζί του καθώς ολοκληρώνει τις επίπονες εργασίες (δακτυλογράφηση πλαστών εγγράφων, καθαρισμός αποδεικτικών στοιχείων). Ο Άντριου Σκοτ κάνει ό,τι μπορεί στον ρόλο του επιδέξιου σαγηνευτή και χειριστή ανθρώπων που στερείται συνείδησης και ταυτότητας, όμως η δυσοίωνη φύση του δεν δικαιολογεί την υπόκωφη σαγήνη που ορίζει η ντόλτσε βίτα, το ταυτοτικό παιχνίδι της διανόησης και τις ταξικές διαφορές που εντείνουν το δράμα του τυχοδιώκτη. Οι δημιουργοί της σειράς δεν θέλουν να κρατήσουν τίποτε από τον ομοερωτισμό της ταινίας του Μινγκέλα και του βιβλίου, κάτι που είναι απογοητευτικό γιατί ο αισθησιασμός του Σκοτ έχει ακτινοβολήσει σε άλλους ρόλους. Υπάρχει όμως και το εμφανές πρόβλημα της ηλικίας του Άντριου Σκοτ. Ας σημειωθεί ότι εκτός από το πρώτο μυθιστόρημά της η Χάισμιθ έγραψε και κάποιες συνέχειες που παρουσιάζουν τον προσαρμοστικό απατεώνα να μηχανορραφεί στη Γαλλία και στη Γερμανία. Η ερμηνεία του Σκοτ θα μπορούσε να είχε ευθυγραμμιστεί καλύτερα σε μία από τις μεταγενέστερες ιστορίες, ως ένας μεγαλύτερος σε ηλικία και πιο έμπειρος Ρίπλεϊ. Ο σκηνογράφος της σειράς μπορεί να υπερηφανεύεται για τα παρατεταμένα πλάνα των μνημείων, των καναλιών και της αρχιτεκτονικής της Ιταλίας, και έχει κάνει εξαιρετική δουλειά ο διευθυντής φωτογραφίας Ρόμπερτ Έλσγουιτ. Όλα τα στοιχεία υπηρετούν την ατμόσφαιρα των σκηνών, την ομορφιά των ασπρόμαυρων πλάνων και τις ρετρό αναφορές στο ευρωπαϊκό νουάρ. Η γοητεία της ιστορίας έγκειται στο ότι μόνο όποιος στερείται ηθικής αντίστασης μπορεί να βγει νικητής, όμως εδώ το στιλ υπερισχύει του περιεχομένου, η υποβολή παραγκωνίζεται (όλα τα συναισθήματα είναι ξεκάθαρα στην οθόνη) και τελικά το ευαίσθητο δράμα μετασχηματίζεται σε τηλεοπτικό ποπ αγχολυτικό για να χωνέψει ο θεατής τις αμέτρητες ώρες αδιάφορου περιεχομένου που έχει καταναλώσει στην πλατφόρμα.