Προτρεπτικός και άλλο τόσο παραπλανητικός ο τίτλος «Έλα να παίξουμε» στο καινούργιο μυθιστόρημα του Δημήτρη Χριστόπουλου. Μια φράση ανάλαφρη, λυτρωτική, ξένοιαστη, φιλική, μια φράση απεύθυνση του ενός προς τον άλλον, μια φράση απεύθυνση εις εαυτόν. Τι μπορεί να κρύβεται πίσω από μια τόσο αθώα φράση; Κι όμως, από τις πρώτες κιόλας σελίδες του βιβλίου, εκεί όπου ο Στέργιος μετά από δώδεκα χρόνια στη Θεσσαλονίκη ξεκινά με προορισμό τη Σίφνο, γενέθλιο τόπο της μητέρας του, προσπερνώντας ή μάλλον αρνούμενος να επισκεφτεί την Ελευσίνα όπου μεγάλωσε, καταλαβαίνουμε πως ο συγγραφέας μας εισάγει σε ένα κόσμο όπου κυριαρχούν τα μυστικά, όπου δεσπόζει η σιωπή, όπου έχει στοιχειώσει τα πάντα η απουσία, όπου «οι μεγάλες αλήθειες κρύβονται πίσω από τις κλειδωμένες πόρτες των σπιτιών». Οι κλειδωμένες πόρτες δεν διαφυλάσσουν πάντα την ευτυχία. Ενίοτε υπάρχουν για να κρύβουν, για να επωάζουν τη μοναξιά, το τραύμα, το ανομολόγητο, ενίοτε πίσω τους δεσπόζουν τάφοι με θύματα παιδιά. Γι’ αυτά τα «συλημένα» παιδιά μιλάει ο Χριστόπουλος. Για τη χαμένη, την κλεμμένη παιδική ηλικία. Μια παράλληλη αναζήτηση είναι το βιβλίο.
Από τη μια, ένα έγκλημα: το εξαφανισμένο παιδί της Σίφνου. Το Σπυριδωνάκι που εξαφανίστηκε Δεκέμβριο του ’42 -κι εδώ ο Χριστόπουλος εισάγει ένα αιματοβαμμένο παρελθόν, ένα παρελθόν που φοράει κουκούλα, που τεντώνει το δάχτυλο, δείχνει ανθρώπους και αφαιρεί ζωές- και από τότε κυκλοφορεί σαν το στοιχειό του βουνού, πάνω σε ένα σύνορο όπου δεν είναι ούτε ζωντανό ούτε νεκρό, με την ψυχή του να αναζητά αναπαμό. Όπως αναπαμό ζητά και η ψυχή της μάνας του, της αλαφροΐσκιωτης Μαργαρώς, που το περιμένει ακόμα. Ντυμένη κατάσαρκα την απουσία του. «Όταν το σπίτι σκοτεινιάζει ντύνεται η απουσία τα ρουχαλάκια σου και παίζουμε κρυφτό». Κι εδώ το παιχνίδι: ένα σύμβολο αθετημένων υποσχέσεων.
Από την άλλη, ένα παιδί που, όπου κι αν πήγε, κουβαλούσε μαζί του το τραύμα, τη χαίνουσα πληγή. Ένα παιδί που του στέρησαν την παιδικότητα. Που έχασε την παιδική ηλικία όταν άνοιξε η πόρτα του δωματίου και μπήκε μέσα ένας «λύκος με προβιά πατέρα». Μου έρχονται στο μυαλό οι εμβληματικοί στίχοι του Λευτέρη Παπαδόπουλου, τραγουδισμένοι από τον Παύλο Σιδηρόπουλο: «Υπερασπίσου το παιδί, / γιατί αν γλιτώσει το παιδί / υπάρχει ελπίδα». Στον κόσμο που δημιουργεί ο Χριστόπουλος το παιδί, η παιδικότητα, η παιδική ηλικία είναι τραυματισμένα. Γιατί αυτό που κυριαρχεί είναι η σιωπή. Σιωπή, αποσιώπηση, υπεκφυγή. Δεν υπάρχουν χείλη τολμηρά να ξεστομίσουν λόγια οργής. Η παιδική ηλικία χάνεται κάθε βράδυ όταν η μάνα αρθρώνει εκείνο το «Σσσς», όταν λέει «τσιμουδιά εσύ, ακούς; Τσιμουδιά, κακομοίρη μου». Και τότε η σκοτεινή φιγούρα μένει «ανιστόρητη», μέχρι την επόμενη φορά. Κάθε μέρα και πιο λίγο παιδί, κάθε μέρα και λιγότερη παιδική ηλικία.
Το θριαμβευτικό κυκλαδίτικο φως στη Σίφνο όπου καταφεύγει ο Στέργιος έρχεται σε πλήρη αντίστιξη με το σκοτάδι που κουβαλά μέσα του. Δεν υπάρχουν ζωντανοί και νεκροί. Όλοι βρίσκονται στη ζώνη του λυκόφωτος. Οι ζωντανοί κουβαλούν τους νεκρούς μαζί τους. Οι νεκροί μπαινοβγαίνουν στις σελίδες, πιο ζωντανοί από τους ζωντανούς. Οι άταφοι νεκροί στοιχειώνουν τις μέρες των ζωντανών. Και η μνήμη πεθαίνει τελευταία. «Η μνήμη λένε ξεθωριάζει με τον καιρό. Λόγια του αέρα, γιόκα μου» λέει η Μαργαρώ. Η μνήμη πάντα αγωνιά. Να συνθέσει, να εμβαθύνει, να καταλάβει και, στο τέλος, να αρθρώσει ίσως λόγο απελευθερωτικό, να οδηγήσει από το σκοτάδι σε μια υποψία φωτός.
Ο Δ. Χριστόπουλος, απόλυτος κυρίαρχος των μέσων του, χρησιμοποιώντας τριτοπρόσωπη αφήγηση η οποία διακόπτεται από μονολόγους των ηρώων -σπαρακτικός εκείνος του Στέργιου-, με τις εγκιβωτισμένες ιστορίες να δημιουργούν μια διαρκή εντύπωση πως το παρελθόν εμφιλοχωρεί και καθορίζει το παρόν, με μια γλώσσα πλούσια, δουλεμένη στην εντέλεια, καταφέρνει να δημιουργήσει ζηλευτούς σύνθετους χαρακτήρες, όπου ακόμη και στους χειρότερους από αυτούς, όπως ο Φραγκίσκος Πατριαρχέας, γίνονται ευδιάκριτες οι ρωγμές τους. Ίσως ακόμη και στον Αριστομένη, στον λύκο με την προβιά του πατέρα. Αυτές είναι οι δύο όψεις της πατριαρχίας. Οι δύο όψεις του κυρίαρχου αρσενικού που σπέρνει φόβο και θερίζει απελπισία.
Αλλά, το κυριότερο, ο Χριστόπουλος καταφέρνει να βάλει τον αναγνώστη μέσα στην ταραγμένη, τραυματισμένη ψυχή του Στέργιου. Τον κάνει κοινωνό της αγωνίας, της αναζήτησής του. Καθώς εκείνος κλείνει τους λογαριασμούς με το παρελθόν, συνθέτοντας τη μεγάλη εικόνα, προσπαθώντας να επουλώσει -άλλωστε, δεν είναι τυχαίο πως γίνεται γιατρός-, προσπαθώντας να βρει βηματισμό, ο αναγνώστης υποκύπτει σε αυτή τη στιβαρή αφήγηση που ξέρει να διηγείται το αποτρόπαιο με σοβαρότητα, κομψότητα και λόγο που συνάδει με την ακρίβεια και τους τρόπους της ποίησης.
Ιnfo
Δημήτρης Χριστόπουλος
«Ελα να παίξουμε»
Εκδόσεις Το ροδακιό
Σελίδες: 160
Τιμή: 14,84 ευρώ