Γνωρίσαμε τον Βασίλη Ντοκάκη ως κεντρική φυσιογνωμία της κολεκτίβας των No Clear Mind που έχει κυκλοφορήσει μέχρι τώρα τρία albums. Από μια στιγμή και μετά όμως τον γνωρίσαμε και με την δεύτερη ιδιότητα του, ενός από τους καλύτερους παραγωγούς δίσκων της ευρύτερης ελληνικής εναλλακτικής μουσικής σκηνής. Πριν λίγο καιρό όμως κατά κάποιο τρόπο μας συστήθηκε και με μια τρίτη καθώς ο πρώτος προσωπικός δίσκος του «Lotus» - στον οποίο έχει κάνει και παίξει σχεδόν τα πάντα μόνος του - μας αποκαλύπτει έναν πολύ ιδιοσυγκρασιακό και με απόλυτα δικό του ύφος τραγουδοποιό και ερμηνευτή.

Οι No Clear Mind συνεχίζουν να υπάρχουν, αν και με τους συνηθισμένους, λίγο αργούς ρυθμούς τους. Γιατί λοιπόν επέλεξες την συγκεκριμένη στιγμή για να κυκλοφορήσεις τον πρώτο προσωπικό δίσκο σου και όχι κάποια άλλη, αρκετά νωρίτερα για παράδειγμα;
Η προσέγγιση μου στην μουσική, είτε ως δημιουργός είτε ως παραγωγός, πάντα είχε να κάνει με το αν το έργο με το οποίο ασχολούμαι έχει φτάσει ένα συγκεκριμένο σημείο ώστε να αντέξει στο πέρασμα του χρόνου. Η χρονική στιγμή λοιπόν δεν είναι ακριβώς επιλογή, προκύπτει όταν έχουμε φτάσει εκεί.
Πώς πήρες την απόφαση να μετατρέψεις το προσωπικό στούντιο σου σε επαγγελματικό ή συνέβη σταδιακά και χωρίς καλά – καλά να το συνειδητοποιήσεις;
Είχα πάρει την απόφαση να ασχοληθώ με την παραγωγή από την εποχή που γράψαμε με την Nalyssa Green τον πρώτο δίσκο της με ελληνικό στίχο, το «Μπλουμ». Αυτή η διαδικασία με έκανε να καταλάβω ότι μπορώ να προσφέρω σε φίλους/ες μουσικούς καθοδήγηση και αισθητική προσέγγιση. Το ότι τότε τα έκανα όλα αυτά στο σαλόνι του σπιτιού μου ή σε εξοχικά σπίτια φίλων. όσο υπέροχο και αν ήταν, με ώθησε να προσπαθήσω να στήσω ένα σωστό στούντιο που να λειτουργεί διαφορετικά από όσα είχα δει μέχρι στιγμής.
Αν κάποιος δεν το ήξερε θα μπορούσε να υποθέσει ότι εσύ και ο συνθέτης του δεύτερου δίσκου των No Clear Mind «Mets» είστε δύο διαφορετικά πρόσωπα και απλά υπάρχει συνωνυμία. Ηθελες ο πρώτος προσωπικός δίσκος σου να είναι διαφορετικός από ό,τι είχε προηγηθεί ή έτσι προέκυψε;
Ήταν σίγουρα θέμα επιλογής, το «Mets» ήταν κατά κύριο λόγο ένας ορχηστρικός δίσκος με πολλές αναφορές στην δεκαετία του ‘70 και στην αισθητική του Μάνου Χατζιδάκι. Το «Lotus» από την άλλη άρχισε ως ένας δίσκος τραγουδοποιΐας ο οποίος και εξελίχθηκε σε ένα εντελώς διαφορετικό σύμπαν.
Δεν είναι πάντως συμπτωματικό ότι στο album κυριαρχούν τα ηλεκτρονικά όργανα και όχι τα ηλεκτρικά και ακουστικά, έτσι δεν είναι;
Ο ήχος που είχα στο μυαλό μου είχε κάτι πολύ οργανικό, σαν ένα μικροσύμπαν το οποίο συνεχώς εξελίσσεται και αλλάζει παραμένοντας όμως ίδιο. Αυτή την συνεχή αλλαγή χροιάς βρήκα ότι μόνο μέσω ηλεκτρονικών κυρίως οργάνων μπορούσα να την πετύχω. Φυσικά στην τελευταία ηχογράφηση του δίσκου ο Φώτης Σιώτας μου έδειξε πως μπορεί να γίνει αυτό με βιολιά και βιόλες αλλά οι περισσότεροι δεν έχουμε το ταλέντο του Φώτη ούτε την τύχη να τον έχουμε συνεργάτη.
Επίσης είναι η ιδέα μου ή επικεντρώθηκες κυρίως στη μελωδία αφήνοντας τον ρυθμό σε δεύτερο ή και σε τρίτο πλάνο;
Αυτό συνέβη προς το τέλος του δίσκου και αφού είχαμε ήδη ηχογραφήσει πολλά από τα τραγούδια με τον Χρήστο Βίγγο με εντελώς διαφορετική προσέγγιση, πολύ πιο ρυθμική. Ο Χρήστος είναι ένας εκπληκτικός μουσικός που σε συνεπαίρνει το παίξιμο του όμως κάποια στιγμή ένιωσα ότι τα τραγούδια δεν μετέφεραν καθαρά το μήνυμα που είχα σκοπό να μεταδώσω και πως είχα πάρει μια λάθος στροφή σε κάποια φάση. Πάρθηκε η απόφαση να πάμε πίσω στην καρδιά των τραγουδιών και να τα απογυμνώσουμε από οτιδήποτε περιττό. Η εργασία που κάναμε όμως θα κυκλοφορήσει κάποια στιγμή.
Θα μπορούσες φυσικά να έχεις συνεργαστεί με άλλους μουσικούς αλλά, με την εξαίρεση του Χρήστου Βίγκου στα ντραμς, των εγχόρδων σε ένα τραγούδι και των σαξοφώνων σε άλλα δύο, έπαιξες και έκανες όλα τα υπόλοιπα μόνος σου. Ηταν κάτι σαν εσωτερική ανάγκη να είναι το album εντελώς δικό σου έργο, να είσαι μόνος σου με τον εαυτό σου;
Ναι, τίποτα δεν μου προσφέρει μεγαλύτερη ευτυχία από το να δουλεύω κάτι που πιστεύω πολύ και μετά να το διαλύω ξανά και να το μεταμορφώνω μέχρι να προκύψει ένα αδιαμφισβήτητο συναίσθημα. Είναι όμως μια πολύ επίπονη διαδικασία που δεν μπορείς παρά να την περάσεις μόνος σου. Δεν θα ήθελα να υποβάλλω τους συνεργάτες μου σε κάτι τέτοιο.
Ταυτίζεσαι με κάτι που είχαν πει κάποτε οι 10cc, ότι το στούντιο ήταν για αυτούς ένα μεγάλο όργανο; Και με την ευκαιρία, ποιο είναι το αγαπημένο σου όργανο από τα αρκετά που παίζεις;
Συμφωνώ απόλυτα, κάθε στούντιο είναι ξεχωριστό και δημιουργεί τις συνθήκες για ένα ηχοτοπίο που δεν υπάρχει αλλού. Αγαπημένο μου όργανο είναι τελικά τα synthesizers γιατί η παλέτα τους είναι πραγματικά ανεξάντλητη.
Ποια σημασία έχει για εσένα ο λωτός, το νούφαρο και όχι το φρούτο, για να κάνεις το όνομα του τίτλο του δίσκου χωρίς μάλιστα να υπάρχει κάποιο ομότιτλο τραγούδι; Υπάρχει κάποιος συμβολισμός σε αυτό;
Όταν παίρνεις την απόφαση να ακολουθήσεις κάτι που απέφευγες ή φοβόσουν για όλη σου την ζωή και αυτό εντέλει βγάζει νόημα λειτουργεί σαν μια αναγέννηση. Αυτό συμβολίζει ο λωτός, μια καινούργια αρχή.
Υπάρχουν κάποιοι δημιουργοί από το εξωτερικό από τους οποίους όχι τόσο να έχεις επηρεαστεί αλλά να αισθάνεσαι κάτι σαν «εκλεκτική συγγένεια» μαζί τους σε αυτόν τον δίσκο;
Thom Yorke, Jonny Greenwood, Floating Points, Devendra Banhart και Chet Baker.
Υπάρχει κάποια από τις παραγωγές που έχεις κάνει μέχρι τώρα την οποία ξεχωρίζεις γιατί ταυτίστηκες μαζί της περισσότερο από τι; άλλες και ίσως κάπου να επηρέασε λίγο την προσέγγιση σου στο «Lotus»;
Όλοι οι δίσκοι στους οποίους έχω κάνει παραγωγή είναι εξίσου σημαντικοί για εμένα γιατί η μέθοδος μου απαιτεί να ταυτίζομαι με τον δημιουργό τους και να σκέφτομαι προς την κατεύθυνση τους. Όλοι μαζί με έχουν βοηθήσει στο να καταλαβαίνω πλέον καλύτερα ποιες επιλογές πρέπει να γίνουν ώστε να βγει το μήνυμα του εκάστοτε μουσικού προς τα έξω.
Νομίζω ότι ξέρεις καλύτερα από εμένα ότι αυτός ο δίσκος, τόσο από πλευράς μορφής όσο και από το πως απευθύνεται στον ακροατή, πολύ δύσκολα μπορεί να μεταφερθεί στη σκηνή. Θα προσπαθήσεις να το ανατρέψεις αυτό
Δουλεύουμε με τους συνεργάτες μου μια ιδέα, το να παρουσιάσουμε τον δίσκο σε μια θεατρική σκηνή αντί για συναυλιακό χώρο. Θα είναι πιο ταιριαστό και μια διαφορετική πρόταση που ίσως ήρθε η ώρα της να γίνει. Ειδικά μετά την καραντίνα ο κόσμος έχει μεγάλη ανάγκη να ξεδώσει αλλά έτσι αποκλείονται έργα που δεν έχουν αυτό ως επίκεντρο οπότε χρειάζονται νέες προσεγγίσεις
Και τα προσεχή σχέδια σου, ως δημιουργός αλλά κα παραγωγός;
Ετοιμάζω ένα album βασισμένο στη μουσική που είχα γράφει για το θεατρικό της Λούλας Αναγνωστάκη «Αντόνιο ή το μήνυμα» το οποίο είχε ανέβει από την ομάδα Ορχήστρα Των Μικρών Πραγμάτων. Σύντομα θα συνεργαστούμε ξανά με την Nalyssa Green για τον επόμενο δίσκο της.
Ο Βασίλης Ντοκάκης είναι από τις περιπτώσεις δημιουργών (και παραγωγών) που βλέπουν την διαδρομή τους σαν συνέχεια αλλά και εξέλιξη και αυτές ακριβώς διατηρούν το ενδιαφέρον, όπως άλλωστε και τους αξίζει.