Η Χάγη έγινε η πρώτη πόλη στον κόσμο που θέσπισε νόμο απαγόρευσης διαφημίσεων που προωθούν προϊόντα ορυκτών καυσίμων και υπηρεσίες που επιβαρύνουν το κλίμα, όπως αναφέρει σε δημοσίευμα ο Guardian.
Η νομοθεσία που εγκρίθηκε την Πέμπτη βάζει τέλος στις διαφημίσεις, δημόσιες και ιδιωτικές, για βενζίνη και πετρέλαιο, αερομεταφορές και κρουαζιερόπλοια στους δρόμους της ολλανδικής πόλης, συμπεριλαμβανομένων των διαφημιστικών πινακίδων και των στάσεων λεωφορείων. Ο νόμος τίθεται σε ισχύ από την αρχή του επόμενου έτους.
Είναι η πρώτη φορά που μια πόλη απαγορεύει διαφημίσεις προϊόντων υψηλής εκπομπής άνθρακα μέσω τοπικής νομοθεσίας. Η απόφαση ακολουθεί την έκκληση του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, Αντόνιο Γκουτέρες, νωρίτερα φέτος, που ζήτησε από κυβερνήσεις και μέσα ενημέρωσης να εφαρμόσουν τέτοιες απαγορεύσεις, όπως έχει γίνει με τα προϊόντα καπνού.
Ορισμένες πόλεις έχουν ήδη προσπαθήσει να περιορίσουν την εμβέλεια προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής εκπομπής άνθρακα μέσω δημοτικών αποφάσεων ή εθελοντικών συμφωνιών με διαφημιστικές εταιρείες. Ο δήμος του Εδιμβούργου συμφώνησε τον Μάιο να απαγορεύσει τις διαφημίσεις για εταιρείες ορυκτών καυσίμων, αεροπορικές εταιρείες, αεροδρόμια, αυτοκίνητα που λειτουργούν με ορυκτά καύσιμα, κρουαζιερόπλοια και όπλα σε δημοτικούς διαφημιστικούς χώρους. Οι εταιρείες που πωλούν αυτά τα προϊόντα δεν θα μπορούν επίσης να χορηγούν εκδηλώσεις ή άλλες συνεργασίες στην πρωτεύουσα της Σκωτίας.
Η απαγόρευση της Χάγης, που χρειάστηκε δύο χρόνια για να περάσει, είναι νομικά δεσμευτική. Απαγορεύει προϊόντα και υπηρεσίες ορυκτών καυσίμων με υψηλό αποτύπωμα άνθρακα, αλλά δεν καλύπτει τις πολιτικές διαφημίσεις της βιομηχανίας ορυκτών καυσίμων ή διαφημίσεις που προωθούν μια γενική μάρκα.
Η Φέμκε Σλέγκερς, μέλος της ολλανδικής ομάδας Reclame Fossielvrij που προωθεί τη διαφήμιση χωρίς ορυκτά καύσιμα και βοήθησε στην εκστρατεία για την απαγόρευση, δήλωσε ότι προηγούμενες προσπάθειες ρύθμισης της διαφήμισης ορυκτών καυσίμων στην πόλη είχαν αποτύχει λόγω της άρνησης των διαφημιστών να συμμορφωθούν. «Η Χάγη δείχνει το θάρρος που χρειάζεται για να αντιμετωπίσουμε την κλιματική κρίση», ανέφερε.
Ο Τάις Μπάουμαν, αναπληρωτής καθηγητής περιβαλλοντικής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Χρόνινγκεν, δήλωσε ότι η διαφήμιση ορυκτών καυσίμων υπονομεύει την κλιματική πολιτική επειδή νομιμοποιεί και προωθεί μη βιώσιμες συμπεριφορές.
«Απαιτούνται μεγάλες κυβερνητικές επενδύσεις για να αντιμετωπιστεί η αρνητική επίδραση της διαφήμισης ορυκτών καυσίμων», ανέφερε. «Αν η διαφήμιση ορυκτών καυσίμων απαγορευτεί, αυτοί οι πόροι μπορούν να χρησιμοποιηθούν καλύτερα, για παράδειγμα, για την ενίσχυση βιώσιμων επιλογών και υποδομών όπως τα μέσα μαζικής μεταφοράς».
Η νομοθεσία της Χάγης θεωρείται ως πιθανός καταλύτης για παρόμοιες εκστρατείες σε ολόκληρο τον κόσμο, όπως στο Τορόντο του Καναδά και στο Γκρατς της Αυστρίας. Ένας τοπικός νόμος έχει επίσης προταθεί στην ολλανδική πρωτεύουσα, το Άμστερνταμ. Το Άμστερνταμ και η γειτονική πόλη Χάρλεμ έχουν προηγουμένως επιβάλει απαγορεύσεις σε προϊόντα που συμβάλλουν στην κλιματική κρίση, όπως το κρέας, αν και δεν τις έχουν κάνει νόμο.
«Περισσότερες πόλεις επιθυμούν να εφαρμόσουν την απαγόρευση των διαφημίσεων ορυκτών καυσίμων μέσω τοπικής νομοθεσίας, αλλά όλες περίμεναν κάποια άλλη πόλη να το κάνει πρώτη. Η Χάγη είναι αυτή η πόλη», δήλωσε η Σλέγκερς.
Προσφυγές κατά εταιρειών ορυκτών καυσίμων σε όλον τον κόσμο
Παράλληλα, σε 86 ανέρχονται οι προσφυγές που έχουν γίνει μέχρι σήμερα στον κόσμο κατά μεγάλων εταιρειών πετρελαίου, φυσικού αερίου και άνθρακα, οι οποίες κατηγορούνται για την απορρύθμιση του κλίματος, και σε πάνω από το ένα τρίτο από αυτές αξιώνεται η καταβολή αποζημίωσης, σύμφωνα με έκθεση από τις Oil Change International και Zero Carbon Analytics.
Οι διαδικασίες κατά των παραγωγών ορυκτών καυσίμων ενώπιον των αρμόδιων δικαστικών ή διοικητικών οργάνων αυξήθηκαν σημαντικά μετά την συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα το 2015. Το 2023 κατατέθηκαν 14 νέες προσφυγές, έναντι 5 το 2015 και 8 από το 2005 ως το 2014.
Πάνω από τις μισές κατατέθηκαν στις ΗΠΑ και 24% στην Ευρώπη. Συνολικά τουλάχιστον 40 υποθέσεις βρίσκονται ακόμη σε εξέλιξη, διευκρινίζεται στην έκθεση, στην οποία δεν γίνεται συνολικός απολογισμός των υποθέσεων που έχουν ολοκληρωθεί.
Δύο στις πέντε υποθέσεις, ποσοστό 38%, αφορούν αιτήματα αποζημίωσης για βλάβες που προκλήθηκαν από την κλιματική αλλαγή, επισημαίνεται στην έκθεση, η οποία στηρίχθηκε σε δεδομένα του Sabin Center for Climate Change Law του Πανεπιστημίου Κολούμπια της Νέας Υόρκης.
Άλλες υποθέσεις, ποσοστό 16%, αφορούν φερόμενο ως πράσινο ξέπλυμα. Σύμφωνα με την έκθεση, 8 υποθέσεις στις 9 αυτού του είδους που έχουν σήμερα ολοκληρωθεί οδήγησαν είτε σε καταδίκη, είτε σε απόφαση η εναγόμενη επιχείρηση να αποσύρει τους ισχυρισμούς της όσον αφορά θέματα κλιματικής και περιβαλλοντικής δράσης.
Οι συντάκτες της έκθεσης αναφέρουν το παράδειγμα προσφυγής από τη μη κυβερνητική οργάνωση ClientEarth κατά διαφημιστικής εκστρατείας της BP στη Βρετανία, η οποία κατηγορήθηκε ότι υπερέβαλλε όσον αφορά τη σημασία των επενδύσεών της στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Άλλο αντικείμενο προσφυγών είναι μέτρα μείωσης των εκπομπών των αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου που κρίνονται ανεπαρκή βάσει της συμφωνίας του Παρισιού. Στην έκθεση καταγράφονται 10 υποθέσεις αυτού του είδους, μεταξύ των οποίων αυτή της Shell, στην οποία έδωσε εντολή το 2021 ολλανδικό δικαστήριο να αναβαθμίσει τους στόχους της για μείωση των εκπομπών των αερίων που ευθύνονται για την υπερθέρμανση του πλανήτη, κάτι που έγινε για πρώτη φορά από δικαστήριο. Ο πετρελαϊκός κολοσσός άσκησε έφεση.
Μεταξύ των άλλων αντικειμένων προσφυγών βρίσκονται οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις ορισμένων αδειών εκμετάλλευσης, οι οικονομικοί κίνδυνοι που αναλαμβάνει η εταιρεία όσον αφορά την ενεργειακή μετάβαση, ή ακόμη, στις ΗΠΑ, ο μη σεβασμός των δικαιωμάτων των καταναλωτών.
«Οι εταιρείες ορυκτών καυσίμων έχουν παγιδευτεί στον ιστορικό και συνεχιζόμενο ρόλο τους στην υπερθέρμανση του πλανήτη», σχολίασε ο Ντέιβιντ Τονγκ, υπεύθυνος εκστρατείας της Oil Change International. «Καμία σημαντική εταιρεία πετρελαίου-φυσικού αερίου δεν έχει δεσμευτεί να κάνει αυστηρά το ελάχιστο για να αποτραπεί το κλιματικό χάος, ως εκ τούτου οι κοινότητες στρέφονται στη δικαιοσύνη», πρόσθεσε.
Πέραν των μεγάλων εταιρειών ορυκτών καυσίμων, η δικαστική πίεση αυξάνεται επίσης για τον αεροπορικό, τον αγροτοδιατροφικό τομέα κι άλλους. Τον Ιούνιο, το Grantham Research Institute της Σχολής Οικονομικών του Λονδίνου (London School of Economics) κατέγραψε περίπου 230 προσφυγές στη δικαιοσύνη κατά επιχειρήσεων ή επαγγελματικών οργανώσεων, εκ των οποίων πάνω από τα δύο τρίτα έγιναν από το 2020.