Από το 1992, όταν εγκρίθηκε η πρώτη Συνθήκη για την κλιματική αλλαγή, υπήρχε δέσμευση από κάθε κυβέρνηση στον κόσμο να διατηρήσει την παγκόσμια αύξηση της θερμοκρασίας κάτω από τα επικίνδυνα επίπεδα. Οι ενέργειες που έχουν λάβει οι κυβερνήσεις για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, απέτυχαν να ανταποκριθούν σε αυτή τη δέσμευση. Το 2022 η έκθεση της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή αναγνώρισε για πρώτη φορά ότι οι δικαστικοί αγώνες για το κλίμα μπορεί να προκαλέσουν «αύξηση της συνολικής φιλοδοξίας μιας χώρας να αντιμετωπίσει την κλιματική αλλαγή».
Εξαιτίας της κλιμάκωσης των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης, οι άνθρωποι αρχίζουν να αντιλαμβάνονται τι διακυβεύεται και καταφεύγουν στα δικαστήρια. Όλο και περισσότερο άνθρωποι καταθέτουν αγωγές εναντίον κυβερνήσεων και εταιρειών επειδή δεν κάνουν αρκετά για την καταπολέμηση της κλιματικής κρίσης. Περισσότερες από 2.300 αγωγές για το κλίμα έχουν κατατεθεί κατά εταιρειών και κυβερνήσεων σε όλο τον κόσμο. Τα ανθρώπινα δικαιώματα αποτέλεσαν τη βάση πολλών από αυτών των υποθέσεων, καθώς η κλιματική κρίση απειλεί από το δικαίωμα στην υγεία, το δικαίωμα στη διαβίωση, μέχρι και το δικαίωμα στην ίδια τη ζωή.
Σύμφωνα με έκθεση ανασκόπησης των Δικαστικών υποθέσεων για το κλίμα, οι περισσότερες διαφορές εμπίπτουν σε μία ή περισσότερες από τις έξι κατηγορίες: 1) υποθέσεις που βασίζονται στα ανθρώπινα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στο διεθνές δίκαιο και τα εθνικά συντάγματα 2) προκλήσεις για την εγχώρια μη επιβολή νόμων και πολιτικών που σχετίζονται με το κλίμα 3) οι διάδικοι που επιδιώκουν να διατηρήσουν τα ορυκτά καύσιμα στο έδαφος 4) υποθέσεις που τάσσονται υπέρ της μεγαλύτερης ενημέρωσης για το κλίμα και του τερματισμού του greenwashing 5) αξιώσεις που αφορούν την εταιρική ευθύνη και ευθύνη για κλιματικές βλάβες και 6) ισχυρισμοί για την αντιμετώπιση αποτυχιών προσαρμογής στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.
Δικαστικές αγωγές κατά κυβερνήσεων
Έως τώρα έχουν υπάρξει αξιοσημείωτες νίκες για το κλίμα στα δικαστήρια που οδήγησαν σε ενέργειες από τις κυβερνήσεις. Τον προηγούμενο μήνα, το Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο του Βελγίου ενέκρινε έναν πλήρως ανανεωμένο Ποινικό Κώδικα, ο οποίος - για πρώτη φορά στην Ευρώπη- περιλαμβάνει την αναγνώριση του εγκλήματος της οικοκτονίας τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο, ως ένα έγκλημα που αναφέρεται σε κάθε παράνομη ή απρόβλεπτη πράξη που διαπράττεται με τη γνώση ότι υπάρχει σημαντική πιθανότητα σοβαρής ή εκτεταμένης ή μακροπρόθεσμης ζημιάς στο περιβάλλον.
Η Ελβετία είναι η πρώτη χώρα στον κόσμο που καταδικάζεται για την κλιματική κρίση. Το ανώτατο ευρωπαϊκό δικαστήριο ανθρωπίνων δικαιωμάτων έκρινε ότι η ελβετική κυβέρνηση παραβίαζε τα ανθρώπινα δικαιώματα των πολιτών της λόγω της έλλειψης δράσης για το κλίμα. Την υπόθεση έφεραν περισσότερες από 2.000 ηλικιωμένες γυναίκες και πιθανόν να δημιουργήσει δεδικασμένο για τον τρόπο με τον οποίο ορισμένα δικαστήρια αντιμετωπίζουν την αύξηση προσφυγών για το κλίμα.
Τον Απρίλιο, Ανώτατο Δικαστήριο της Ινδίας αποφάσισε ότι οι άνθρωποι έχουν θεμελιώδες δικαίωμα να είναι απαλλαγμένοι από τις αρνητικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.
Το 2020, νέοι περιβαλλοντικοί ακτιβιστές στη Γερμανία, υποστηριζόμενοι από περιβαλλοντικές οργανώσεις όπως η Greenpeace, κέρδισαν δικαστικά υπόθεση υποστηρίζοντας ότι ο στόχος της γερμανικής κυβέρνησης για μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου κατά 55% έως το 2030 σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990 ήταν ανεπαρκής για να περιορίσει την αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας σε «κάτω από τους 2 ºC», ο στόχος της συμφωνίας του Παρισιού για το κλίμα του 2015. Ως αποτέλεσμα, η κυβέρνηση ενίσχυσε τον στόχο της μείωσης των εκπομπών σε μείωση 65% έως το 2030 και έθεσε στόχο να μειώσει τις εκπομπές κατά 88% έως το 2040. Έθεσε επίσης έναν στόχο για την επίτευξη «κλιματικής ουδετερότητας» — διασφαλίζοντας ότι οι εκπομπές αερίων είναι ίσες ή μικρότερες από τις εκπομπές που απορροφώνται από την ατμόσφαιρα από φυσικές διεργασίες — έως το 2045 αντί για το 2050.
Μια κομβική υπόθεση που ώθησε την αλλαγή υποβλήθηκε κατά της ολλανδικής κυβέρνησης το 2013, από το Urgenda Foundation, μια περιβαλλοντική ομάδα με έδρα το Zaandam της Ολλανδίας, μαζί με περίπου 900 Ολλανδούς πολίτες. Το δικαστήριο διέταξε την κυβέρνηση να μειώσει τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου της χώρας κατά τουλάχιστον 25% έως το 2020, σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990, στόχο που η κυβέρνηση πέτυχε. Ως αποτέλεσμα, το 2021, η κυβέρνηση ανακοίνωσε μια επένδυση 6,8 δισεκατομμυρίων ευρώ (7,2 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ) σε μέτρα για το κλίμα. Πέρασε επίσης έναν νόμο για τη σταδιακή κατάργηση της χρήσης ενέργειας με καύση άνθρακα έως το 2030 και, όπως είχε δεσμευτεί, έκλεισε ένα εργοστάσιο παραγωγής άνθρακα έως το 2020. Στην Ολλανδία και τη Γερμανία, ελήφθησαν μέτρα αμέσως μετά από δικαστικές εντολές.
Αποτυχημένες δικαστικές υποθέσεις
Ακόμα και οι υποθέσεις που αποτυγχάνουν στο δικαστήριο μπορεί να φέρουν θετικές εξελίξεις. Για παράδειγμα, σε μια υπόθεση του 2015, Juliana κατά Ηνωμένων Πολιτειών, μια ομάδα νέων μήνυσε την κυβέρνηση των ΗΠΑ επειδή δεν έλαβε επαρκή μέτρα για να επιβραδύνει την κλιματική αλλαγή, υποστηρίζοντας ότι παραβιάζεται το συνταγματικό τους δικαίωμα στη ζωή και την ελευθερία. Η υπόθεση αντιμετώπισε πολλά νομικά εμπόδια, που δεν οδήγησαν το δικαστήριο να επιβάλει αλλαγή πολιτικής, ωστόσο αύξησε την ευαισθητοποίηση του κοινού για τα κλιματικά ζητήματα και έχει βοηθήσει άλλες περιπτώσεις καθώς αποτελεί δεδικασμένο.
Μία δίκη που ωφελήθηκε από την υπόθεση Juliana ήταν η Held v. Montana από νέους στη Μοντάνα, στην οποία το δικαστήριο έκρινε ότι το κράτος παραβίαζε το δικαίωμα των εναγόντων για ένα «καθαρό και υγιεινό περιβάλλον», επιτρέποντας την ανάπτυξη ορυκτών καυσίμων χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις επιπτώσεις τους στο κλίμα. Η απόφαση σημαίνει ότι το κράτος πρέπει να εξετάσει τις επιπτώσεις τους στο κλίμα όταν εγκρίνει ή ανανεώνει έργα ορυκτών καυσίμων.
Αγωγές σε εταιρείες
Οι δικαστικές διαφορές για το κλίμα εναντίον εταιρειών μπορεί να επηρεάσουν τις τιμές των μετοχών των εταιρειών. Ερευνητές ανέλυσαν 108 αγωγές για το κλίμα που κατατέθηκαν μεταξύ 2005 και 2021 εναντίον δημοσίων εταιρειών των ΗΠΑ και της Ευρώπης. Διαπίστωσαν ότι οι υποθέσεις και οι δικαστικές αποφάσεις κατά μεγάλων εταιρειών ορυκτών καυσίμων, όπως η Shell και η BP, είχαν ως συνέπεια την άμεση πτώση στις συνολικές αποτιμήσεις και τις τιμές των μετοχών των εταιρειών.
Σε μια άλλη υπόθεση από το 2015, ο Περουβιανός αγρότης Saúl Luciano Lliuya υποστήριξε ότι η RWE, ο μεγαλύτερος παραγωγός ηλεκτρικής ενέργειας της Γερμανίας, θα πρέπει να συμβάλει στο κόστος προστασίας της γενέτειράς του, από πλημμύρες που προκαλούνται από λιώσιμο παγετώνων. Υποστήριξε ότι τα αέρια θερμοκηπίου που θερμαίνουν τον πλανήτη που εκπέμπονται από την RWE αυξάνουν τον κίνδυνο πλημμύρας.
Περισσότερες περιπτώσεις θα αμφισβητήσουν την υπερβολική εξάρτηση από τις κυβερνήσεις στις τεχνολογίες δέσμευσης και αποθήκευσης άνθρακα (CCS) - οι οποίες αφαιρούν το διοξείδιο του άνθρακα από την ατμόσφαιρα και το αποθηκεύουν υπόγεια - για την επίτευξη των στόχων εκπομπών. Αλλά οι τεχνολογίες CCS δεν έχουν ακόμη αποδειχθεί ότι λειτουργούν σε μεγάλη κλίμακα. Για παράδειγμα, τον Φεβρουάριο, ερευνητές επέκριναν την Ευρωπαϊκή Ένωση επειδή βασίζεται υπερβολικά στις CCS για να μειώσει τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου κατά 90% έως το 2040 σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι εταιρείες ορυκτών καυσίμων, ειδικότερα, ακολουθούν μια πολύ επικίνδυνη στρατηγική, όσον αφορά τα σχέδια τους για πράσινη μετάβαση παραπλανώντας το κοινό, ενώ εξακολουθούν να επεκτείνουν την εξόρυξη ορυκτών καυσίμων. Οι αγωγές για το κλίμα μπορεί να περιορίσουν το greenwashing στις διαφημίσεις των εταιρειών. Η άσκηση πίεσης μέσω νομικών ενεργειών σε αυτές τις εταιρείες θα παίξει καθοριστικό ρόλο στις μελλοντικές τους δράσεις αλλά και στο μέλλον του πλανήτη.
Πληροφορίες από Nature