Η ηρωίδα του Ευριπίδη δεν έχει χρώμα, φυλή, πατρίδα ή θρησκεία. Είναι ένα πανανθρώπινο φαινόμενο που μπορεί να εμφανιστεί παντού, σε κάθε τόπο ή χρόνο. Ο μύθος της είναι κοινός όλων των λαών και η ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη της έδωσε ένα όνομα. Λέμε για μια γυναίκα ότι είναι Μήδεια και συνεννοούμαστε. Τη χαρακτηρίζει η πράξη, τετελεσμένη ή εν διανοία, της παιδοκτονίας. Δεν είναι σπάνιες τέτοιες πράξεις στον αρχαιοελληνικό μύθο, αλλά στην τραγωδία μοιάζει να αποτελούν ένα απαραβίαστο ταμπού. Είναι κρυμμένες πάντα πίσω από τη μητροκτονία και την πατροκτονία, χωρίς να προβάλλονται σε πρώτο επίπεδο. Μόνο ο Ευριπίδης είχε την τόλμη να εισαγάγει ως τραγική πρωταγωνίστρια μια παιδοκτόνο.
Η Μήδεια είναι μια ξένη, μια «βάρβαρη» και αλλόγλωσση γυναίκα, αλλά συγχρόνως τόσο «δική μας», αίμα από το αίμα, σάρκα από τη σάρκα μας! Διά στόματος Ιάσωνος ακούμε ότι οι παιδοκτονίες αρμόζουν μόνο στους βαρβάρους, ενώ για τους Έλληνες είναι αδιανόητες. Αυτά στο 431 π.Χ. και ενώ ετοιμάζεται το μεγάλο παιδοσφαγείο του Πελοποννησιακού Πολέμου. Είναι φανερό ότι ο Ευριπίδης μας κλείνει εδώ το μάτι, καθώς η Μήδεια μετά τον φόνο των παιδιών της θα διαφύγει με το άρμα της και θα «εισαχθεί» κυριολεκτικά διασχίζοντας τον χώρο και τον χρόνο στην «πολιτισμένη» Αθήνα που αποστρέφεται τη βαρβαρική συνήθεια της παιδοκτονίας! Για να την εμφυτεύσει εκεί, με τη σειρά της. Είναι επίσης εμφανές σε αυτό το σημείο το ειρωνικό πολιτικό σχόλιο του Ευριπίδη. Η «Μήδειά» του, δίπλα στην έμφυλη βία και στα άλλα της, αποτελεί μια πολιτική τραγωδία του εμφυλίου που έρχεται, με τις τερατωδίες που άφευκτα θα ακολουθήσουν.
Επάνω στο «σενάριο» της ευριπιδικής Μήδειας γράφει ο ποιητής Ζ.Δ. Αϊναλής ένα σύγχρονο δράμα («DCX 212 Μήδεια: Εργοτάξιο»), που τείνει προς αυτό που ονομάζουμε σήμερα λογοτεχνία: Ένα είδος μάλλον άγνωστο στην κλασική αρχαιότητα, όπου επικρατούν τα στοιχεία της καλλιεργημένης μορφής και της καλολογίας, όπως ο εντέλει αδικαίωτος, φοβάμαι, δραματουργικά πρόλογος, ο κάπως αμήχανος επίλογος και κάποια ακόμη.
Η διασκευή και σκηνοθεσία από τον Σάββα Στρούμπο («Σώμα Μήδεια», παράσταση βασισμένη στο έργο «DCX 212 Μήδεια: Εργοτάξιο» του Ζ.Δ. Αϊναλή) παραμερίζουν -παράλληλα με τη δημιουργική ερμηνεία των ηθοποιών Ναταλίας Γεωργοσοπούλου και Αντώνη Ιορδάνου- το στοιχείο της λογοτεχνικής καλλιέπειας και τα καλολογικά στοιχεία, μαζί με τα ψυχολογικά κίνητρα των ηρώων που επίσης δεν αφορούν την τραγωδία, για να συμπυκνώσουν το έργο στον σκοτεινό πυρήνα του: μια ερωτική ανθρωποφαγική βακχική τελετή όπου αντιστρέφονται τελείως οι ρόλοι, καθώς η Μήδεια αναλαμβάνει εκείνον του θύτη εξουσιαστή μεταβαλλόμενη σε μια γυναίκα-αράχνη, σύμβολο αρχετυπικό, όχι ανθρώπινο χαρακτήρα, που καταβροχθίζει μετά την ερωτική πράξη τον αρσενικό της σύντροφο. Σαν μια δύναμη της φύσης που θα εξαλείψει κάθε ίχνος παρουσίας του επάνω στη Γη. Ενώ ο Ιάσων χάνει οποιοδήποτε στοιχείο αυτενέργειας του αρσενικού, γινόμενος από θύτης θύμα μιας τρομερής και αποτρόπαιης θηλυκής μητέρας-θεάς, οιονεί μοιραζόμενος την τύχη του Πενθέα. Το τραγικό στοιχείο, έτσι, επανακάμπτει εδώ παντοδύναμο, σώζοντας αναδρομικά το έργο.
Η διδασκαλία και απόδοση των ρόλων είναι μονολεκτικά συγκλονιστική. Η Ναταλία Γεωργοσοπούλου κατεβαίνει ως τα έσχατα της σωματικής της υπόστασης, αυτοαναλίσκεται δημιουργικά, γίνεται «ένας ακουστικός θόλος επιθυμιών και σπαραγμών», μεταφέρω από το σημείωμα του προγράμματος, δίνοντας την ηρωίδα ως μια ολόγλυφη ενσάρκωση της τρομερής θεάς Εκάτης. Ο Αντώνης Ιορδάνου απεκδύεται όλα τα προσχήματα της ανδρικής του ισχύος και βούλησης, μένοντας γυμνός απέναντι στο είδωλο της καίρια λαβωμένης από τον ίδιο γυναίκας. «Η Μήδεια και ο Ιάσονας έμειναν αδιαμφισβήτητα, αδιάσπαστα μαζί», μεταφέρω πάλι από το πρόγραμμα. «Το κοινό τους σώμα είναι ο Άδης και οι φωνές τους είναι οι ψυχές τους που παίζουν θέατρο στον Άδη. Ένα παιχνίδι δύο φαντασμάτων ή δύο επιζώντων που βιώνουν την πιο ανθρώπινη τραγωδία, αυτήν της ερείπωσης, της ερήμωσης, της σκιάς». Και βεβαίως η συναρπαστική μουσική, με τους «κτιστούς», ένυλους ήχους του Γιάννη Ισμυρνιόγλου, με τον ίδιο ως μουσικό επί σκηνής να συντρέχει και να συνέχει το όλον.