Live τώρα    
7°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αραιές νεφώσεις
7 °C
5.2°C7.3°C
4 BF 82%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αυξημένες νεφώσεις
4 °C
2.6°C5.1°C
4 BF 51%
ΠΑΤΡΑ
Αυξημένες νεφώσεις
9 °C
7.7°C8.8°C
4 BF 65%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ασθενείς βροχοπτώσεις
14 °C
12.7°C13.8°C
0 BF 82%
ΛΑΡΙΣΑ
Ασθενείς βροχοπτώσεις
3 °C
2.9°C2.9°C
1 BF 91%
Νικόλας Βαγιονάκης / «Κάνω θέατρο για να διαταράσσω την λήθη»
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Νικόλας Βαγιονάκης / «Κάνω θέατρο για να διαταράσσω την λήθη»

Ο Νικόλας Βαγιωνάκης
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Ο Νικόλας Βαγιονάκης έρχεται με μια νέα πρόταση στην θεατρική σκηνή «Μικρός Κεραμεικός» τα Σαββατοκύριακα με το βιωματικό έργο «Παράνοια» του Γάλλου διηγηματογράφου Gue De Maupassant, έναν μονόλογο τον οποίον όχι μόνο ερμηνεύει, σκηνοθετεί αλλά έχει κάνει και την δραματουργική επεξεργασία  από τα βιωματικά διηγήματα του συγγραφέα  με τίτλο «Ο εξ’αποδώ». Διηγήματα τόσο επίκαιρα αν και γράφτηκαν το 1850 γιατί η «παράνοια» της εξουσίας και της παραλυμένης κοινωνίας που ζει στην λήθη είναι σήμερα τόσο έντονη που τροφοδοτεί πολλές φορές την προσωπική παράνοια ή την αδυναμία των ευαίσθητων  και ευάλωτων ανθρώπων να την αντέξουν. 

Παρακολούθησα την παράσταση στο κατάμεστο από νέους ανθρώπους θέατρο, ως μυσταγωγία και από την συζήτηση με τον Νικόλα Βαγιoνάκη κρατάω το ερώτημα «ποιος τελικά είναι ο  ασθενής σήμερα; η εξουσία ή οι ευάλωτοι πολίτες»; Ανοίγω το μαγνητόφωνο και η συζήτηση ξεκινά..

Γιατί επιλέξατε ως «σύγχρονο» ένα κείμενο  που γράφτηκε το 1850 και μάλιστα ανεβαίνει για πρώτη φορά σε θεατρική σκηνή;

Ασχολήθηκα με το φαινόμενο ΓκυΝτεμοπασάν από την νιότη μου, όμως αυτό του το έργο το διάβασα πρόσφατα. Σκεφτόμουν να ανεβάσω ένα έργο από την Γαλλική φιλοσοφία και δραματουργία και μάλιστα προσανατολιζόμουν στον Ζαν Πολ Σαρτρ. Όμως  το καλοκαίρι πέφτει στα χέρια μου αυτό το βιβλίο και ανατρέπει τα σχέδια μου, γίνεται προτεραιότητα, με γοητεύει και πέφτω πάνω  του με τα μούτρα...

Βρήκα το κείμενο συγκλονιστικό και είχα την απόλυτη ελευθερία και αναρχία να μπορέσω καλλιτεχνικά να το αποδώσω στην σκηνή.  Ένα βαθιά φιλοσοφικό κείμενο που με ενέπνευσε και θεατρικά. Εβλεπα  τις εικόνες πού θα ξετυλιγόταν  στην θεατρική σκηνή διαβάζοντας τις σελίδες του βιβλίου. Έβλεπα επίσης ένα δοκίμιο της ψυχολογίας μέσα  στο κείμενο. Συγκλονίστηκα συνειδητοποιώντας ότι οι σκέψεις του συγγραφέα δεν αφορούσαν μόνο την εποχή που γράφτηκαν,  αλλά και το σήμερα. Είναι οραματιστής και αυτή είναι η δύναμή του. Είναι προφήτης, ζει πριν και μετά την εποχή του. Αλώβητος από τον χρόνο.

Οι σκέψεις που αποτυπώνονται στο βιβλίο είναι τόσο βαθιά φιλοσοφικές, πολιτικές και υπαρξιακές, και βλέπω ότι η ιστορία-μέσω της λήθης των ανθρώπων- επαναλαμβάνεται. Δυστυχώς αυτά που συνέβαιναν τον περασμένο αιώνα , επανέρχονται και σήμερα. Είδα στο βιογραφικό κείμενο του Μοπασάν  μία πονεμένη οντότητα, που έχει επίγνωση ότι χάνει την διαύγειά του και  μπαίνει σε μια νοσηρότητα ,που δεν έχει να κάνει μόνο με την ασθένεια της σύφιλης. Δεν είναι  σωματικά άρρωστοι  όσοι  έχουν σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα και οδηγούνται στην σχιζοφρένεια και στην καταπιόνα  της τρέλας που τους καταπίνει.  Αυτή η ευαισθησία -ειδικά σε εποχές έντονες-  όπου υπάρχει διάχυτη σήψη, διαφθορά, αδικία ,παρακμή και σύγχυσης, οδηγεί τους ανθρώπους σε μια προβληματική κατάσταση και σε ψυχολογική κατάρρευση...

Όμως αναποδογυρίζω την ανάγνωση του διηγήματος και διερωτώμαι:  Μήπως αυτοί οι πονεμένοι και ευαισθητοποιημένοι άνθρωποι  τελικά είναι οι πιο υγιείς και η «παράνοια» και η «αρρώστια» είναι  της κοινωνίας και της εξουσίας; Τελικά ποιός είναι ο ασθενής;

Ένα έργο πολλαπλών αναγνώσεων… Ένα θεατρικό έργο βέβαια δεν κάνει διάλεξη, αλλά καταγράφει σκέψεις, προβληματισμούς , προκαλεί συναισθήματα  και ο καθένας κάνει τις δικές του προβολές και το δικό του καθρέπτισμα.

Ο Νικόλας Βαγιωνάκης

Ο Γκυ Ντε Μοπασάν γράφει τα διηγήματα αυτά όταν βρίσκεται στο τρίτο στάδιο της σύφιλης και πεθαίνει νεότατος μόλις 43 ετών, σε ένα σωφρονιστικό ίδρυμα, μετά από απόπειρα αυτοκτονίας. Τι δεν άντεχε ο συγγραφέας και αναζητούσε την λύτρωση;

Ο συγγραφέας ζούσε με την αρρώστια αυτή 20 χρόνια, είχε βιώσει και την απώλεια του αδελφού του από την ίδια νόσο. Αυτό όμως που τον τρόμαζε ήταν η απώλεια του νού του, η απώλεια του ελέγχου της ζωής του. Φοβήθηκε γιατί  συμμετείχε ενεργά στην κοινωνία -αν και αστός η ζυγαριά έγερνε προς τα αριστερά- συντάχθηκε με τους αδύναμους, την εργατική τάξη, τους ευάλωτους, τις πόρνες, είχε αντιρρήσεις με το οικοδόμημα του Διαφωτισμού, γιατί  προέβλεπε κοινωνικές ανισότητες.  Είναι δυσβάσταχτο γιαυτόν τον ενεργό πολίτη που παρενέβαινε στην κοινωνία μέσα από την φιλοσοφία, την εγκεφαλική του εμβέλεια και την κριτική του σκέψη, να έχει επίγνωση ότι χάνει το μυαλό του. Οταν αντιλαμβάνεται ότι έχει παραισθήσεις και οράματα- αλλά δεν μπορεί να τα ελέγξει- τότε θέλει να βάλει τέρμα στην ζωή του. Ετσι αντιλαμβανόταν την λύτρωση για τον εαυτό του, είναι όπως η κάθαρση στην τραγωδία. Το έργο αυτό το παρομοιάζω ως  τραγωδία με χορικά γιατί έχει τόσο έντονα στοιχεία ανθρώπινα ,σπαρακτικά και όχι μελοδραματικά που μετά από όλα όσα βιώνει ο ήρωάς μου επιλέγει την λύτρωση. Υπάρχει το δράμα και η λύτρωση. Ο ίδιος διαπραγματεύεται και την ζωή και τον θάνατο.

Πόσο δύσκολο ήταν να μεταφερθεί από την λογοτεχνία στο θεατρικό σανίδι η παράνοια;

Αυτός που καλείται  να μεταφέρει στο θέατρο ένα τέτοιο λογοτεχνικό έργο, δεν έχει το δικαίωμα της διασκευής.. Εγώ ενίσχυσα τις σκηνές που έχουν θεατρικότητα, χωρίς να αλλάξω το λογοτεχνικό κείμενο. Απλά πρόσθεσα την προφορικότητα. Δεν πείραξα το κείμενο. Εβαλα λόγια , αποφθέγματα και φιλοσοφικές σκέψεις του ίδιου του συγγραφέα που τα έλεγε ακόμη και όταν ήταν βαθιά μέσα στην αρρώστια του.

Για παράδειγμα λέει: « Η κτηνώδης συμπεριφορά και η κακοποίηση των αδυνάμων δυστυχώς ήταν και θα είναι μέσα στην φύση του ανθρώπου». Αυτό αποδεικνύεται  διαχρονικό.

Επίσης λέει: « Μας βλέπουν κάποιοι από πάνω. Αν υπάρχει ζωή σε έναν άλλο κόσμο βλέπουν πολέμους, δολοφονίες, ανθρώπους να χάνουν τα λογικά τους, άλλους να αποκτηνώνονται». Δεν χαρίζεται στην κοινωνία  ο συγγραφέας και ήρωάς μου και συνεχίζει : «Πώς μπορεί αυτή η κοινωνία  να μην εξεγείρεται απέναντι σε μια καταπιεστική, άδικη εξουσία και σύστημα ; Δεν μπορώ να το πιστέψω…». Μα μήπως αυτό δεν αναρωτιόμαστε και μείς σήμερα;

Ακόμη και η αρρώστια  ή η μη καθαρότητα του μυαλού  δεν μπορεί να καταργήσει τον  ρεαλιστικό τρόπο  καταγραφής και ανάλυσης της κοινωνικής πραγματικότητας που βλέπει..

Επίσης ο πονεμένος ήρωάς μου λίγο πριν πεθάνει λέει : « Φοβάμαι τον εαυτό μου, φοβάμαι τον φόβο, φοβάμαι την σύγχυση της λογικής μου, τον έλεγχο της σκέψης μου που χάνω». Δεν μπορούσε να συζήσει με αυτό. Λογικά ένοιωθε ότι έχει οράματα και παραισθήσεις, αλλά δεν μπορούσε να τα περιορίσει. Η παράνοια είναι χαρακτηριστικό της αρρώστιας  αυτής αλλά και της αρρωστημένης κοινωνίας. 

Προσωπικός παραλογισμός και κοινωνικός παραλογισμός ταυτόχρονα.  Ο ήρωας μου είναι πολύ αυστηρός με την κοινωνία. Είναι αδιανόητο πόσο  οι άνθρωποι είναι  λοβοτομημένοι  συναισθηματικά , πόσο είναι «πρόβατα» πειθαρχημένα , χωρίς κοινή λογική στην δράση τους.

Επίσης λέει: «Με έχει συνεπάρει η μεθυστική αίσθηση της μοναξιάς. Τίποτε και κανείς δεν μπορεί να  διαταράξει την ηρεμία μου και  την ησυχία μου. Είμαι μόνος και εντελώς ελεύθερος». Μεγάλη κουβέντα και με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο και βιωματικά.

Το σκηνικό εξυπηρετεί την συνεχή ψυχολογική  μετάβαση και την σωματική κίνηση του ήρωά σας;

Το σκηνικό που σχεδίασα βοηθάει πολύ να αποτυπωθεί η μανία , η ανάγκη φυγής  και πολλαπλοί ρόλοι. Ο ήρωάς μου σαν να ακροβατεί στο σκηνικό , μετακινείται  συνεχώς, όπως  και στην ζωή του. Στιγμές ευφορίας βίωνε όταν έφευγε από το σπίτι. Ταξίδευε συνεχώς ,πάντα μόνος του. Και αυτό ήταν η κάθαρσή του. Ηταν το φετίχ του ,ήταν σωτήριο γιαυτόν το ταξίδι. Όμως όταν επέστρεφε στο πολύ ωραίο σπίτι του, δίπλα στον Σηκουάνα , ερχόταν και πάλι αντιμέτωπος με τα οράματά του. Και σε αυτό ταυτίζομαι με τον συγγραφέα…

Πόσο δύσκολο είναι να υποδυθείτε τον παρανοικό;

Για μένα η κίνηση δεν είναι επιδεικτική ή ωραιοποιημένη, παρά το ότι έχω την άνεση  με την σωματικότητα.  Μπήκα βαθιά στον ρόλο του παρανοικού. Δεν μπορείς να μείνεις ανεπηρέαστος, φτάνεις σε πολύ βαθιά υποκριτικά επίπεδα που είναι σχεδόν μεταφυσικά, υπερβατικά.  Αυτό δεν είναι μόνο τεχνική. Εχω παρατηρήσει παρανοικούς  ανθρώπους. Βλέπω, παρατηρώ με οξυδέρκεια, διαβάζω, έχω ευαισθησίες, σκανάρω τους ανθρώπους, καταγράφω τον ψυχισμό τους. Στον δρόμο των μεγάλων μητροπόλεων , αυτές οι οντότητες δεν είναι αόρατες, είναι υπαρκτές, τις συναντάς. Τις συνάντησα, τις είδα, στάθηκα και τις παρατήρησα. Δεν μπορεί το διαφορετικό να είναι αόρατο.  Ζορίζομαι συναισθηματικά  γιατί το αντιμετωπίζω σαν μια βιωματική κατάσταση. Τελειώνει η παράσταση και έχω αδειάσει.  Νοιώθω  ένας κουρασμένος άνθρωπος, ένας γέρος, ένα πτώμα. Σαν να μου έχουν ρουφήξει το αίμα. Όμως το τέλος είναι και για μένα λυτρωτικό. Είναι η κάθαρση. « Ο θάνατός του καταχωρήθηκε ως αυτοκτονία» λέει στο τέλος το κείμενο.  Λόγια ειρωνικά και σαρκαστικά  ενός έξυπνου άνθρωπου. Τα αίτια του θανάτου παρέμειναν άγνωστα. Μια ξαφνική κρίση τρέλας ίσως..

Είναι το πιο δύσκολο υποκριτικά  έργο που έχω κάνει, αλλά και το πιο ενδιαφέρον για την διείσδυση στα άδυτα του νού.  Ενδιαφέρον και το πάντρεμα του δικού μου μυαλού, των δικών μου βιωμάτων ,μέσα από την παρτιτούρα, το δοκίμιο και το μανιφέστο αυτό που έχω στα χέρια μου.

Πέρσι μας συστήσατε το αντιφασιστικό «Μεφίστο». Φέτος μιλάτε για την παράνοια της εξουσίας. Πώς επιλέγετε τα έργα σας;

Ασχολούμαι με έργα κλασσικών συγγραφέων και τα αποδίδω με θεατρικότητα. Ετσι  έχω την δυνατότητα , σφαιρικά  να παρουσιάσω με εικόνες την πολιτική, κοινωνική, φιλοσοφική και υπαρξιακή τους ταυτότητα. Εχω μια ελευθερία  να διεισδύσω στα βαθιά και να αναδείξω πολλά θέματα. Δεν είναι η πρώτη φορά. Το έκανα από τότε που ήμουνα στο Λονδίνο . Εκανα Βικτωρ Ουγκώ: «Την τελευταία ημέρα ενός κατάδικου». Χωρίς στοιχεία έπαρσης είναι σαν ο δεύτερος κύκλος της θεατρικής μου υπόστασης και πορείας. Μετά από μια πλήρη αποστασιοποίηση από τα θεατρικά δρώμενα της Ελλάδας-ζώντας στο Λονδίνο για 13 χρόνια και κάνοντας σπουδές σε ένα εξαιρετικό  στούντιο- ασχολήθηκα με τους μονολόγους ,με πολλαπλούς ρόλους. Αναλαμβάνω τον σχεδιασμό της παράστασης , πολύ πιο ώριμος, με μια βαθιά φιλοσοφική προσέγγιση, με βιωματικές ανησυχίες. Σημαντικό να αποστασιοποιηθείς από την οριοθέτηση της κουλτούρας μιας χώρας και να δεις τα ίδια δεδομένα  με έναν άλλο τρόπο επεξεργασίας. Όταν επέστρεψα στην Αθήνα, ξεκίνησα με τρία διηγήματα του Κάφκα. Ο «καλλιτέχνης της πείνας» δεν είχε γίνει ποτέ θεατρικό μέχρι τότε. Επίσης το έργο του  Εντγκαρ Αλαν Πόε που το ονόμασα « Γούιλσον και Γουίλσον». Ακολούθησε  το «Μεφίστο»  του Κλάους Μαν, φοβερό αντιφασιστικό έργο, που το ανέβασα για πρώτη φορά ως μονόλογο. Ένα εργο που καταγράφει την νοσηρή περίοδο που οδηγεί στον φασισμό. Εργο σύγχρονο και όχι κλασσικό , γιατί δυστυχώς ξαναβρισκόμαστε στην ίδια πορεία  στην Αμερική και την Ευρώπη. Και είμαστε γνώστες της τραγικής αυτής περιόδου που ήταν η κατάρα της ανθρωπότητας. Δεν μπορούμε να πούμε ότι δεν γνωρίζουμε. Ανατριχιάζεις όταν αναλογίζεσαι τι έγινε εκείνη την περίοδο, αλλά σαν μαγεμένος πηγαίνεις σαν πρόβατο στην σφαγή και σήμερα ως κοινωνία. Με ενδιαφέρει να συνεχίσω έτσι. Να διαταράσσω την λήθη.

Δεν φοβήθηκα το έργο και την σκοτεινιά του. Ξέρω το τίμημα. Δεν παίρνω το εύκολο μονοπάτι. Είναι επιλογή, σαν τον Μοπασάν που δηλώνει ευτυχισμένος που είναι μόνος. Επιλογή με θετικά και αρνητικά. Ο μονόλογος είναι μια δύσκολη επιλογή, πέραν της θεματολογίας. 

Όμως είναι ιντριγκαδόρικο και για τον κόσμο. Υπάρχει και θεατέ  νοήμονες , που θα δουν τον εαυτό τους, θα καθρεπτιστούν, δεν θα το προσεγγίσουν  μίζερα , θα ταυτιστούν, θα απογειωθούν, θα ανασάνουν, θα πικραθούν, θα προβληματιστούν, θα λυτρωθούν. Δεν είναι ένα εύπεπτο θέμα. Όμως ενώ είναι μόλις δυο βδομάδες που ανεβαίνει στην σκηνή, συγκινεί και το θέατρο των 100 θέσεων είναι γεμάτο τα Σαββατοκύριακα. Ο κόσμος συμμετέχει, είναι σαν μυσταγωγία. Δική μου και η επιλογή των μουσικών θεμάτων και η χρογραφία.

Το έργο είναι  δύσκολο, αλλά τα μηνύματα καθαρά. Εχω μια σαφήνεια σε ότι κάνω. Σαν μαθηματικά. Βέβαια ο καθένας θεατής κρατά διαφορετικά πράγματα. Το συναίσθημα είναι έντονο. Νομίζω πως ανοίγονται δρόμοι στο μυαλό του θεατή με τους προβληματισμούς ανθρώπων που διαχειρίζονται διαφορετικά  τα προβλήματά τους χωρίς να αντιδρούν, μέσα από μια κοινωνική στασιμότητα, από μια ολέθρια επανάληψη της ιστορίας, κινητοποιούνται οι θεατές  ψυχή τε και σώματι. Εγώ δεν ξεχωρίζω μυαλό και ψυχή γιατί για μένα η ψυχή είναι η ποιητική ανάγκη του ανθρώπου. Θέλω μέσα από το θέατρο να αρχίζει να λειτουργεί ο εγκέφαλος του θεατή, να υπάρξει ενσυναίσθηση, να αρχίσει να ταυτίζεται με κάτι, να  ανοίξει μια δίοδος  νέα διαπραγμάτευσης της ζωής του, να αφυπνιστεί. Η πλειοψηφία των θεατών είναι νέοι άνθρωποι και αυτό είναι αισιόδοξο σε μια εποχή που δεν  θέλει συναίσθημα και ανάλογο άγγιγμα. Όμως στην τηλεοπτική και ακουστική παραπληροφόρηση που υπάρχει σήμερα, ο εγκέφαλος δεν καταγράφει πόσο σημαντικό είναι να είσαι οξυδερκής, να ερευνάς, να μην είσαι «πρόβατο» και πειθαρχημένος, να αντιλαμβάνεσαι την παγιωμένη και πλασματική πραγματικότητα που θέλουν να σου επιβάλουν. Αρα το έργο σου δημιουργεί την ανάγκη μιας ελευθερίας να ξεφύγεις από αυτό το πλαίσιο. Να  νοιώσεις, να απογειωθείς , να αντισταθείς .

Ο Νικόλας Βαγιωνάκης

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL