Η πρώτη μου ακρόαση της μουσικής του Jan Garbarek αποτέλεσε ένα πρωτόγνωρο πολιτισμικό σοκ. Πρώτο ταξίδι -μετά το απολυτήριο- και, στη βιτρίνα ενός γωνιακού δισκοπωλείου, τον διακρίνω. Ήταν η πρώτη μου επαφή με την αισθητική τού «Ήχου δίπλα στη σιωπή», του ήχου της ECM. Τα μαύρα βινύλια με την πράσινη ετικέτα στη μέση αριθμούσαν λίγες δεκάδες τίτλους, δίσκοι που γέμισαν τη ζωή μου με νέες, πρωτόφαντες αισθήσεις.
Η αποκάλυψη ήρθε στις πρώτες στροφές του. Μια μουσική με ασυνήθιστη διαύγεια έρρεε, γεμάτη ταπεινότητα και αγνή συγκίνηση, αναδεικνύοντας μια νέα ισορροπία ανάμεσα στον καλό μουσικό και στην ερμηνεία του. Κι αυτός ήταν ο Jan Garbarek. Όποιος τον έχει απολαύσει σε μία του συναυλία δεν θα ξεχάσει ποτέ την εμπειρία.
Χλωμός και άμουσος
Η μουσική δεν τον ενδιέφερε καθόλου. Ήταν 14 κι άκουγε μόνο pop και χορευτική μουσική, δεν είχε άλλες μουσικές γνώσεις. Έτυχε ν’ ακούσει τον John Coltrane στο ραδιόφωνο και του τίναξε τα μυαλά! Είχε τέτοια ειλικρίνεια και σοβαρότητα, που τον έκανε απίστευτα ελκυστικό για τον χλωμό νεαρό Νορβηγό. Coltrane, σύγχρονη jazz, σαξόφωνο, ένα συναίσθημα που αναδυόταν από μια προσωπικότητα που απηχούσε και τη δική του αλλάζοντας τη ζωή πολλών νέων μουσικών. 77 ετών σήμερα, ο Jan άρχισε να παίζει σαξόφωνο και συνέχισε να το κάνει για όλη την υπόλοιπη ζωή του.
Την εποχή που άρχισε να παίζει jazz το να είσαι σαξοφωνίστας στη Νορβηγία ήταν κάτι εντελώς ανήκουστο. Θέλησε να σπουδάσει Γλωσσολογία, όμως το σαξόφωνο, η μουσική τον απορροφούσαν. Σύντομα ακύρωσε τις σπουδές του και έγινε μουσικός, κάτι που εξακολουθεί να του προκαλεί χαρά. Χαίρεται για κάθε ημέρα που παίζει.
Ο Πολωνός πατέρας
Το όνομά του είναι πολωνικό. Ο πατέρας του ήταν ένας Πολωνός που τον πήραν όμηρο οι Γερμανοί στον πόλεμο και τον έφεραν στη Νορβηγία για να κατασκευάζει σιδηροδρομικές γραμμές. Τελικά έμεινε εκεί όπου οι πιο πολλοί τονίζουν το όνομά του διαφορετικά από την Πολωνία, όπου τα ονόματα τονίζονται στην προτελευταία συλλαβή, άρα το σωστό για εκεί είναι Γκαρμπάρεκ. Στη Νορβηγία οι περισσότεροι τον λένε Γιαν Γκάρμπαρεκ. Εκεί γεννήθηκε και μεγάλωσε και το ’χει πια συνηθίσει.
Στη νορβηγική πλευρά της οικογένειας ήταν πολύ θρήσκοι καθώς έρχονταν από τον Βορρά. Τα μουσικά όργανα ήταν απαγορευμένα, εκτός απ’ το εκκλησιαστικό όργανο. Μεγάλωσε στο Όσλο και η μόνη του επαφή με τη μουσική ήταν όταν στα 8 πήγε σε σχολή χορού. Όταν άκουσε τον John Coltrane, η μουσική έγινε το πιο σημαντικό κομμάτι της ζωής του. Η μουσική αυτού του μαύρου Αμερικανού, που προερχόταν από μια πραγματικότητα εντελώς διαφορετική από τη δική του, είχε τέτοια επίδραση πάνω του που άλλαξε τη ζωή του.
Νορβηγική αναγέννηση
Ο Manfred Eicher, ο εμπνευστής και ιδρυτής της επιλεκτικής δισκογραφικής ECM, είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνος για την εξέλιξή του. Στο Όσλο δεν υπήρχε κανείς επαγγελματίας jazz μουσικός. Αυτός ήταν η αιτία που η νορβηγική μουσική πέρασε τα σύνορα. Πρώτοι ήταν ο Jan Garbarek, ο Terje Rypdal, ο Arild Andersen και ο Jon Christensen, που έκαναν πολλά συνεργαζόμενοι με την ECM τη δεκαετία του ’70.
Οι νεότερες γενιές σπούδασαν στο Όσλο και στο Τρόντχαϊμ, όπου υπάρχει εξαιρετική παιδεία στην jazz και στη μουσική του αυτοσχεδιασμού. Νέοι μουσικοί με γνώσεις, σπουδαία τεχνική και πολλές ικανότητες εμφανίστηκαν. Ο Manfred Eicher φρόντισε να παρουσιαστούν σε ένα ευρύτερο κοινό, στην Ευρώπη και πέρα από αυτή, σε όλο τον κόσμο. Σαν μια πρώτη δήλωση των αισθητικών προθέσεών του, την Πρωτοχρονιά του ’70 κυκλοφορεί το «Free at last» του απόκληρου της αμερικανικής βιομηχανίας της δισκογραφίας και πρόσφατα εγκαταστημένου στο Μόναχο πιανίστα Mal Waldron.
Ο τίτλος, σημαδιακός. Ήταν οι τελευταίες λέξεις του πάστορα-κήρυκα της φυλετικής ισοτιμίας στην εξαντλημένη από το ρατσιστικό μίσος χώρα των «μεγάλων ευκαιριών» και των αγεφύρωτων αντιθέσεων, του Martin Luther King Jr. λίγο πριν από τη δολοφονία του: «We are free at last!». Μετά έφτασαν και έμειναν για πάντα, ο Jan Garbarek το 1970, με το «Afric pepperbird» και ο Keith Jarrett με το «Facing you» το 1971.
Ο ήχος δίπλα στη σιωπή
Στ’ αυτιά του νεαρού Νορβηγού σαξοφωνίστα είχαν φτάσει «φήμες» για εκείνον τον τρελό Γερμανό από το Lindau που ηχογραφούσε τις εκλεκτικές παραγωγές του στο Όσλο, αποκλειστικά στο Rainbow Studio του συμπατριώτη του Jan Erik Kongshaug. O Eicher είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στην αισθητική πλευρά της ηχοληψίας του και η δημιουργική τους σχέση, μία από τις μακρύτερες στον κόσμο της jazz, κράτησε πάνω από σαράντα χρόνια. Απέφερε εκατοντάδες δίσκους γιατί και οι δύο ήξεραν ακριβώς τι επιδίωκαν.
O Manfred Eicher στο μεταξύ είχε ανακαλύψει τα μουσικά τοπία του ευρωπαϊκού Βορρά στα οποία η ντόπια φολκλορική παράδοση συναντούσε την κλασική μουσική επιρροή. Κι όταν ο Jarrett βρέθηκε στα μέσα των ’70s με τη σκανδιναβική «dream team», τον Δανό μπασίστα Palle Danielsson, τον Σουηδό ντράμερ Jon Christensen και τον πνευστό Νορβηγό εξερευνητή των ήχων Jan Garbarek, η πολύχρονη σχέση τους ήταν αναπόφευκτη.
Χωρίς συμβόλαιο
Η «αποπλάνηση» της jazz από τη μουσική δωματίου εκφράστηκε από καλλιτέχνες της αξίας ενός Stefan Micus, ενός John Surman ή του Tomasz Stanko, του Bobo Stenson, του Terje Rypdal, του Bill Frisell, του Pat Metheny, του Anouar Brahem, της Carla Bley, του Ralph Towner με τους άλλους Oregon, των Βραζιλιάνων Nana Vasconcelos και Egberto Gismonti, του Lester Bowie, του Art Ensemble of Chicago και, κλείνοντας αυθαίρετα έναν κατάλογο μουσικών αυθεντιών, τους ανατρεπτικούς ήχους του Return to Forever, συγκροτήματος του φλογερού Armando Chick Corea.
H επόμενη γενιά της ECM έφτασε στο προσκήνιο σαν μια αβίαστη συνέπεια. Ήταν μια γενιά που μεγάλωσε με την προσδοκία κάποιος -επιτέλους- να δώσει σημασία στην τέχνη της, στην καλλιτεχνική της ιδιοσυστασία και όχι στην εμπορικότητα της μουσικής της. Πηγαίνει στην ECM και έχει την προσδοκία να ηχογραφήσει για μια εταιρεία που δεν έχει υπογράψει ούτε ένα συμβόλαιο!
Αιώνιος νεανίας
Μπορεί ο Jan Garbarek να έχει αποτυπωθεί στο συλλογικό μας ασυνείδητο ως ένας από τους κορυφαίους σύγχρονους jazz δημιουργούς, όμως στον πάνω από μισό αιώνα της καριέρας του ο 77χρονος πλέον αλλά νεανικός στην όψη μουσικός αφιερώθηκε στον πειραματισμό και στο πάντρεμα ήχων, μελωδιών και ειδών.
Κυρίαρχη θέση στο μουσικό του υβρίδιο που αγαπήθηκε με ενθουσιασμό από το ελληνικό κοινό έχουν η νορβηγική μουσική παράδοση, οι αναγεννησιακοί ήχοι ως και το γρηγοριανό μέλος. Το διπλό άλμπουμ «Officium», που κυκλοφόρησε το 1994 και αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του παντρέματος, παραμένει ένα από τα πιο ευπώλητα της ECM, στο δυναμικό της οποίας ανήκει από τις πρώτες της μέρες.
Το καλοκαίρι του 2022 στη συναυλία στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού ο Jan Garbarek απέδειξε όχι μόνο ότι η φήμη του είναι απολύτως δικαιολογημένη, αλλά και ότι σε ηλικία που άλλοι μουσικοί αρκούνται να ανακυκλώνουν το παρελθόν είναι το ίδιο ανήσυχος όσο ήταν πάντα και συνεχίζει να παίζει, να ερευνά, να πειραματίζεται.
Ελένη Καραΐνδρου και Jan Garbarek
Στην Ελλάδα έγινε ευρύτερα γνωστός ακόμα και εκτός των φίλων της jazz μετά τη συνεργασία του με την Ελένη Καραΐνδρου στο σάουντρακ για την ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Ο μελισσοκόμος»
«Με τον Jan συναντηθήκαμε σχεδόν από σύμπτωση» λέει η Ελένη Καραΐνδρου και συνεχίζει: «Είχα παρακολουθήσει την ECM σχεδόν από το ξεκίνημά της κι όταν έγραψα το θέμα του “Μελισσοκόμου” αισθάνθηκα πως αυτός ο ήχος του κλαρίνου από το τενόρο σαξόφωνό του -που θυμόμουν από το άλμπουμ “Places” μ’ αυτό το υπέροχο ασπρόμαυρο εξώφυλλο- είναι πιο βαλκάνιος από τους ίδιους τους βαλκάνιους. Άρχισα να “ακούω” το θέμα μ’ αυτόν. Τηλεφώνησα όχι στην ECM, αλλά στο Εθνικό Θέατρο του Όσλο κι αυτοί μου έδωσαν αμέσως το τηλέφωνό του. Μου απάντησε ο ίδιος. Με τα λίγα αγγλικά μου -που τώρα έχω αναγκαστικά βελτιώσει- του είπα ότι έχω γράψει ένα θέμα που μόνο αυτός μπορεί να παίξει. Δεν ήξερε ούτε τον Αγγελόπουλο ούτε τον ελληνικό κινηματογράφο. Ήταν όμως πολύ ευγενικός. Έτσι κι εγώ, μην μπορώντας να του εξηγήσω τη διαδικασία -“θα σου στείλω κασέτα” κ.λπ.-, πήρα το αεροπλάνο και πήγα να τον βρω στο Όσλο! Στο σπίτι του, σε μια ήρεμη, χαλαρωτική, σχεδόν κατανυκτική ατμόσφαιρα, μιλήσαμε πολύ. Κι όταν άκουσε το μοιρολόι από το “Καλή πατρίδα, σύντροφε”, δάκρυσε. Έπειτα από λίγο πήγαμε στο μικρό του στούντιο και του έπαιξα και του τραγούδησα το θέμα, όπως κάνω σε όλες μου τις πρόβες. Εκεί βγαίνει το συναίσθημα, μουσικός με μουσικό επικοινωνεί. Το έπαιξε με το σαξόφωνό του. Ήταν της Αναλήψεως, το 1986. Τότε πέταξα για πρώτη φορά πάνω από τα φιόρδ. Όταν έφερα την κασέτα στον Θόδωρο (Αγγελόπουλο) μου είπε τη φοβερή και αστεία φράση: “Κι αν δεν μ’ αρέσει;”. “Αν δε σ’ αρέσει”, του λέω, “θα κάνουμε κάτι άλλο για την ταινία κι εγώ θα έχω κερδίσει έναν νέο, υπέροχο φίλο!”. Στο στούντιο έγραψα όλα τα άλλα θέματα και όλα του αρέσανε, εκτός από του Jan. Νόμιζε πως είναι... free jazz! Με το πες-πες, την έβαλε τη μουσική…»