Live τώρα    
18°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Σποραδικές νεφώσεις
18 °C
15.9°C19.3°C
3 BF 75%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αυξημένες νεφώσεις
18 °C
16.3°C19.2°C
0 BF 78%
ΠΑΤΡΑ
Σποραδικές νεφώσεις
20 °C
15.0°C19.9°C
3 BF 76%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Αραιές νεφώσεις
18 °C
17.2°C18.8°C
4 BF 78%
ΛΑΡΙΣΑ
Σποραδικές νεφώσεις
17 °C
16.2°C16.9°C
0 BF 82%
Ο Μεγάλος Αντάρτης / 15 χρόνια χωρίς τον Πάνο Τζαβέλλα
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Ο Μεγάλος Αντάρτης / 15 χρόνια χωρίς τον Πάνο Τζαβέλλα

1343886F30.jpg

Γέννημα θρέμμα μιας γενιάς προσφοράς, στερήσεων και αγώνα για τη λευτεριά, ο Πάνος Τζαβέλλας είχε βάλσαμο της ψυχής του την ποίηση και το τραγούδι μέχρι το τέλος της ζωής του.

Ο Πάνος γεννήθηκε στην Κοζάνη στις 27 Δεκεμβρίου του 1925. Εκεί τελείωσε το Δημοτικό σχολείο και το Γυμνάσιο κι έμαθε, αυτοδίδακτος, κιθάρα. Τα πρώτα του ακούσματα δεν ήταν τρυφερά παιδικά τραγούδια, αλλά η βουή των όπλων από τις εκτελέσεις στο νεκροταφείο δίπλα στο σπίτι.

Ο πατέρας του, καλός μηχανικός, γνώρισε στην Κοζάνη την Κατερίνα, τη γυναίκα του. Μαθητής ο Πάνος Τζαβέλλας, οργανώνεται στους παράνομους μηχανισμούς της Αριστεράς. Στα 15 δηλώνει εθελοντής δεύτερης γραμμής και φτάνει ως την Κορυτσά. Μετά την κατάληψή της από τον ελληνικό στρατό επιστρέφει στην Κοζάνη και οργανώνεται στο αντάρτικο, στην ΕΠΟΝ.

Ζωή σαν μυθιστόρημα

Το 1945 καταδικάζεται και μεταφέρεται στις Φυλακές της Κοζάνης. Εκεί τον ντύνουν φαντάρο. Βγαίνει στο βουνό, εντάσσεται στον ΕΛΑΣ και στον Δημοκρατικό Στρατό. Το 1949 ο Πάνος πέφτει σε ενέδρα, τραυματίζεται από μια σφαίρα στο πόδι. Σέρνεται εκατοντάδες μέτρα, πέφτει πάνω σ’ έναν χωροφύλακα που του κολλάει το πιστόλι στο κεφάλι. Τον πάνε στο νοσοκομείο και -χωρίς να τον ρωτήσουν- του κόβουνε το πόδι σαν σφαχτάρι. Όταν ξυπνάει, έχει πάλι ένα πιστόλι στον κρόταφο. Μόλις συνέρχεται, τον βάζουν σ’ ένα φορείο. Τον περιφέρουν στην πλατεία της Κοζάνης και τον φτύνουνε. Τον καταδικάζουν δις εις θάνατον σε μια δίκη-παρωδία. Ο Πάνος ποτέ δεν δέχτηκε ν’ αποκηρύξει το ΚΚΕ. Ζει την αγωνία του θανάτου, η εκτέλεσή του αναβάλλεται. Σε μια νύχτα ασπρίζουν τα ατίθασα μαλλιά του. Τον Δεκέμβριο του ’49 τον μεταφέρουν στις Φυλακές της Κεφαλονιάς, μετά Κέρκυρα, Ζάκυνθος, Λευκάδα, Φυλακές Ιτζεδίν στα Χανιά. Κελιά μικρά σαν ποντικότρυπες.

Τα πρώτα τραγούδια

Ακόμα κι εκεί μέσα έπαιζε κιθάρα. Κι ας βόγκαγε από την ενδοαρτηρίτιδα. Από τις κακουχίες έκλειναν οι αρτηρίες του, κινδύνευε. Ο Πάνος αγαπάει αυτό το όργανο. Πελεκάει ένα ξύλο, χαράζει τα διαστήματα, φτιάχνει τα τάστα από την καραβάνα του και τεντώνει τα έξι σύρματα, τις χορδές. Μελετάει, εξασκείται συστηματικά και όταν στη φυλακή μαθαίνει να γράφει σωστά πάνω σε χαρτιά από τσιγάρα, στίχους γράφει για τα μελλοντικά τραγούδια του.

Το 1958 αρρωσταίνει βαριά, πονάει πολύ, είναι ανήμπορος να περπατήσει. Σέρνεται, μοιάζει ετοιμοθάνατος. Για να γλιτώσουν -μην και τους πεθάνει μέσ’ στα χέρια τους- οι ανθρωποφύλακες τον πετάνε σαν σκυλί έξω από το νοσοκομείο των κρατουμένων σε ένα φορείο. Τον βλέπουν από απέναντι οι συντρόφισσες των Φυλακών Αβέρωφ και βάζουν τις φωνές, τον σώζουνε. Μετά ο Πάνος, με μόνη ιδιοκτησία την κιθάρα του, έζησε σε μια σπηλιά στα Τουρκοβούνια, μ’ ένα ξεροκόμματο, ένα πιάτο φαΐ. «Ήμουν λεύτερος γιατί είχα ήλιο και φως!» έλεγε στη σύντροφό του, τη Νατάσα, χρόνια μετά.

Στη Μόσχα με τον Σοστακόβιτς

Το 1961 φτάνει στη Σοβιετική Ένωση. Εκεί έστελνε το ΚΚΕ τους τραυματίες, τους βαριά άρρωστους, για θεραπεία. Μόσχα, Ροστόβ, γιατροί, νοσοκομεία, εγχειρήσεις. Νοσηλεύεται για τρία χρόνια. Η κατάστασή του βελτιώνεται. Το άλλο του πόδι, που κινδύνευε, σώζεται. Του δίνεται η ευκαιρία να σπουδάσει μουσική. Τραγουδούσε κι έπαιζε κιθάρα στους διαδρόμους του νοσοκομείου. Στους ακροατές του, μια μέρα, προστίθεται ένας περαστικός, που ήθελε να τον γνωρίσει, ένας «συνάδελφός» του. Ο Πάνος τον αναγνωρίζει αμέσως. Ήταν ο Dmitri Shostakovich! Μιλήσανε, τα είπανε και συνέχισαν να αλληλογραφούν τα επόμενα χρόνια.

Ο Πάνος είχε μάθει καλά τα ρωσικά, μελετώντας μόνος του, μέσα στη φυλακή. Στη Μόσχα τα τελειοποιεί και, αργότερα, για να ζήσει, κάνει μεταφράσεις για βιβλία. Οι Ρώσοι αγαπούν πολύ την Ελλάδα. Του φιλάνε τα πόδια. «Τα πόδια αυτά πάτησαν την Ακρόπολη!» του λέει ένας κι ας μην είχε ανέβει ποτέ εκεί. Τα φτιάχνει με μια χορεύτρια. Ο πατέρας της τον καλοβλέπει για γαμπρό.

Μίκης, Μάνος και Νέο Κύμα

Θέλει να γυρίσει στην Αθήνα. Ο Πάνος επιστρέφει από τη Σοβιετική Ένωση. «Ήθελα να πάω σπίτι μου, στην πατρίδα, εκεί όπου έδωσα το αίμα της ψυχής μου!» Ζει σ’ ένα υπόγειο στην Κυψέλη, βγάζει το μεροκάματο τραγουδώντας για ένα πιάτο φαΐ στις ταβέρνες και στα καπηλειά, τα παλιά ρεμπέτικα που τόσο αγαπούσε. Ζει κι αυτός στην εποχή του Μίκη και του Μάνου. Τα τραγούδια τους συνέπαιρναν καρδιές και συνειδήσεις.

Λίγο αργότερα φτάνει το Νέο Κύμα. Στο καφενείο των μουσικών, εκεί στην Ομόνοια, γνωρίζει τον Αντώνη Γιατράκο και αρχίζει να τραγουδάει στα Παγωνάκια με 20 δραχμές μεροκάματο. Συνεχίζει να δουλεύει σε καμπαρέ, ταβέρνες και σκυλάδικα. Γνωρίζεται με τους συνθέτες του Νέου Κύματος και συνεργάζεται με τον Μάνο Λοΐζο και τον Χρήστο Λεοντή στην Πλάκα, όταν εκεί κτυπούσε η καρδιά της καλλιτεχνικής Αθήνας. Κρυφά σχολειά για τους νέους: Εννέα Μούσες, Κατακόμβη, Εσπερίδες...

Στις φυλακές της Χούντας

Απρίλιος του 1967. Μέρες μαύρες για την πατρίδα. Και πάλι κυνηγητά, συλλήψεις, καταδίκες. Το 1968 ξανά στις Φυλακές Αβέρωφ και ύστερα στον Κορυδαλλό. Στην Ασφάλεια τον λιανίζουν, κανείς δεν νοιάζεται για το άρρωστο κορμί του. Στη φυλακή ζητάει άδεια για μια κιθάρα. Του την αρνούνται. Επιμένει... Το πετυχαίνει, με την προϋπόθεση να παίζει στα πλυσταριά. Μελετάει ρεμπέτικους δρόμους, το δημοτικό τραγούδι, βυζαντινή μουσική. Καταγράφει τα τραγούδια της Εθνικής Αντίστασης. Τα μαθαίνει στη χορωδία της φυλακής, στους νέους συντρόφους που διψούν για γνώση.

Το 1971 τον βρίσκει καταδικασμένο σε είκοσι χρόνια φυλακή. Αποφυλακίζεται λόγω «ανηκέστου βλάβης». Γνωρίζει τη μικροκαμωμένη γλυκιά Νατάσα από τον νέο τότε συγκρατούμενό του Κώστα Μανταίο. «Τον Πάνο τον θαύμαζα, ήταν ένας άνθρωπος αγνός. Πάντα με έλκυαν άνθρωποι με ιστορία» λέει. Το πρώτο τους φτωχικό σπιτικό -μια καρέκλα κι ένα κρεβάτι- ένα πλυσταριό στην οδό Τρυγόνος, στην Άνω Κυψέλη.

Στην άλλη όχθη

Η Νατάσα δουλεύει στον φούρνο του μπαμπά της. Του φέρνει κάθε μέρα ψωμί και παξιμάδια. Αφήνει την ΑΣΟΕΕ και βγαίνει μαζί του στο σανίδι. Άλλο που δεν ήθελε! Το 1973 δίνουν μια μεγάλη συναυλία στο θέατρο Μινώα με τα τραγούδια που ο Πάνος έχει γράψει στη φυλακή. Κόσμος πολύς εκεί. Οι μισοί ασφαλίτες. Δέκα μέρες μετά ο αρχιβασανιστής Μπάμπαλης -αυτός που «έφαγε» η 17 Νοέμβρη- την καλεί στην Ασφάλεια. Δεν είχε ιδέα τι είχε να αντιμετωπίσει. «Εσύ, μικρό κορίτσι, πώς πήγες κι έμπλεξες με αυτόν, τον κομμουνιστοσυμμορίτη;» της φωνάζει στα μούτρα. «Αφού τα ξέρατε, γιατί με καλέσατε;» του απαντάει με το θράσος και όλη την αφέλεια της νιότης. Την αφήνουν να φύγει. Τότε μόνο κατάλαβε πού βρέθηκε, και τα πόδια της αρχίζουνε να τρέμουν. Πήγε να λιποθυμήσει.

Δυο μήνες πριν το Πολυτεχνείο, τις ημέρες της -νόθας- «φιλελευθεροποίησης» του Παπαδόπουλου, ξεκίνησαν να παίζουνε στην μπουάτ 5η Εποχή, στην Πλάκα, με τον Γιάννη Ζουγανέλη και τον Νικόλα Άσιμο. Τραγουδούσαν αντάρτικα κι άλλα τραγούδια σε στίχους του Χιώτη ποιητή Φώτη Αγγουλέ. Οι σύντροφοι της «άλλης όχθης» -όπως τους έλεγε ο Λεωνίδας- τον αποδιώχνουν. Ο Τζαβέλλας, μετά τη διάσπαση, έχει επιλέξει συνειδητά την Ανανεωτική Αριστερά. Εντάσσεται στο ΚΚΕ Εσωτερικού, παρότι πάντοτε επιθυμούσε ένα νέο ΕΑΜ, μια ενωμένη Αριστερά. Δεν του το συγχώρεσαν ποτέ. «Στην κηδεία δεν έστειλαν ούτε ένα λουλούδι. Κι ακόμα δεν τον έχουν αποκαταστήσει» λέει η Νατάσα.

Το Αντάρτικο Λημέρι

Το 1974 -ελεύθεροι πια- ο Πάνος στήνει στη Μνησικλέους το Αντάρτικο Λημέρι με τους Ηλία Λογοθέτη και Νίκο Οικονόμου στο σχήμα. Τώρα το τραγούδι του γίνεται αγώνας, ξυπνάει συνειδήσεις, τονώνει το ηθικό του κόσμου, δίνει ελπίδα, φως. Κι ας λογόκρινε ακόμα τους στίχους η χουντική λογοκρισία. Τραγουδάμε όλοι μαζί τον «Κυρ Παντελή», το «Ξυπνήστε», τραγούδια της Αντίστασης και της λευτεριάς.

Αργότερα στη Λήδρα, με τους Γιώργο Μεράντζα, Νικόλα Μητσοβολέα και Γιώργο Ζωγράφο, τον Νίκο Λώλη, τον ρεμπέτη Μουφλουζέλη και, στην ορχήστρα, το βιολί του Μαντζόπουλου, τον Μάνο Αβαράκη στη φυσαρμόνικα, τον κιθαρίστα Θεολόγο Στρατηγό και τον πιανίστα Γιάννη «Μπαχ» Σπυρόπουλο -από τη «Λαιστρυγόνα» του Διονύση Σαββόπουλου-, ο Πάνος παντρεύει το ρεμπέτικο με το αντάρτικο. Ο κόσμος, χωρίς κομματικές διακρίσεις, γεμίζει ασφυκτικά τον χώρο. Έρχεται να τραγουδήσει, να χαρεί, να κλάψει, να χορέψει με τα τραγούδια της Αντίστασης. Κάθε μέρα δύο παραστάσεις. Και συναυλίες σε όλη την Ελλάδα, Γερμανία, Σουηδία, Βεάκειο, Λυκαβηττός. Και δίσκοι. Ο πρώτος «ζωντανός» ηχογραφήθηκε στην μπουάτ Λήδρα, με τη Χαρούλα Αλεξίου να τραγουδάει και τον «Κυρ Παντελή» να ξεσηκώνει! Το «Αντάρτικο λημέρι», ο δίσκος, υπάρχει ακόμα στα σπίτια των νέων της γενιάς μου. Ακολούθησαν άλλοι εννέα.

Στο δώμα της Πειραϊκής

Το 1987 η Νατάσα και ο Πάνος παντρεύτηκαν. Στον πολιτικό γάμο τους έπαιξε φυσαρμόνικα ο κουμπάρος τους Λεωνίδας Κύρκος. Από την καταστροφική πυρκαγιά του 2008 στο δώμα, στην Πειραϊκή (όπου ο Πάνος κολυμπούσε χειμώνα καλοκαίρι), κάηκαν τα πάντα: όργανα, βιβλία, παρτιτούρες, φωτογραφίες, ρούχα και η πολύτιμη αλληλογραφία του με τον Σοστακόβιτς, που τη φύλαγε «ως κόρην οφθαλμού». Ήταν 84 ετών. Μόνος και ανήμπορος την ώρα της φωτιάς, κατάφερε και σύρθηκε ως το μπαλκόνι. Του άρεσε πολύ να κοιμάται τα βράδια εκεί. «Δεν θέλω άλλη φυλακή!» έλεγε. Σπάσανε την πόρτα και τον βρήκαν αγκαλιά με την κιθάρα. Μέχρι το τέλος -στο νοσοκομείο από καρκίνο, 27 Ιανουαρίου του 2009- έβλεπε πως τον κυνηγούσαν οι φλόγες. Τον συνόδευσε στον τάφο του το κλαρίνο του Φιλιππίδη με τα «Παιδιά της Σαμαρίνας»...

Υ.Γ. Για την τεκμηρίωση του άρθρου ευχαριστώ τη Νατάσα Παπαδοπούλου-Τζαβέλλα. Η συμβολή της ήταν πολύτιμη.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL