Σοβαρά νομικά ζητήματα δημιουργεί η κυβερνητική διάταξη για την κατάργηση της αποσβεστικής προθεσμίας για την παραγραφή των αδικημάτων των υπουργών. Παρότι το σύνταγμα και το επίμαχο άρθρο 86 για την ευθύνη των υπουργών αναθεωρήθηκαν το 2019, η κυβέρνηση Μητσοτάκη χρειάστηκε έξι χρόνια για να φέρει τον εφαρμοστικό νόμο που αντανακλά τις αλλαγές που έγιναν στο σύνταγμα. Όμως ο τρόπος με τον οποίο η κυβέρνηση επιλέγει να αναθεωρήσει τον σχετικό νόμο δημιουργεί σοβαρά νομικά κενά που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην παραγραφή των αδικημάτων υπουργών για το έγκλημα των Τεμπών αν οι διώξεις δεν γίνουν ως το τέλος της τρέχουσας βουλευτικής συνόδου, το πολύ μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου.
Ο εφαρμοστικός νόμος για την ευθύνη των υπουργών εισάγεται ως άρθρο σε πολυνομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης που βρίσκεται σε διαβούλευση. Το επίμαχο άρθρο ορίζει ότι «διαπιστώνεται» η κατάργηση της διάταξης περί παραγραφής του σχετικού νόμου του 2003 «από την έναρξη ισχύος του Ψηφίσματος της 25ης Νοεμβρίου 2019 της Θ´ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων».
Κυβέρνηση: Λόγοι «ασφάλειας δικαίου»
Ο όρος «διαπιστώνεται» θεωρείται από συνταγματολόγους νομικά προβληματικός, καθώς η κυβέρνηση επιχειρεί μια ακροβασία προκειμένου να καλύψει την κωλυσιεργία έξι ετών για την κατάθεση του εφαρμοστικού νόμου στη Βουλή. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, η κυβέρνηση εκτιμά ότι η αποσβεστική προθεσμία σε επίπεδο νόμου καταργήθηκε την ίδια στιγμή με την κατάργησή της από το κείμενο του συντάγματος, καθώς το σύνταγμα υπερέχει όλων των νόμων.
Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι εισάγει τώρα τη σχετική διάταξη απλώς και μόνο «για λόγους ασφάλειας δικαίου και άρσης της οποιασδήποτε τυχόν αμφισβήτησης». Βέβαια, αυτό έρχεται σε αντίθεση με το ίδιο το σύνταγμα και το άρθρο 86, όπου σημειώνεται ότι «νόμος ορίζει» τα σχετικά με τη δίωξη των υπουργών. Άρα, η ύπαρξη νόμου είναι απαραίτητη και δεν μπορεί απλώς να γίνει επίκληση της υπεροχής του συντάγματος.
Τέμπη: Παραγραφή για Καραμανλή;
Πολλοί συνταγματολόγοι προειδοποιούν εδώ και καιρό ότι η καθυστέρηση στην κατάθεση του εφαρμοστικού νόμου έχει συνέπειες στην αναδρομικότητα της ρύθμισης, καθώς αποτελεί νομική αρχή ο κατηγορούμενος να δικάζεται με την ευμενέστερη γι’ αυτόν ρύθμιση. Έτσι τα αδικήματα που τελέστηκαν από υπουργούς σχετικά με το έγκλημα των Τεμπών δύναται να υπαχθούν στην ισχύ της σύντομης παραγραφής που ίσχυε πριν από το 2019, καθώς ο σχετικός νόμος παρέμεινε σε ισχύ ως το 2025.
Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν σοβαρές πιθανότητες παραγραφής για τον Καραμανλή και τους άλλους εμπλεκόμενους υπουργούς αν δεν ασκηθεί δίωξη εναντίον τους μέχρι τον Σεπτέμβριο ή ακόμα και νωρίτερα αν ο Μητσοτάκης επιλέξει να λήξει τη βουλευτική σύνοδο και να πάει σε θερινά τμήματα. Υπενθυμίζεται μάλιστα ότι ο Ευάγγελος Βενιζέλος έχει προειδοποιήσει πως η Βουλή πρέπει να μείνει ανοιχτή ως τον Οκτώβριο και να μην υπάρξουν θερινά τμήματα ώστε να μην υπάρξει ενδεχόμενο παραγραφής.
Οι διαφωνίες των συνταγματολόγων
Κάποιοι συνταγματολόγοι εκτιμούν ότι η καθυστέρηση των έξι ετών έχει ήδη δημιουργήσει τετελεσμένα ως προς την παραγραφή. Άλλοι υποστηρίζουν ότι το ζήτημα της αναδρομικότητας θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί μόνο με ρητή αναφορά στην αντισυνταγματικότητα της ρύθμισης, όπως αυτή ισχύει εδώ κι έξι χρόνια. Παράλληλα, υπάρχουν και συνταγματολόγοι που υπογραμμίζουν ότι η ρύθμιση της κυβέρνησης είναι επαρκής, αν και έρχεται με μεγάλη καθυστέρηση.
Το ορόσημο του Οκτωβρίου
Εχει ενδιαφέρον πάντως ότι κανένας από τους συνταγματολόγους δεν εμφανίζεται βέβαιος για το τι αποφάσεις θα μπορούσε να πάρει το Ειδικό Δικαστήριο αν οι διώξεις των υπουργών γίνουν μετά τον Οκτώβριο. Ακόμα και η σπουδή της κυβέρνησης να φέρει τώρα τη ρύθμιση αποκαλύπτει πως υπάρχει νομικό ζήτημα και ότι η άσκηση δίωξης κατά των υπευθύνων για το έγκλημα των Τεμπών επείγει. Εκτός κι αν η κυβέρνηση σχεδιάζει να πετάξει το «μπαλάκι» της παραγραφής στην Δικαιοσύνη...
Νομικά έωλη και πολιτικά ύποπτη η πρόταση της κυβέρνησης

«Η πρόταση της κυβέρνησης να “διαπιστώσει” η Βουλή την κατάργηση του νόμου περί ευθύνης υπουργών, με την οποία προβλέπεται συντομότερη παραγραφή για τα υπουργικά αδικήματα, είναι νομικά έωλη και πολιτικά ύποπτη.
Η Βουλή νομοθετεί. Δηλαδή είτε θεσπίζει είτε καταργεί κανόνες Δικαίου. Σε ό,τι αφορά τη διάταξη για την παραγραφή των υπουργικών αδικημάτων, αυτή συνεχίζει να ισχύει μέχρι να καταργηθεί ρητά για τον εξής λόγο: Το 2019 καταργήθηκε με την αναθεώρηση η όμοιου περιεχομένου ρύθμιση, με αποτέλεσμα το σύνταγμα να μην προβλέπει πια τη σύντομη αποσβεστική προθεσμία που καταλάμβανε τα υπουργικά αδικήματα. Αντίθετα, για την ποινική δίωξη υπουργών ο καταστατικός χάρτης παραπέμπει ρητά στον νόμο.
Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει μετά το 2019 συνταγματικός κανόνας με βάση τον οποίο θα μπορούσε να κριθεί η αντισυνταγματικότητα της αποσβεστικής προθεσμίας που εισάγει ο νομοθέτης. Επομένως, μέχρι την κατάργησή της αυτή θα συνεχίσει να ισχύει. Ή τουλάχιστον κατά τον χρόνο τέλεσης των αδικημάτων η ρύθμιση αυτή ήταν σε ισχύ και ο δικαστής είναι υποχρεωμένος, με βάση το άρθρο 7 του συντάγματος και το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ (Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων Ανθρώπου), να την εφαρμόσει.
Για να μην παραγραφούν αδικήματα που τυχόν τελέστηκαν από υπουργούς, θα πρέπει η ποινική δίωξη να ασκηθεί μέχρι το πέρας της παρούσας συνόδου της Βουλής».
Η Ιφιγένεια Καμτσίδου είναι καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Δεν τίθεται θέμα ατιμωρησίας, αλλά οι υποθέσεις να ερευνηθούν έως τον Σεπτέμβριο

«Η γνώμη μου είναι ότι η διάταξη του νόμου περί ευθύνης υπουργών καταλαμβάνει μόνο εγκλήματα που τελέστηκαν όσο ίσχυε η συνταγματική προθεσμία της Βουλής να τα διώξει. Δηλαδή από το 2001 ως το 2019. Η προθεσμία αυτή καταργήθηκε στις 28 Νοεμβρίου του 2019 με τη συνταγματική αναθεώρηση. Επομένως, για τα εφεξής τελούμενα εγκλήματα δεν τίθεται θέμα ατιμωρησίας. Ωστόσο, έχει δίκιο ο Ευάγγελος Βενιζέλος ότι η πρόνοια υποδεικνύει ότι τυχόν γνωστές και ώριμες υποθέσεις να μην αφεθούν για μετά τον Σεπτέμβριο του 2025».
Ο Νίκος Παπασπύρου είναι αναπληρωτής καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών