Σε αυτή την περίπτωση η δημοφιλία είναι ανάλογη της ποιότητας, καθώς σπάνια έχουμε έρθει σε επαφή με ένα τόσο δυνατό οικογενειακό δράμα που μπορεί να καυχιέται για εκπληκτικές ερμηνείες οι οποίες ενισχύουν την αίσθηση πανικού και καχυποψίας. Το εξαιρετικά λεπτοδουλεμένο σενάριο αναδεικνύει με ευαισθησία τον καταθλιπτικό ρεαλισμό της εργατικής τάξης, σε συνδυασμό με μια αδιάκοπη, χορογραφημένη, μονόπρακτη λήψη χωρίς μοντάζ που εντυπωσιάζει με τη δεξιοτεχνία της. Είναι βέβαιο ότι η πυρετώδης σκηνοθεσία του Φίλιπ Μπαραντίνι και η ερμηνεία του Στίβεν Γκρέιαμ, ενός από τους καλύτερους ηθοποιούς της γενιάς του, θα αποσπάσουν πολλά βραβεία.
Δολοφονία συμμαθήτριας
Η ιστορία της σειράς αφορά ένα έφηβο αγόρι που κατηγορείται για τη δολοφονία μιας συμμαθήτριάς του, η οποία υπέκυψε σε θανάσιμες μαχαιριές. Η οικογένεια αρχικά σαστίζει, ενώ οι νομικές διαδικασίες προχωρούν και η αρχική καχυποψία των γονέων οδηγεί προοδευτικά σε πανικό. Πίσω από το αστυνομικό μυστήριο ξεπροβάλλουν επίκαιρα και ως έναν βαθμό αόρατα ζητήματα, που οδηγούν στην έμφυλη αντιπαλότητα και στην ωμή νεανική βία. Ο τρόμος των γονέων βασίζεται στην πεποίθηση πως ό,τι κι αν πράξουν για το καλό του παιδιού τους αυτό διαμορφώνεται ερήμην τους και εν πολλοίς σε πείσμα τους κυρίως μέσα από το πληροφοριακό χάος του Διαδικτύου.
Η μάχη με την τοξική βία που εκκρίνει η εφηβική αδρεναλίνη των αγοριών τα οποία ιδιωτεύουν μπροστά στις οθόνες τους είναι μάλλον χαμένη. Η πραγματικότητα λέει πως ορδές αγοριών βρίσκονται υπό την επιρροή εγκληματιών, όπως ο Άντριου Τέιτ, που κηρύττουν το ευαγγέλιο της «ανδρόσφαιρας» και έχουν ως ίνδαλμα τον Έλιοτ Ρότζερ και ανάλογους influencers οι οποίοι έσπειραν το μίσος απέναντι σε κάθε θηλυκότητα και καθοδήγησαν τη μισογυνική τρομοκρατία. Τα αγόρια αυτά αντιδρούν στη σκέψη ότι δεν θα γίνουν ποτέ το αντικείμενο του πόθου των πιο γοητευτικών κοριτσιών και η ανησυχητική διαπίστωση είναι πως ο αυτοπροσδιορισμός της αρρενωπότητας αποκτά την πιο γκροτέσκα μορφή του στις ηλικίες μεταξύ 12 και 16 ετών. Άλλωστε μόνο στη Βρετανία τα θανάσιμα μαχαιρώματα ανάμεσα σε ανηλίκους έχουν σχεδόν τριπλασιαστεί την τελευταία δεκαετία.
Φρικώδεις ψηφιακές θεωρίες
Η συζήτηση για ένα τόσο ακανθώδες θέμα δεν χωράει προφανείς, τεχνοφοβικές και συντηρητικές λύσεις, όπως το αν φταίει για όλα η έλλειψη νομοθετικού πλαισίου για την ασύδοτη διαδικτυακή επικοινωνία ή για τα ποικίλα social media ή για το αν οι ανήλικοι πρέπει να επιτρέπεται να κατέχουν smartphones. Οποιαδήποτε πολιτική ή νομική απόπειρα να περιοριστούν αυτά τα φαινόμενα θα καταπέσει πολύ γρήγορα. Επιπλέον, ο τρόμος των περισσότερων γονιών που δεν έχουν σχέση με την τεχνολογία ενδέχεται να τους οδηγήσει σε πανικόβλητες έρευνες για παράξενα emojis στις επικοινωνίες και τραγελαφικές αναζητήσεις των λέξεων «manosphere», «cyberbullying» και «Incel» στα κινητά, με την ίδια γραφικότητα που οι γονείς προηγούμενων γενιών έψαχναν στους ροκ και χέβι μέταλ δίσκους των παιδιών τους για αντίστροφα σατανιστικά μηνύματα στους στίχους.
Το επεισόδιο που προκάλεσε τον εντονότερο θόρυβο είναι το τρίτο, το οποίο διαδραματίζεται σε ένα ίδρυμα κράτησης ανηλίκων, εκεί όπου η εντεταλμένη παιδοψυχολόγος προσπαθεί να βγάλει συμπεράσματα για τα ενδεχόμενα κίνητρα, με τη συμπεριφορά του εφήβου να θυμίζει τη μια στιγμή μικρό αγόρι και την αμέσως επόμενη έναν οργισμένο ενήλικα. Η πιο άβολη συνειδητοποίηση είναι πως το αγόρι δεν είναι θύμα ενδοοικογενειακής βίας ή σεξουαλικής κακοποίησης. Αντιθέτως, είναι ένα κοινωνικό παιδί που δεν έχει προβλήματα με τη ζωή στο σχολείο ή με τα μαθήματά του. Η μόνη λεπτομέρεια που του ξεφεύγει είναι η πεποίθηση πως το 80% των γυναικών έλκεται από το 20% των ανδρών. Όταν αυτό το άγουρο μυαλό ξεστομίζει αυτό το στατιστικό έκτρωμα που έχει γεννηθεί μέσα από τις φρικώδεις ψηφιακές θεωρίες των αρσενικών «Incel», τότε τα πράγματα είναι πολύ άσχημα, και μπροστά σε αυτή την ταχύτατη εξέλιξη η γονική εποπτεία καθίσταται μάλλον ανίσχυρη. Ως αποτέλεσμα, οι δύο δύσμοιροι και καλόβολοι γονείς της σειράς αναρωτιούνται αν έσφαλαν που παραχώρησαν στον γιο τους ελεύθερη πρόσβαση στο Διαδίκτυο.
Σχολικές προβολές
Το «Adolescence» έχει πυροδοτήσει τον κοινωνικό διάλογο σε τέτοιο βαθμό, που αποφασίστηκε να προβληθεί δωρεάν σε Γυμνάσια και Λύκεια του Ηνωμένου Βασιλείου. Μάλιστα ο Βρετανός πρωθυπουργός Κιρ Στάρμερ συνομίλησε με τους δημιουργούς της σειράς για την απόφασή του, εκφράζοντας την ελπίδα του πως η σειρά θα λειάνει κάποιες τοξικές διαδικτυακές επιρροές των πιο ευάλωτων μαθητών. Αντίθετη άποψη διατύπωσε ο Μπόρις Τζόνσον, ο οποίος χαρακτήρισε τη σειρά ένα «εμετικό μείγμα ανοησίας και woke κουλτούρας». Ο πρώην πρωθυπουργός της Βρετανίας στη στήλη του στην Daily Mail έγραψε ότι η προβολή της σειράς στα σχολεία καταδεικνύει τη «σκληρή αδιαφορία της κυβέρνησης για τις πραγματικές εκπαιδευτικές ανάγκες των παιδιών σήμερα». Πέρα από αυτή την ανούσια μικροπολιτική κόντρα, ας θυμόμαστε πως η κριτική επεξεργασία και η πρόσληψη των συναισθημάτων από έργα μυθοπλασίας δεν μπορεί να έχουν σχέση με διδακτέα ύλη και μια καλλιτεχνική δημιουργία δεν οφείλει και δεν πρέπει να αποκτά ρόλο παιδοψυχολόγου ή να στοχεύει στην επιρροή των εκπαιδευτικών φορέων και της Πολιτείας.