Live τώρα    
21°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Ελαφρές νεφώσεις
21 °C
20.6°C22.4°C
4 BF 41%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ελαφρές νεφώσεις
19 °C
17.0°C19.3°C
3 BF 57%
ΠΑΤΡΑ
Αραιές νεφώσεις
17 °C
16.5°C18.0°C
5 BF 68%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Σποραδικές νεφώσεις
20 °C
18.8°C21.1°C
6 BF 59%
ΛΑΡΙΣΑ
Σποραδικές νεφώσεις
21 °C
20.7°C20.9°C
4 BF 35%
Γιώργος Αρβανίτης / «Δημοκρατία» οικογενειοκρατίας είναι η σημερινή κυβέρνηση
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Γιώργος Αρβανίτης / «Δημοκρατία» οικογενειοκρατίας είναι η σημερινή κυβέρνηση

132278801.jpg
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

«Στην παιδική μου ηλικία δεν θυμάμαι μια ηλιόλουστη μέρα» λέει. Η ζωή του ξεκίνησε φωτισμένη στο γκρίζο της εμφυλιακής ελληνικής περιπέτειας. Ξανασυνάντησε το φως των παιδικών του χρόνων στην «Αναπαράσταση» του Θόδωρου Αγγελόπουλου, εκεί κατέκτησε και το προσωπικό του στιλ στην τέχνη του και κατόρθωσε έκτοτε να διαγράψει μια πορεία ζηλευτή στα διεθνή κινηματογραφικά πλατό, φωτίζοντας μερικές από τις σπουδαιότερες ταινίες της εποχής μας. Σκυμμένος μια ζωή πίσω από την κάμερα, ο Γιώργος Αρβανίτης έγινε ένας μάγος της φωτογραφίας που σε ένα πλάνο μπορεί να κλείσει όλη τη μελαγχολία του κόσμου αλλά και τα πιο μύχια μυστικά του φωτός.

«Το φως είναι η ψυχή» λέει. Έχει την Ελλάδα στην ψυχή του μολονότι δεν σκοπεύει να επιστρέψει από τη Γαλλία, όπου ζει μόνιμα τις τελευταίες δεκαετίες. Πηγαινοέρχεται όμως. Η απόσταση του δίνει την ευκαιρία να βλέπει τις φωτοσκιάσεις αλλά και το σκοτάδι όταν απλώνεται στη χώρα. «Αυτό, ότι όποιος δεν προσαρμόζεται πεθαίνει, πώς μπορείτε να το δείτε εσείς φωτογραφημένο; Σκοτάδι είναι» επιμένει.

Από τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, τον Φόλκερ Σλέντορφ, τον Ελία Καζάν αλλά και τον Φίνο, τον ελληνικό κινηματογράφο και το φως στον κινηματογράφο, μέχρι τη διαδρομή του στην τέχνη και από τη δημοκρατία και τη δικαιοσύνη που συνάντησε στη Γαλλία μέχρι τη «“δημοκρατία” της οικογενειοκρατίας», όπως ονομάζει τη σημερινή κυβέρνηση, ο διεθνής Έλληνας διευθυντής φωτογραφίας μιλάει για όλα, δίνοντας παράλληλα ψηφίδες από την αυτοβιογραφία του που θα κυκλοφορήσει πριν τα Χριστούγεννα από τις εκδόσεις Πατάκη, φωτίζοντας για πρώτη φορά την περιπέτεια της δικής του ζωής.

Πώς ξεκίνησε η περιπέτειά σας στον κινηματογράφο; Πώς από το Δίλοφο της Φθιώτιδας βρεθήκατε στα μεγάλα πλατό πλάι στον Αγγελόπουλο, τον Σλέντορφ και άλλους διεθνείς;

Εντελώς τυχαία. Γεννήθηκα σ’ αυτό το ορεινό χωριό της Φθιώτιδας, η οικογένειά μου καταστράφηκε στον Εμφύλιο. Η μητέρα μου ήταν φυλακισμένη στις φυλακές Αβέρωφ, ο πατέρας μου σκοτώθηκε στο δεύτερο Αντάρτικο ένα βράδυ. Τότε κυριαρχούσαν οι Σουρλαίοι στην περιοχή. Ο πατέρας πήγε να ψηφίσει στις πρώτες ελεύθερες εκλογές και ένας παρακρατικός με ένα περίστροφο στο χέρι του έδωσε ένα φάκελο σφραγισμένο να ρίξει στην κάλπη. Έτσι ανέβηκε στο βουνό. Εξαιτίας αυτού πιάσανε τη μάνα μου. Μείναμε τέσσερα παιδιά μόνα στο χωριό και ήρθε ο αδελφός της μάνας μου και μας πήρε μαζί του στη Νέα Πεντέλη. Τέσσερα εμείς και τέσσερα παιδιά αυτός, καταλαβαίνεις εκείνη την εποχή πώς τα βγάζαμε πέρα. Άρχισα να δουλεύω από πολύ μικρός στο γαλακτοπωλείο του και το απόγευμα πήγαινα σχολείο. Στις εθνικές γιορτές που κάναμε παραστάσεις μου κόλλησε η ιδέα του ηθοποιού. Όταν τελείωσα το Δημοτικό, έπρεπε να μάθω μια τέχνη. Δίπλα στον θείο μου υπήρχε ένας ηλεκτρολόγος, άρχισα να δουλεύω μαζί του ως βοηθός. Μετά συνέχισα σε έναν άλλο ηλεκτρολόγο σε οικοδομές και το βράδυ πήγαινα σε ένα τεχνικό σχολείο πίσω από τη λαχαναγορά, στην πλατεία Θεάτρου, για να σπουδάσω ηλεκτρολόγος. Τελείωσα αριστούχος έπειτα από τέσσερα χρόνια και μετά μου μπήκε η ιδέα να γίνω ηθοποιός. Πήγα σε μια σχολή, ήταν πολύ καλή, αλλά δεν κράτησε πάνω από έναν χρόνο. Εκεί όμως για πρώτη ήρθα σε επαφή με πολύ σπουδαίους. Μουσική μας έκανε ο Μάριος Βάρβογλης, Ιστορία Τέχνης ο Κωστής Μερανέος, Υποκριτική ο Θάνος Κωτσόπουλος, ο Μάνος Κατράκης, Κινηματογράφο ο Ερρίκος Ανδρέου -μόλις είχε έρθει τότε σπουδαγμένος από το Λονδίνο- και άρχισαν να ανοίγουν τα μάτια μου. Στην ίδια σχολή ερχόταν και ένας ηλεκτρολόγος κινηματογράφου και μεσολάβησε και πήγα στα στούντιο Τζανή Αλιφέρη, στα Πατήσια. Πρώτη μου ταινία «Ο τσακιτζής» με τον Ανδρέα Μπάρκουλη. Ήμουνα το παιδί που μάζευε τα καλώδια, σφουγγάριζε τον χώρο, το παιδί για όλες τις δουλειές.

Σιγά-σιγά είδα την κάμερα εκεί. Τότε δεν μπορούσες να πλησιάσεις την κάμερα, ήταν ιερό πράγμα. Κατ’ αρχάς φοβόντουσαν μην τυχόν πάθει καμιά ζημιά και δεύτερον χωρίς τους οπερατέρ δεν γινόταν τίποτα και δεν προδίδαν τα μυστικά τους. Προσπαθούσα να ακούσω, να μάθω, ήμουνα και η μασκότ του στούντιο, και ρωτούσα να μάθω. Μου εξηγούσαν. Όταν φεύγαν οι άλλοι, πήγαινα και περιεργαζόμουνα την κάμερα. Και κάποια στιγμή δανείστηκα μια φωτογραφική μηχανή και έβγαζα φωτογραφίες τα αδέλφια μου, τους γείτονες, και γεμάτος περηφάνια όταν τις τύπωσα τις έδειχνα. Κάποιος απ’ όλους μου λέει «έλα εδώ». Με ρώτησε κάποια τεχνικά, του εξήγησα και με ρώτησε αν θέλω να δουλέψω σαν βοηθός οπερατέρ. Με ρώτησε επίσης αν ήξερα την κάμερα. Εγώ την ήξερα απέξω χωρίς να την έχω αγγίξει. «Αύριο το πρωί ξεκινάμε» μου λέει. Πήγα στη Σαμπατάκος Φιλμ, έτσι λεγόταν η εταιρεία, και η πρώτη ταινία θυμάμαι ήταν «Η Διαμάντω η πονεμένη τσελιγκοπούλα» με την Ντίνα Ντριάντη. Δούλεψα εκεί μέχρι να πάω φαντάρος. Μόλις τέλειωσα το στρατιωτικό, βρέθηκε στον δρόμο μου ο Νίκος Γαρδέλης, ήταν πολύ σημαντικός, μόλις είχε τελειώσει «Τα κόκκινα φανάρια», είχε στο μεταξύ ακουστεί ότι είμαι καλός βοηθός, και μου λέει «θέλω βοηθό, θα ’ρθεις;». Και πήγα, κάναμε μαζί πρώτη ταινία την «Προδοσία» του Κώστα Μανουσάκη και δεύτερη την ταινία «Ο φόβος». Εκεί άλλαξα παραστάσεις, αλλιώς φώτιζε ο Γαρδέλης, άλλα πράγματα ανακάλυψα.

Αυτός έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο ξεκίνημά σας;

Οχι, καθοριστικός ήταν ο πρώτος μου οπερατέρ, ο Γιώργος Καβάγιας. Αν σήμερα είμαι κάτι, το οφείλω σ’ αυτόν, γιατί με έβαζε να διαβάζω, άκουγε μόνο κλασική μουσική, μου άνοιξε τα μάτια. Και μετά δούλεψα με τον Γαρδέλη. Μια μέρα, ήταν 1963, στο σπίτι δεν είχαμε τηλέφωνο, με φωνάζει ο περιπτεράς ότι με ζητούν στο τηλέφωνο. Ήταν από τη Φίνος Φιλμ. Δεν πίστευα στην τύχη μου, διότι τότε το όνειρο κάθε παιδιού ήταν να δουλέψει στη Φίνος. Συναντήθηκα με τον Φίνο. «Θέλω να κάνω μια ταινία, είσαι ελεύθερος;» μου λέει. «Είμαι» του λέω και τον ρωτάω ποιος είναι οπερατέρ. «Εσύ» απαντάει. Ο Φίνος με έκανε οπερατέρ. Η πρώτη ταινία μου ήταν «Ο ξυπόλητος πρίγκιπας» του Γιάννη Δαλιανίδη, έγχρωμη σινεμασκόπ, με τον Βουτσά. Πρώτη μου εμπειρία με το έγχρωμο. Και τώρα που τη βλέπω, ε, έχει καλά στοιχεία, αλλά δεν μπορείς να μιλήσεις για στιλ φωτογραφικό.

Το δικό σας στιλ πότε το κατακτήσατε;

Το κατέκτησα με τον Αγγελόπουλο, στην «Αναπαράσταση». Και μετά με άλλες ταινίες, αλλά αυτό που ακούγεται για μένα και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό είναι μέσα από τις ταινίες του Αγγελόπουλου. Από την Ελλάδα ξεκίνησα με τα εφόδια των ταινιών του Αγγελόπουλου.

Πώς τον συναντήσατε;

Είχε έρθει από το Παρίσι και έγραφε κριτική κινηματογράφου στην «Ελευθερία». Τότε ο Παντελής Βούλγαρης, ο Γιώργος Κατακουζηνός και κάποιοι άλλοι είχαμε την ιδέα να κάνουμε μικρού μήκους ταινίες όπου θα ενώναμε τέσσερις ιστορίες και θα κάναμε ένα σπονδυλωτό φιλμ. Εκεί γνωριστήκαμε, κάναμε παρέα και μου πρότεινε να κάνω την πρώτη του μικρού μήκους, την «Εκπομπή». Τελειώσαμε την ταινία και μετά μου προτείνει να κάνουμε την «Αναπαράσταση». Όταν διάβασα το σενάριο και πήγα στη Βίτσα και στο Μονοδέντρι στα Ζαγόρια για τα γυρίσματα, εκεί ξαναβρήκα το φως των παιδικών μου χρόνων.

Πώς ήταν το φως των παιδικών σας χρόνων;

Στην παιδική μου ηλικία δεν θυμάμαι μια ηλιόλουστη μέρα. Αυτό που είχε μείνει στην ψυχή μου ήταν το γκρίζο φως. Και στη ζωή μου, και στη μνήμη μου. Αυτή η εικόνα που έκανα στην «Αναπαράσταση» βγήκε μόνη της, από μέσα μου. Μετά δέσαμε με τον Αγγελόπουλο, κάναμε τις «Μέρες του ’36», που το έγχρωμο πια ήταν κάτι άλλο. Δεν ήταν οι «Θαλασσιές οι χάντρες» που έκανα στον Φίνο ούτε με τις ταινίες της Βουγιουκλάκη. Εκεί λοιπόν άρχισα να ψάχνω και να ανακαλύπτω τελικά ότι το φως είναι μέσο έκφρασης και όχι τεχνικό μέσο. Κι από κει είδα τα πράγματα τελείως διαφορετικά.

Τι είναι το φως τελικά;

Το φως επηρεάζει και τη ζωή των ανθρώπων. Όταν έφυγα για πρώτη φορά από την Ελλάδα και έκανα την πρώτη μου ταινία στο εξωτερικό, ήταν στο Βέλγιο τον Φεβρουάριο του 1975. Έφτασα στις Βρυξέλλες απόγευμα, πήγα στο ξενοδοχείο, ξάπλωσα και όταν συνήλθα και λέω να σηκωθώ, συνειδητοποίησα ότι είχαν περάσει δύο ώρες και εγώ κοίταζα το ταβάνι. Εκεί κατάλαβα ότι το φως σε ακινητοποιεί, δεν είναι σαν το δικό μας που μπαίνει από τα παράθυρα και σε παρακινεί να βγεις έξω. Γι’ αυτό και οι Βόρειοι έχουν τόσο διαφορετική ψυχολογία από μας. Εμείς είμαστε εξωστρεφείς. Το φως για μένα είναι στην ψυχή. Παίζει πολύ μεγάλο ρόλο στη ζωή μας όσο κι αν δεν το καταλαβαίνουμε.

Πώς φωτίζετε τα πρόσωπα;

Δεν φωτίζω πρόσωπα, φωτίζω χαρακτήρες. Το ίδιο πρόσωπο, κατά τη γνώμη μου, αν το φωτίσεις διαφορετικά σε πέντε διαφορετικές ταινίες, είναι πέντε διαφορετικοί χαρακτήρες. Μέσα από το φως προσπαθώ να ανιχνεύσω την ψυχή του ήρωα. Μην ξεχνάτε ότι ο διευθυντής φωτογραφίας σε μια ταινία είναι αυτός που κάνει εικόνες, το σενάριο που είναι το όραμα του σκηνοθέτη. Το ζητούμενο είναι να υπάρχει όραμα, γιατί υπάρχουν και ταινίες που δεν υπάρχει όραμα. Αλλά τις κάνω κι αυτές τις ταινίες, γιατί πρέπει να ζήσω.

Με τον Αγγελόπουλο μοιραστήκατε το ίδιο όραμα;

Συναντήθηκαν τα οράματά μας. Το αποτέλεσμα το εξηγεί αυτό. Στο τέλος δεν μιλάγαμε πια, ήξερε, με κοίταζε, κάναμε μια πρόβα κι αν είχαμε διαφορές, τις κουβεντιάζαμε και προχωρούσαμε παρακάτω. Συνήθως οι ιδέες μας συμπίπτανε. Με τον Αγγελόπουλο δέσαμε γιατί καταλάβαινε ο ένας τι θέλει να κάνει ο άλλος. Είχαμε το δέσιμο της ίδιας σκέψης. Είχα την τύχη με τον Αγγελόπουλο, οι χώροι που διάλεγε, το σενάριο που είχε, οι χαρακτήρες που έφτιαχνε, να με οδηγούν στη συγκεκριμένη κατεύθυνση.

Τι καθορίζει τη σχέση ανάμεσα στον σκηνοθέτη και τον διευθυντή φωτογραφίας;

Κατ’ αρχάς θα πρέπει ο διευθυντής φωτογραφίας να καταλάβει το σενάριο, να συζητήσει την ταινία μαζί του. Σκηνοθέτης και φωτογράφος πρέπει να είναι ένα σώμα, γιατί ούτε ο σκηνοθέτης κάνει μόνος του την ταινία ούτε ο διευθυντής φωτογραφίας. Μην ξεχνάμε ότι μεγάλοι σκηνοθέτες έχουν τους δικούς τους φωτογράφους, όπως ο Μπέργκμαν τον Ίγκβιστ, ο Μπερτολούτσι τον Βιτόριο Στοράρο, ο Κιούμπρικ τον Τζον Άλμποτ κ.ά. Έτσι βγαίνει αυτό που βλέπει ο θεατής στην οθόνη.

Εκτός από τον Αγγελόπουλο, ποιοι άλλοι σας καθόρισαν;

Με τον Σλέντορφ ήταν μια εμπειρία τελείως διαφορετική. Δούλεψα με τον Μάρκο Μπελόκιο στην Ιταλία, με τον Φερέρι, με αρκετούς Γάλλους, δούλεψα στην Αγγλία. Κάθε χώρα και κάθε κινηματογραφία έχει τελείως διαφορετικό σύστημα. Οι Εγγλέζοι είναι πάρα πολύ σοβαροί, είναι συγκεκριμένοι σ’ αυτό που ζητάνε, δεν επεμβαίνουν στη δουλειά σου. Ετοίμαζα και μια ταινία με τον Ελία Καζάν, ήταν η συνέχεια του «Αμέρικα Αμέρικα». Η ταινία δεν έγινε, δεν ξέρω για ποιους λόγους, μας ειδοποίησαν μία εβδομάδα πριν αρχίσουμε τα γυρίσματα, αλλά πέρασα τρεις μήνες μαζί του όπου πήρα πολλά πράγματα απ’ αυτόν. Ο τρόπος που δούλευε με τους ηθοποιούς ήταν συγκλονιστικός. Μου έλεγε «το τεχνικό μέρος εγώ δεν το ξέρω, θα σου εξηγώ τη σκηνή και θέλω αυτό που σου εξήγησα να το δω στην οθόνη». Αυτό ήταν πολύ μεγάλο βάρος. Να έχεις τον Καζάν απέναντί σου και να λες «αν δεν του αρέσει;».

Κι αυτός ο συγκλονιστικός σκηνοθέτης βρέθηκε σε μια κομβική στιγμή της Ιστορίας να κατηγορείται ότι κατέδιδε συναδέλφους του…

Επειδή κάναμε την κουβέντα, μου είπε το εξής: «Εγώ ήμουνα φυγάς, ήξερα ότι ξέρανε τα πάντα για όλους. Ή θα πέταγα την καριέρα μου έξω και θα βρισκόμουν στη θέση των άλλων, ή θα συνέχιζα, γιατί εγώ είχα ένα όραμα, να κάνω κινηματογράφο». Αυτό μου είχε πει εμένα. Το θεώρησε μάταιο, ίσως. Σου λέει, αφού τα ξέρουν όλα, ούτε εκείνοι θα γλιτώσουν ούτε εγώ, οπότε ας τα πω. Το ήξερε και ίσως ήταν και το πρόβλημά του το μεγάλο.

Δεν σας είχε πει ότι είναι το μεγάλο του πρόβλημα;

Όχι, αλλά το καταλάβαινα, τον βασάνιζε.

Τον νέο ελληνικό κινηματογράφο πώς τον βλέπετε;

Δεν τον έχω παρακολουθήσει, δυστυχώς, γιατί εδώ ελληνικές ταινίες δεν έρχονται. Ο ελληνικός κινηματογράφος δεν είναι εξαγώγιμος. Από αυτά που έχω δει, πολλά δεν είναι ελληνικός κινηματογράφος. Όταν βλέπω μια εγγλέζικη ταινία, λέω είναι εγγλέζικη ταινία, όταν βλέπω μια γαλλική, λέω είναι γαλλική ταινία. Όταν βλέπω ελληνικό κινηματογράφο, δεν ξέρω. Ελληνικά θέματα βλέπετε εσείς πουθενά; Γιατί συμβαίνουν πράγματα τα οποία μπορούν να βγουν και στο εξωτερικό αν γίνουν ταινία.

Αν δουλεύατε για μια ελληνική ταινία, ποια θέματα θα θέλατε να πραγματεύεται αυτή την περίοδο;

Κοινωνικά θέματα, δεν βλέπετε τι συμβαίνει γύρω μας; Μην ξεχνάτε ότι τον «Θίασο» τον κάναμε εν μέσω Χούντας. Μην μου πει κάποιος ότι δεν θα μπορέσω να γυρίσω αν κάνει ένα θέμα σημερινό.

Ως πολίτης που έχετε γνωρίσει και έχετε ζήσει το μεταπολεμικό ευρωπαϊκό όραμα, τι σκέφτεστε με όσα ζούμε σήμερα;

Είμαι μπερδεμένος. Βλέπετε τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή, ένα κουκούλωμα. Και δεν μιλάω μόνο για τις υποκλοπές, τα σκάνδαλα για τη Novartis και τόσα άλλα. Έπαθα σοκ όταν βγήκε η Ντόρα Μπακογιάννη και είπε ότι όποιος τολμήσει να μιλήσει θα πάει κάποια χρόνια φυλακή. Τι να περιμένω; Και ο κόσμος είναι μουδιασμένος. Δεν ξέρω πού θα πάει. Τι καθεστώς νομίζετε ότι έχουμε αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα; «Δημοκρατία» οικογενειοκρατίας έχουμε, έτσι ονομάζω εγώ τη σημερινή κυβέρνηση, και Δημοκρατία δεν είναι.

Σας ανησυχεί αυτή η κατάσταση;

Και βέβαια με ανησυχεί, γιατί μπορεί να μην ζω στην Ελλάδα, αλλά δεν μπορώ να απαρνηθώ την Ελλάδα. Με ενδιαφέρει και με ανησυχεί.

Στη Γαλλία τι γίνεται αυτή την περίοδο;

Εγώ που ζω στην επαρχία, εδώ η Λεπέν έχει υψηλά ποσοστά από τους αγρότες. Από την άλλη, έχει πολλά ο Μακρόν. Τώρα βέβαια έχει ανακάμψει λίγο ο Μελανσόν, θα δούμε τι θα γίνει. Κοίταζα προχθές τις τιμές του σούπερ μάρκετ. Στην Ελλάδα ένα κιλό καφές στο σούπερ μάρκετ έχει 25 ευρώ, εδώ έχει 15 ευρώ. Όμως τις τιμές μπορείς να τις συγκρίνεις με τους μισθούς. Όταν πας να αγοράσεις κάτι που έχει μισό ή ένα ευρώ παραπάνω από την Ελλάδα, δεν είναι ακριβό για τον Γάλλο, γιατί παίρνει 1.200 ευρώ κατώτατο μισθό. Υπάρχουν ανισότητες τρομακτικές. Όταν ήμουν, ας πούμε, στην Ελλάδα, με το σύστημα της ασφάλισης μου κλέβανε τα ένσημα, δεν μου τα κολλάγανε, δεν μπορούσα 24 ώρες το 24ωρο να κοιτάω τα ένσημα. Έφτασα στο τέλος έπειτα από 25 χρόνια δουλειάς να έχω μία σύνταξη, τιμητική μου είπανε, 300 ευρώ. Στη Γαλλία παίρνω 2.500 ευρώ σύνταξη.

Γιατί φύγατε από την Ελλάδα;

Το 1989 που έφυγα ο κινηματογράφος είχε αρχίσει να πέφτει. Είχα δύο επιλογές, ή να δουλέψω στην τηλεόραση, ή στη διαφήμιση. Στην τηλεόραση δεν ήθελα, γιατί με τις δουλειές που είχα κάνει να πάω να φωτίζω μια τηλεπερσόνα σε πρωινάδικο δεν μπορούσα. Είχα φωτίσει τη Βουγιουκλάκη. Τώρα βέβαια στα σίριαλ γίνεται κάποια δουλειά. Η διαφήμιση δεν μου πάει. Δεν μπορώ εγώ να φωτογραφίσω ένα προϊόν το οποίο μπορεί να μην είναι καλό και να πας εσύ ασυναίσθητα να το αγοράσεις. Γιατί η εικόνα σου μένει στο κεφάλι, εντυπώνεται. Από την άλλη πλευρά, έχω τρία παιδιά, έκανα έναν λογαριασμό πόσα θέλω τον χρόνο για φροντιστήρια, επί τρία, επί πόσα χρόνια και βγήκε ένα ποσό που όσο και να δούλευα δεν θα τα κατάφερνα. Οπότε πήρα των οματιών μου και έφυγα. Και, ευτυχώς, μου βγήκε σε καλό.

Ομως γυρίσατε στην Ελλάδα και γίνατε πρόεδρος στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Τι διαπιστώσατε στη θητεία σας;

Προσπάθησα κατ’ αρχάς να διορθώσω πάρα πολλά πράγματα, και τα κατάφερα.

Σε τι αναφέρεστε;

Ατασθαλίες, ένα έλλειμα 7 εκατομμυρίων που υπήρχε μπορέσαμε να το καλύψουμε και να αφήσουμε και πλεόνασμα όπως και 30% περισσότερους θεατές από πριν. Κι αυτό είναι μια νίκη. Προσπάθησα να αφοσιωθώ σ’ αυτά και να τα βγάλω πέρα. Δούλεψα για να γίνει καλύτερο το Φεστιβάλ, αν και το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης στην Ευρώπη έχει ένα πολύ καλό όνομα.

Πώς βλέπετε να διαγράφεται το μέλλον του κινηματογράφου την εποχή του ψηφιακού κόσμου και του Διαδικτύου;

Ο τρόπος που γίνεται ο κινηματογράφος δεν έχει αλλάξει. Είτε κάνεις μια ταινία με χολιγουντιανά χρήματα είτε με το κινητό σου τηλέφωνο, αυτό που έχει σημασία είναι η ιστορία, τι λες. Διότι αν έχεις τα πάντα, όλα τα μέσα και δεν έχεις να πεις τίποτα, είτε παραδοσιακά είτε ψηφιακά την κάνεις, είναι το ίδιο πράγμα. Ο κινηματογράφος είναι ιστορία, πρέπει να πεις κάτι και βεβαίως πρέπει να δίνεις ερεθίσματα στον θεατή, να τον ξυπνάς. Με ρωτάνε πολλές φορές πώς τα καταφέρνω με τον ψηφιακό κινηματογράφο. Έχει αλλάξει ο κινηματογράφος. Δεν έχει αλλάξει. Τους ηθοποιούς τους διδάσκεις διαφορετικά στο ψηφιακό; Όχι. Τους βάφεις διαφορετικά; Έχεις κάμερα; Ναι. Έχεις όλα τα εργαλεία που είχες και πριν; Ναι. Αυτό που έχει αλλάξει είναι ότι ο κινηματογράφος έχει επηρεαστεί από τη διαφήμιση και την τηλεόραση. Δεν μπορείς σήμερα να δεις σε μια ταινία ένα γενικό πλάνο. Είναι όλα κοντινά και δεν σε αφήνει να σκεφτείς. Είναι ένας βομβαρδισμός εικόνων. Είναι σαν την εποχή μας ο κινηματογράφος.

Πώς θα φωτίζατε την εποχή μας;

Ή θα τη φώτιζα πολύ κοντράστ, ή θα τη φώτιζα με μια αίσθηση αγωνίας στην εικόνα. Μπορεί ένα φως να ήταν μακριά, ενώ αυτό που συμβαίνει είναι στο ημίφως.

Από πού βλέπετε να έρχεται αυτό το φως;

Για να έρθει αυτό το φως, πρέπει να γίνουν τρομακτικές αλλαγές, πολιτικές αλλαγές, που να είναι επικεντρωμένες στη Δημοκρατία.

Θεωρείτε ότι υπάρχει έλλειμμα Δημοκρατίας στη χώρα μας;

Υπάρχει. Αυτό το πράγμα, το ότι όποιος δεν προσαρμόζεται πεθαίνει, πώς μπορείτε να το δείτε εσείς φωτογραφημένο; Σκοτάδι είναι.

Εναν μαθητή σας τι θα τον συμβουλεύατε;

Να μορφωθεί όσο το δυνατό περισσότερο και να αγωνιστεί με όλες του τις δυνάμεις για να αλλάξει αυτό που συμβαίνει προς το καλύτερο.

Αυτά που συζητάμε τώρα περιλαμβάνει το βιβλίο που ετοιμάζετε; Είναι η βιογραφία σας;

Είναι η ζωή μου μέχρι να μπω στον κινηματογράφο και μέχρι σήμερα.

Φαντάζομαι ότι είναι ένα βιβλίο με πολύ φως…

Δεν ξέρω. Τα πρώτα χρόνια ήταν σκοτεινά. Το φως μπήκε στη ζωή μου από τη στιγμή που μπήκα στον κινηματογράφο, όχι στην αρχή, από τότε που άρχισα να διαφοροποιούμαι και να καταλαβαίνω ορισμένα πράγματα. Πριν ήταν η αγωνία να επιζήσω και να γίνω κάτι, όχι με την έννοια να γίνω μεγάλος, ποτέ δεν το επιδίωξα ούτε το σκέφτηκα. Απλώς να γίνω κάτι, γιατί μεγάλωσα χωρίς οικογένεια και έπρεπε να σταθώ στα πόδια μου.

Ενα μεγάλο κεφάλαιο του βιβλίου σας μαθαίνω ότι είναι αφιερωμένο στην αλληλεγγύη των ανθρώπων. Γιατί στέκεστε εκεί;

Είναι πολύ σοβαρό αυτό το κεφάλαιο, η ίδια η αλληλεγγύη των ανθρώπων είναι πολύ σοβαρό ζήτημα. Σκεφτόμουν ότι αν ο καθένας από μας έκανε το ελάχιστο που μπορεί και κυρίως αν το κάνανε οι πολιτικές που εφαρμόζονται, σήμερα δεν θα υπήρχαν αυτές οι διαφορές. Κατ’ αρχάς δεν θα υπήρχαν οι ορδές των ανθρώπων που φεύγουν από τις χώρες τους γιατί πέφτουν οι βόμβες πάνω από το κεφάλι τους. Αυτό που ζούμε σήμερα είναι παραλογισμός, αυτή τη στιγμή τον κόσμο τον κυβερνάει το κεφάλαιο, δυστυχώς.

Σκέφτεστε να γυρίσετε στην Ελλάδα;

Δεν νομίζω. Πόσα χρόνια μου μένουν να ζήσω; Θέλω να τα ζήσω ήρεμα εδώ, στενοχωριέμαι πολύ στην Ελλάδα. Η Αθήνα έχει γίνει μια παμβρόμικη, αφιλόξενη πόλη και οι κάτοικοί της έχουν γίνει επιθετικοί και ανάγωγοι. Δεν είναι η Αθήνα που ήξερα.

Στη Γαλλία αισθανθήκατε πρόσφυγας, μετανάστης;

Όχι, γιατί και στον χώρο μου με δέχτηκαν οι άνθρωποι σαν να με ξέρανε. Όταν πήγα να πάρω τη γαλλική υπηκοότητα, με ρώτησαν γιατί θέλω να γίνω Γάλλος. Γιατί, τους απαντώ, γεννήθηκα σε μια χώρα που γεννήθηκε η Δημοκρατία και Δημοκρατία σημαίνει να έχεις φωνή. Εγώ λοιπόν ζω εδώ, εργάζομαι εδώ, τα παιδιά μου πηγαίνουν σχολείο, πληρώνω φόρους, αλλά δεν έχω φωνή. Δεν με ρώτησαν τίποτε άλλο, μου έδωσαν την υπηκοότητα. Όταν εγκαταστάθηκα στη Γαλλία, μου είπαν ότι με τρία παιδιά είμαι πολύτεκνος και δικαιούμαι 50% έκπτωση στα μεταφορικά μέσα στο Παρίσι και 30% σε όλη την επικράτεια, χωρίς να μου ζητήσουν χαρτιά, αιτήσεις κ.λπ. Όταν τα παιδιά μου στο σχολείο πήγαιναν εκδρομές, το δημαρχείο είχε ένα ποσό για να τις καλύπτει. Όταν δεν έφτανε το ποσό αυτό, πλήρωναν και οι γονείς. Πώς όμως; Ανάλογα με τη φορολογική τους δήλωση. Αυτό σημαίνει Δημοκρατία. Υπάρχει περισσότερη δικαιοσύνη, πράγμα που δεν υπάρχει στην Ελλάδα.

Μπορεί να διορθωθεί;

Η δύναμη του κάθε λαού είναι η ψήφος του. Ο λαός θα οδηγήσει να αλλάξουν τα πράγματα. Η ψήφος είναι η δύναμή μας και ελπίζω να αλλάξουν τα πράγματα. Απαραίτητα πρέπει να γίνει μια κοινωνική και πολιτική αλλαγή.

Πανεπιστημιακή αστυνομία υπάρχει στη Γαλλία;

Όχι, δεν υπάρχει αστυνομία στο γαλλικό πανεπιστήμιο. Εάν συμβεί κάτι, τότε θα καλέσουν την αστυνομία. Στην Ελλάδα ετοιμάζουν κοντρόλ σε όλα, αυτό είναι στέρηση ελευθερίας. Καταργήσανε το μάθημα της Κοινωνιολογίας. Όταν αρχίζουν και επεμβαίνουν και στη σκέψη, σου στερούν τη δυνατότητα να διαφωνείς ή και να συμφωνείς. Είναι θέμα Δημοκρατίας. Δεν είναι τυχαίο που στην τηλεόραση υπάρχουν τόσα κανάλια και λένε όλα το ίδιο.

Αν σας καλούσε ένας πρωθυπουργός, ένας υπουργός να τον συμβουλεύσετε για τον κινηματογράφο, τι θα του λέγατε;

Θα έτρεχα με τα τέσσερα να του πω την εμπειρία μου, γιατί για να υπάρξει κινηματογράφος στην Ελλάδα, πρέπει να υπάρξει μια εθνική στρατηγική. Βλέπετε, τώρα θριαμβολογούν ότι η Θεσσαλονίκη έχει γίνει Χόλιγουντ και γυρίζονται ταινίες αμερικανικές. Εγώ έχω κάνει τρεις γαλλικές ταινίες στη Ρουμανία, το 90% του προσωπικού ήταν Ρουμάνοι. Στη Θεσσαλονίκη δεν δούλευαν Έλληνες τεχνικοί, δούλευαν οι Βούλγαροι και πληρώνονταν εκεί. Θα έρθει, λέει, η Μπογιάνο να φτιάξει στούντιο στη Θεσσαλονίκη. Εμείς δεν μπορούμε;

Μπορούμε;

Πώς δεν μπορούμε! Μια φορά ήμουν στη Δράμα μαζί με τον πρύτανη. Είχα δει ένα τεράστιο πλάτωμα 3.000 στρέμματα με λόφους και τον ρώτησα πού ανήκει. «Στον δήμο» μου λέει. «Πόσες κατασκευαστικές εταιρείες έχει η Βόρεια Ελλάδα;» ξαναρωτάω. «Πάρα πολλές» μου λέει. «Γιατί δεν τις καλείτε μαζί με έναν πολεοδόμο και να φτιάξουν ένα τμήμα μιας πόλης, της παλιάς Αθήνας ή της Θεσσαλονίκης και να χτίσουν μονάχα προσόψεις κτηρίων και να δημιουργηθεί ένα στούντιο εξωτερικό που σήμερα δεν υπάρχει;». Έτσι θα μπορούσες να καλέσεις και απέξω να γυρίσουν ταινίες και επειδή θέλουν να κάνουν σχολή κινηματογράφου στη Δράμα, τα παιδιά να είναι μέσα στο στούντιο. Κυρίως όμως αν μου ζητούσαν τη γνώμη μου, θα επέμενα στην εκπαίδευση, όχι μόνο την τεχνική την εκπαίδευση γενικώς αλλά και την καλλιτεχνική εκπαίδευση, γιατί η τέχνη ανορθώνει έναν λαό. Η παιδεία είναι η βάση.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL