Θα ξεκινήσω με ένα απόσπασμα -που πάντα με συγκινεί και που μου δίνει μια απάντηση στο διαρκές ερώτημα «τι είναι λογοτεχνία»- της μεγάλης Άννα Αχμάτοβα: «Στα φοβερά χρόνια της γιεζόφσινα, πέρασα δεκαεπτά μήνες περιμένοντας στην ουρά, μπροστά στις φυλακές του Λένινγκραντ. Μια μέρα, κάποιος με “αναγνώρισε”'. Τότε μια γυναίκα που στεκόταν πίσω μου και δεν είχε ακούσει βέβαια ποτέ της τ’ όνομά μου, ξύπνησε απ’ την άκαμπτη νάρκη όπου πέφταμε όλοι μας και με ρώτησε με τα μελανιασμένα χείλη της, σκύβοντας στ’ αυτί μου (εκεί, όλοι μίλαγαν ψιθυριστά): Κι αυτό, μπορείτε να το περιγράψετε; Κι εγώ της είπα: Μπορώ. Τότε, κάτι σαν χαμόγελο γλίστρησε πάνω σ’ αυτό που ήταν κάποτε το πρόσωπό της». Ένα στοιχειωμένο, πανίσχυρο όμως, «λογοτεχνικό» μπορώ, μπροστά στην απελπισία μιας σκληρής πραγματικότητας που καταπίνει ανάσες και ζωές.
Ο Σπύρος Γιανναράς, μετά από τέσσερις συλλογές διηγημάτων, καταπιάνεται για πρώτη φορά με τη μεγάλη φόρμα γράφοντας το μυθιστόρημα «Με ραμμένη φτέρνα», «ένα μυθιστόρημα περιπλάνησης ή περί-πλάνης ιστόρημα» όπως λέει ο ίδιος. Ο Σωτήρης Κριεζώτης, ο ήρωας ή, καλύτερα, ο μη ήρωας του Γιανναρά -ο οποίος έρχεται από πολύ μακριά και συνομιλεί με άλλους όμοιας ψυχοσύνθεσης ήρωες της παγκόσμιας λογοτεχνίας-, χάνει όλα όσα αποτελούσαν κάποιες σταθερές για εκείνον.
Εχοντας χτυπήσει τον αχίλλειο τένοντα -«τον λογοτεχνικότερο τένοντα του ανθρώπινου σώματος»-, χάνοντας, δηλαδή, τη σωματική του ακεραιότητα, και αφού προηγουμένως είχε χάσει τη δουλειά του και είχε χωρίσει από την αγαπημένη του, «άνεργος, ανέραστος και με κομμένο τον αχίλλειο τένοντα» δηλαδή, μετά από μία περίοδο εγκλεισμού, με τον κουτσό ασταθή βηματισμό του, με μαύρη απελπισία στην καρδιά, με την ανάγκη μέσα του για ένωση και παραδοχή, με το βλέμμα πεισματικά προσηλωμένο στους ανθρώπους, στους πόνους και στις πληγές τους, με βασανιστικά ερωτήματα να τριβελίζουν το μυαλό του, με τις απαντήσεις να αλληλοαναιρούνται παύοντας έτσι να αποτελούν απαντήσεις, ξεκινά το ταξίδι. Ένα ταξίδι καταβύθισης στα πιο δυσπρόσιτα σημεία του ανθρώπινου ψυχισμού μέσα στη χειμαζόμενη Αθήνα του Ιουνίου του 2015, όπου ακόμη και ο Ιερός Βράχος καλύπτεται από μία «αστραφτερή θολούρα». Θέλει να ενώσει τα θρυμματισμένα κομμάτια του εαυτού του, θέλει να βρει φωνή. Γιατί ο Σωτήρης Κριεζώτης -για να θυμηθούμε και τον Κάφκα- δεν είναι τίποτε άλλο παρά λογοτεχνία.
Οταν βρίσκεται στο φορείο πηγαίνοντας προς το χειρουργείο, το μόνο του μέλημα είναι να βρει ένα βιβλίο. Το ζητά απεγνωσμένα από τον φίλο του. Όταν εκείνος του φέρνει την Καινή Διαθήκη, το μόνο διαθέσιμο βιβλίο εκείνη τη στιγμή, ο Κριεζώτης αρπάζεται από πάνω της σαν να είναι η σωτηρία του. Και πράγματι είναι. Ο Κριεζώτης ζει και αναπνέει μέσω της λογοτεχνίας. Οι αναφορές του είναι λογοτεχνικές, ο τρόπος του να αντιλαμβάνεται τον κόσμο, να βιώνει τη χαρά και τη λύπη, την απόρριψη και την αποδοχή είναι λογοτεχνικός. Μετατρέπει τα συναισθήματα, τις ψυχικές καταστάσεις, τις επιθυμίες, τους φόβους, τα όνειρα, τις εικόνες, σε λέξεις. Παλεύει με τις λέξεις για τις λέξεις. «Η γραφή τον στήνει κάθε φορά στα πόδια του».
Σπάνια σε μυθιστόρημα έχουμε δει τόσους και τέτοιας ποιότητας προβληματισμούς πάνω στη διαδικασία της γραφής. Προβληματισμούς απόλυτης απόγνωσης και μεγάλης αγωνίας, σαν να εξαρτάται η ζωή κάποιου, μιας ολόκληρης πόλης και μιας εποχής, από αυτούς. Οι σκέψεις του Κριεζώτη, δοσμένες με πλάγια γράμματα στο κείμενο, ένα κείμενο μέσα στο κείμενο, σκέψεις πραγματικό κέντημα καθώς ο Γιανναράς «αρματώνεται τη γλώσσα ολόκληρη». Σκέψεις, διακειμενικές αναφορές, συναντήσεις με ανθρώπους σαν συναντήσεις με έναν θρυμματισμένο και γι’ αυτό πολλαπλό εαυτό, η επικαιρότητα, η σύνδεση μέσω του προγόνου με το 1821, η ταύτιση με τον πρόσφυγα -«επικίνδυνη για τον εαυτό της είναι η χώρα που αρνείται την ευλογημένη ευγνωμοσύνη του πρόσφυγα»-, τα κακώς κείμενα, η παρατήρηση συμπεριφορών, χειρονομιών, εκφράσεων, όλα υπό το πρίσμα μιας απροσποίητης εναγώνιας επιθυμίας για ένωση με τον Άλλο.
Βλέποντας την τεράστια ουρά μπροστά στο ΑΤΜ, αποσβολωμένος, προσπαθώντας να βιώσει την απόγνωση του «παραδαρμένου, σαγηνευτικού και αποκρουστικού συνάμα πλήθους», αυτό που βασανίζει το μυαλό και την ψυχή του είναι η αδυναμία απόδοσης της στιγμής. «Κατάλαβα πως τούτο το λαβωμένο πλήθος που παλεύει να μαζέψει τα σμπαράλια του, όλα αυτά τα ανταριασμένα πρόσωπα εγώ είμαι ανίκανος να τα αποδώσω... Και τότε έφτασα στα όριά μου».
Αυτό το λογοτεχνικό «μπορώ» αναζητά ο Γιανναράς, όπως πριν από αυτόν το εκπληρώνει η Αχμάτοβα, όπως τόσοι άλλοι που πάλεψαν με τη «βαλτωμένη μύτη του μολυβιού». Ο Γιανναράς γράφει λογοτεχνία για τη λογοτεχνία: με περίσσεια συναισθήματος, με μια αγωνία που κοιτά κατάματα τον εαυτό της, τον ξεγυμνώνει, τον εκθέτει, τον αναζητά. Έχοντας σύμμαχό του όλον τον πλούτο της ελληνικής γλώσσας. Δεν γράφει με ιδέες, γράφει με σωματικό πόνο. Με βίωμα. Με ψυχή και γνώση.
INFO
Σπύρος Γιανναράς, «Με ραμμένη φτέρνα»
Εκδ. Άγρα
352 σελ. Τιμή: 18,50 ευρώ