Live τώρα    
23°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Ελαφρές νεφώσεις
23 °C
21.7°C25.1°C
4 BF 39%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Σποραδικές νεφώσεις
19 °C
16.5°C20.1°C
4 BF 44%
ΠΑΤΡΑ
Ελαφρές νεφώσεις
19 °C
18.2°C21.0°C
4 BF 59%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
22 °C
20.4°C22.2°C
5 BF 54%
ΛΑΡΙΣΑ
Σποραδικές νεφώσεις
22 °C
21.2°C21.9°C
3 BF 26%
Γιάννης Καλαβριανός στην «Α» / Να ξανασκεφτούμε τι σημαίνει θέατρο και γιατί το αγαπάμε
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Γιάννης Καλαβριανός στην «Α» / Να ξανασκεφτούμε τι σημαίνει θέατρο και γιατί το αγαπάμε

Γιάννης Καλαβριανός

Δυστυχώς, η Τέχνη δεν μπορεί να γίνει από μόνη της το μαγικό χάπι που μπορεί να αλλάξει την πραγματικότητά μας» λέει ο Γιάννης Καλαβριανός. Σκηνοθέτης αξιώσεων και συγγραφέας επίσης, αυτή τη φορά δεν σκηνοθετεί ένα δικό του έργο. Πολύ συχνά η σκηνοθετική του μπαγκέτα συναντιέται με τη λογοτεχνία. Τα «Ανεμοδαρμένα ύψη» που παρουσιάζονται αυτή την περίοδο στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, έργο σκληρό, δύσκολο αλλά δημοφιλές, δίνει όλες τις αφορμές για να κουβεντιάσουμε μαζί του για θέατρο, και όχι μόνο. Από την Έμιλι Μπροντέ μέχρι το δυστύχημα των Τεμπών, που διεκδικεί και αυτό το δικό του μερίδιο στη συζήτηση, ο Γ. Καλαβριανός μιλάει για την παράσταση, για τη μεταφορά κλασικών λογοτεχνικών έργων στο θέατρο, για την τηλεόραση και το θέατρο, για την καλλιτεχνική εκπαίδευση. «Οι καλλιτέχνες στην Ελλάδα, και μιλάω για τους καλλιτέχνες, όχι για τους καλλιτέχνες-προϊόντα, είναι απαξιωμένοι» λέει και εύχεται το επίμαχο Π.Δ. που εξισώνει τα πτυχία τους με απολυτήριο Γυμνασίου και τους έβγαλε στους δρόμους τους τελευταίους μήνες να γίνει η αφορμή προκειμένου «να ανοίξει μια συζήτηση ώστε να ανατραπούν όλες αυτές οι προβληματικές καταστάσεις» στον χώρο του θεάτρου και γενικότερα των τεχνών

Γιατί θεωρείς ότι εξακολουθεί να γοητεύει αυτό το έργο εσάς, τους δημιουργούς;

Οτιδήποτε αφορά ακραίες στιγμές του ψυχισμού ή της συμπεριφοράς έτσι κι αλλιώς είναι γοητευτικό στη σκηνή. Τώρα όταν έχεις μια στιβαρή πλοκή και χαρακτήρες με μεγάλο ψυχολογικό βάθος, ήδη έχεις μια πρώτης τάξεως αφετηρία για τη μεταφορά ενός κειμένου στη σκηνή. Με τον ίδιο τρόπο φαντάζομαι σκέφτονται και οι κινηματογραφιστές ή οι μουσικοί που έχουν εμπνευστεί από την Μπροντέ. Μετά όταν αρχίζεις να δουλεύεις πάνω στο έργο, αντιμετωπίζεις και τις δυσκολίες που έχει πάντα μια συμπαγής κατασκευή.

Ποια είναι αυτά τα προβλήματα, ποια αντιμετώπισες μεταφέροντας την Μπροντέ στη σκηνή;

Υπήρχαν, κατ’ αρχάς, ζητήματα δομής. Η λογοτεχνία γράφεται για να διαβαστεί. Το μυθιστόρημα έχει ως βασικό χαρακτήρα τον Λόκγουντ, ο οποίος είναι ένας ενοικιαστής στην περιοχή. Αυτός είναι ο βασικός χαρακτήρας της Μπροντέ, ο οποίος ουσιαστικά ξεδιπλώνει την ιστορία μέσα από ημερολόγια, επιστολές και αφηγήσεις. Ο συγκεκριμένος αφηγηματικός τρόπος της Μπροντέ ήταν και η μεγαλύτερη δυσκολία της σκηνικής μεταφοράς. Επέλεξα, λοιπόν, να αφαιρέσω τον Λόκγουντ και να μετατρέψω όλες τις αφηγήσεις σε διαλογικά περιστατικά. Το επόμενο μεγάλο ζήτημα προέκυψε από τις τεχνικές δυνατότητες της σκηνής. Το έργο πραγματεύεται τη ζωή δύο οικογενειών σε βάθος 30 ετών. Όλα τα περιστατικά της τριακονταετίας έπρεπε να μεταφερθούν σε μια σκηνή με συγκεκριμένες και περιορισμένες δυνατότητες. Έπρεπε, λοιπόν, να βρεθεί ένας τρόπος να συμβαίνουν όλα αυτά στη θεατρική σκηνή χωρίς δυνατότητα αλλαγών. Έτσι καταλήξαμε σε ένα σκηνικό που αποτελείται από σπαράγματα δύο σπιτιών, με πανταχού παρόντα τα χερσοτόπια που είναι σαν να έχουν εισβάλει κανονικά μέσα στο σπίτι.

Εσένα τι σε γοήτευσε σ’ αυτό το σκληρό έργο;

Μου έκανε εντύπωση, κατ’ αρχάς, ότι αυτό το έργο δεν είχε καλή εκκίνηση. Οι αναγνώστες δεν το αγκάλιασαν γιατί θεωρήθηκε πολύ νοσηρό για την εποχή του. Επίσης, οι κριτικοί ήταν αρνητικοί, ειδικά όταν έμαθαν ότι η συγγραφέας ήταν γυναίκα, κι αυτό γιατί όταν προτεκδόθηκε το έργο, η Έμιλι Μπροντέ χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο Έλις Μπελ, ένα όνομα αμφίσημο, θα μπορούσε να ανήκει σε άντρα και σε γυναίκα. Όταν μαθεύτηκε ότι ήταν γυναίκα, οι κριτικοί το διάβαζαν κάτω απ’ αυτό το πρίσμα, ότι είναι ένα έργο γραμμένο από την κόρη ενός ιερέα. Πράγμα ανεπίτρεπτο για την εποχή. Αυτό ήταν το πρώτο στοιχείο που μου προκάλεσε το ενδιαφέρον. Ένα έργο που ξεκίνησε άτσαλα και κατέληξε να θεωρείται ένα αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Από την άλλη, ήταν και οι ίδιοι οι χαρακτήρες της Μπροντέ που με ιντριγκάρισαν. Το βασικό ζευγάρι της ιστορίας, ο Χίθκλιφ και η Κάθριν, είναι δύο ήρωες πέρα από την εποχή τους και από όλους τους κανόνες αυτής της εποχής. Όλοι οι ήρωες της Μπροντέ είναι σκοτεινοί και ακραίοι. Γυναίκες που ακολουθούν τις επιθυμίες τους, υπηρέτες που δεν διστάζουν να είναι χαιρέκακοι, η καταστροφική μανία του Χίθκλιφ μέχρι να εκδικηθεί και μαζί δυο νέα παιδιά που θέλουν να ζήσουν με πιο υγιή τρόπο και ανοίγουν ένα παράθυρο στο μέλλον. Αυτά μαζί με την περίτεχνη γλώσσα της Μπροντέ με προκάλεσαν ν’ αρχίσω να την ανακαλύπτω. Την πρωτοδιάβασα στο σχολείο, η σκηνική συνάντηση μαζί της ήρθε αναπάντεχα μετά από τόσα χρόνια.

Τα «Ανεμοδαρμένα ύψη» θεωρούνται εν πολλοίς ένα ερωτικό δράμα, εσύ, αντίθετα, το αντιμετωπίζεις ως μια τραγωδία, χωρίς να τρομάζεις τον θεατή. Ποια είναι τα κλειδιά σου;

Τα μεγάλα έργα συνήθως τα προσεγγίζουμε με την προκατασκευασμένη εντύπωση που έχουμε γι’ αυτά. Το ενδιαφέρον μου για τούτο το έργο άρχισε να μεγαλώνει όταν, ξαναδιαβάζοντάς το, είδα πως ενώ αφηγείται έναν έρωτα, δεν υπάρχει ούτε μία ερωτική σκηνή ανάμεσα στο ερωτευμένο ζευγάρι. Η μόνη φορά που φιλιούνται είναι όταν ο Χίθκλιφ ξεθάβει το πτώμα της Κάθριν είκοσι χρόνια μετά τον θάνατό της. Πώς να το δεχτεί αυτό ο μαθημένος στον ρομαντισμό αναγνώστης του 19ου αιώνα που περίμενε συναισθηματικές εξάρσεις, εντάσεις και μελίρρυτους μονολόγους; Αντίθετα, οι χαρακτήρες της Μπροντέ είναι σαν προσωπεία, αντιπροσωπεύουν καταστάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης και ελάχιστα απομακρύνονται απ’ αυτές. Είναι σαν αρχετυπικές περιπτώσεις του ανθρώπινου ψυχισμού που δεν διστάζουν να φτάσουν σε άκρα, θυμίζοντας αρχαιοελληνική τραγωδία.

Πώς συναντούν τους θεατές της εποχής μας τα «Ανεμοδαρμένα ύψη»;

Οι άνθρωποι θέλουμε πάντα να ακούμε δυνατές ιστορίες που υποσυνείδητα λειτουργούν και ως παραδείγματα ζωής. Από την άλλη, υπάρχει και ο τρόπος διαχείρισης των έργων. Μιλώντας, δηλαδή, πολύ πρακτικά για το τι είδους εργασία έχει γίνει. Σε μια εποχή, λοιπόν, αδυναμίας ή άρνησης εμβάθυνσης και επιμελούς εργασίας, σε μια εποχή που κυριαρχούν η ευτέλεια, η αυτοαναφορικότητα και η κακώς εννοούμενη εμπορικότητα, το να παρακολουθήσεις μία παράσταση και να αναγνωρίσεις ότι όλοι έχουν βάλει τα δυνατά τους αποδεικνύει ότι υπάρχει μεγάλη ανάγκη από τον κόσμο για σοβαρές απόπειρες. Μία απόπειρα που υποστηρίζεται από ανθρώπους του θεάτρου και έχει αυτή την αποδοχή του κοινού είναι για μας η καλύτερη απόδειξη ότι πάντα θα αναζητούμε και θα αναγνωρίζουμε τις περιπτώσεις εκείνες που μας σέβονται.

Θεωρείς ότι η αναγνωρισιμότητα ηθοποιών μέσω της τηλεόρασης βοηθάει το θέατρο;

Πιθανόν βοηθάει να έρθουν στο θέατρο άνθρωποι που δεν το συνηθίζουν, όμως από την άλλη δυσκολεύει πολύ περισσότερο τους ηθοποιούς εκείνους που δεν κάνουν τηλεόραση. Επίσης, αυτή η συνθήκη φτιάχνει ένα υβρίδιο θεάτρου, όπου οι τηλεοπτικές συνήθειες μεταφέρονται στη θεατρική σκηνή και από πλευράς ηθοποιών και από πλευράς θεατών. Εδώ πρέπει να βρεθεί μια ισορροπία και όλοι μας, θεατρική κοινότητα, από τους θεατρικούς παραγωγούς που θα υποστηρίξουν μία ιδέα, τους συντελεστές, τους δημοσιογράφους και τελικά τους ίδιους τους θεατές, να ξανασκεφτούμε τι σημαίνει θέατρο και γιατί το αγαπάμε.

Η εποχή σας ευνοεί εσάς, τους καλλιτέχνες;

Γιάννης Καλαβριανός

Κάθε δύσκολη εποχή μάς ευνοεί. Φέτος οι θεατές έχουν ξαναγυρίσει στο θέατρο και γεμίζουν οι παραστάσεις, ενώ την ίδια στιγμή δεν υπάρχει αντίστοιχη σχέση της Πολιτείας με τους δημιουργούς.

Αυτήν την περίοδο οι άνθρωποι του Πολιτισμού είστε σε αναβρασμό. Το επίμαχο Π.Δ. σας έβγαλε στους δρόμους.

Ευτυχώς υπήρξε το Π.Δ. που λειτούργησε ως αφορμή για να ανοίξει μια συνολικότερη συζήτηση. Οι καλλιτέχνες στην Ελλάδα, και μιλάω για τους καλλιτέχνες, όχι για τους καλλιτέχνες-προϊόντα, είναι απαξιωμένοι. Κανείς δεν σέβεται έναν ζωγράφο, έναν χορευτή, έναν συγγραφέα, έναν σκηνοθέτη, παρά μόνο αν τον δείχνει η τηλεόραση. Στη δική μας δουλειά έχει παγιωθεί η απλήρωτη περίοδος των προβών. Κατ’ αρχάς, θεωρείται «λογικό» ένας επαγγελματίας να δουλεύει τζάμπα για δυο, τρεις, τέσσερις μήνες, μέχρι να αρχίσουν οι παραστάσεις. Αυτό από μόνο του είναι προβληματικό. Με αφορμή το Π.Δ. εύχομαι πραγματικά να ανοίξει μια συζήτηση ώστε να ανατραπούν όλες αυτές οι προβληματικές καταστάσεις.

Μπορεί, όμως, το θέατρο, η Τέχνη να παρηγορήσει μετά από τραγωδίες όπως αυτή στα Τέμπη;

Ολοι θέλουμε να πιστεύουμε ότι αυτό με το οποίο ασχολούμαστε είναι κοινωνικά χρήσιμο. Όταν, όμως, το πένθος είναι τόσο μαζικό και βαθύ, δεν μπορεί ένας και μόνο τομέας να φέρει την ανατροπή. Μπορεί να συμβάλει στο να προβληματιστούμε, να συζητήσουμε, να ανανεώσουμε το αίσθημα της κοινότητας και να ξανάρθουμε σε επαφή με την ευγένεια που εμπεριέχει εγγενώς κάθε έντεχνη απόπειρα. Αλλά, δυστυχώς, η Τέχνη δεν μπορεί να γίνει από μόνη της το μαγικό χάπι που μπορεί να αλλάξει την πραγματικότητά μας. Αυτό που μπορεί σίγουρα να κάνει είναι να μας δώσει μια εκδοχή καλύτερης και ουσιαστικότερα βιωμένης μελλοντικής εκδοχής της. Οπότε είναι στο χέρι μας να τη διεκδικήσουμε.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL