Του Λέανδρου Πολενάκη
Γραμμένη το 411 π.Χ., λίγα χρόνια μετά τη συμφορά της Σικελίας, η Λυσιστράτη ίσως να απηχεί το ιστορικό γεγονός, με δραματικές συνέπειες, της μυστηριώδους αποκοπής των φαλλών των Ερμαϊκών στηλών, που αποδόθηκε σε «οπαδούς του Αλκιβιάδη», χωρίς αυτό να αποδειχθεί ποτέ, με αληθινούς δράστες, πιθανότατα, τις γυναίκες της Αθήνας. Δεν είναι αδύνατο να εμπνεύστηκε από εκεί ο ποιητής την κωμωδία του, μια «φαντασμαγορία της γυναικοκρατίας» για την οποία γινόταν τότε, σε φιλοσοφικό και σε άλλα επίπεδα, πολύς λόγος. Αλλά ο ποιητής δεν μένει εκεί. Πέρα από το πάγιο αίτημα της ειρήνης, την καταγγελία της χρηματοκρατίας, το καθαρά πολιτικό στοιχείο, μας μιλάει και για κάτι άλλο. Έως τότε οι συγγραφείς μιλούν με τρόμο για τον «γυναικείο πόθο που όταν ξεσπά αχαλίνωτος καταστρέφει σπίτια και πόλεις». Στη Λυσιστράτη αναγνωρίζεται απερίφραστα, για πρώτη φορά στην αρχαιότητα, ο κόσμος της γυναικείας επιθυμίας: και οι γυναίκες έχουν το δικαίωμα να μοιράζονται ισότιμα την ερωτική ηδονή... Αντίθετα με τους άνδρες, που, εδώ, βλέπουν την ερωτική αποχή των γυναικών όχι ως στέρηση του επιθυμητού αλλά ως πλήγμα στην κυριότητά τους. Το έργο τελειώνει με τη συμ-φιλίωση του άνδρα και της γυναίκας, μέσα από τον αμοιβαίο τους έρωτα. Μια λύση επαναστατική για τα τότε κρατούντα.
Να πούμε για το γυμνό. Το τοπίο της Λυσιστράτης είναι, πράγματι, γυναικείο, γυμνό και ερωτικό. Χρειάζεται,όμως, άκρα προσοχή στην έκθεσή του. Προσέγγιση ερωτική του σώματος της γυναίκας, ναι, αλλά χωρίς πρόθεση να το δούμε ως αντικείμενο εκμετάλλευσης ή χώρο προνομιακό προβολής του ιδιωτικού μας βλέμματος. Όποιος το κοιτάζει διαφορετικά, όχι αθώα, το χάνει. Το γυμνό τοπίο της Λυσιστράτης είναι θεατρικό, μάλιστα ου-τοπικό. Αντιμάχεται την ασωτεία του βλέμματος, άλλως οφθαλμοπορνεία. Το «γυμνό» του Αριστοφάνη δεν κυριολεκτείται. Είναι, όπως όλα του, μια κωμική, πλασματική, μίμηση γυμνού. Δε με διακατέχει κανενός είδους σεμνοτυφία, δεν έχω πρόβλημα με το γυναικείο γυμνό, όμως, άλλο το γυμνό άλλο το ξεβράκωτο. Ανατρέχω με νοσταλγία στα σημαίνοντα «γυμνά» κοστούμια των Ορνίθων του Τσαρούχη.
Η παράσταση, και χωρίς το γυμνό, πάλι θα ήταν «γυμνή». Από ύφος, άποψη, ρυθμό, υποκριτική, τα πάντα. Δεν μπόρεσα να ιχνηλατήσω τίποτε από τα πιο πάνω στη σκηνοθεσία του Μιχαήλ Μαρμαρινού (κίνηση: Χρήστος Παπαδόπουλος). Δεν έμεινε τίποτα από την εκρηκτική αριστοφανική κατασκευή. Όλα παραλλαγμένα, μετατοπισμένα. Η Λένα Κιτσοπούλου ως Λυσιστράτη, ισχνή έως ανύπαρκτη, υποκριτικά χλωμή, χωρίς τον δυναμισμό του ρόλου, με κίνηση αμήχανη και φωνή που χανόταν στο αχανές. Οι άλλοι γυναικείοι ρόλοι εναλλάσσονταν αδιάκριτα και αδιαφόρετα από τις κοπέλες του χορού, που έμοιαζαν να εκτελούσαν απλές ασκήσεις γυμναστικής. (Gemma Carbone, Αθηνά Δημητρακοπούλου, Λένα Δροσάκη, Ευαγγελία Καρακατσάνη, Άννα Κλάδη, Σοφία Κόκκαλη, Ειρήνη Μακρή, Αθηνά Μαξίμου, Ελένη Μπούκλη, Ηλέκτρα Νικολούζου, Λένα Παπαληγούρα, Αγλαΐα Παππά, Μαρία Σκουλά, Έλενα Τοπαλίδου, Λενιώ Λιάτσου -και στο πιάνο). Και όμως, ο Αριστοφάνης δεν μαζικοποιεί τις γυναίκες. Κάθε μια διατηρεί την ξεχωριστή, έστω κωμική, γυναικεία προσωπικότητά της. Είναι λάθος, άρα, να τις βάζουμε όλες «στο ίδιο τσουβάλι». Ξεχώρισα τις ταλαντούχες, με ισχυρό υποκριτικό ένστικτο, Ελένη Μπούκλη, Λένα Δροσάκη, Λενιώ Λιάτσου. Για την τελευταία ισχύει το ρητό: «Εξ όνυχος τον λέοντα».
Η πολυπρόσωπη Μυρίννη πέρασε απαρατήρητη σε όλες τις εκδοχές της. Η Σπαρτιάτισσα Λαμπιτώ δόθηκε ως άγαλμα βουβό της «Καλλίπυγης Αφροδίτης» σε μουσείο κερίνων ομοιωμάτων. Οι ανδρικοί ρόλοι αυτοακυρώθηκαν υποδειγματικά. (Γιάννης Βογιατζής, Χάρης Τσιτσάκης, Αιμίλιος Χειλάκης). Αταίριαστη η ποικίλη μουσική του Δημήτρη Καμαρωτού, τα σκηνικά - κοστούμια (Γιώργος Σαπουντζής, Μαγιού Τρικεριώτη) «τύρβαζαν περί πολλά». Άστοχοι οι φωτισμοί (Thomas Walgrave). Τη μετάφραση του Δημήτρη Δημητριάδη αδυνατώ να κρίνω, επειδή αυτή που ακούστηκε στο αρχαίο θέατρο ήταν μια άλλη, με πλήθος νεολογισμών και ατέλειωτων, άχρηστων, ως επί το πλείστον, αναλογιών.