Οι τρεις τελευταίες εβδομάδες πριν από την όποια εκλογική αναμέτρηση είναι οι πλέον καθοριστικές καθώς τότε ανεβαίνει το πολιτικό θερμόμετρο, τίθενται τα διλήμματα και τα συνθήματα, κορυφώνονται οι καμπάνιες των κομμάτων και καταλήγουν οι αναποφάσιστοι. Μέχρι στιγμής το κλίμα στην κοινωνία είναι υποτονικό και οι διαθέσεις της κοινής γνώμης θολές. Συμβάλλει σε αυτό ότι το ζήτημα της διακυβέρνησης για τα επόμενα τρία χρόνια έχει ξεκαθαρίσει από τις περυσινές εκλογές. Αυτό που κρίνεται στις ευρωεκλογές είναι η διατήρηση της πολιτικής κυριαρχίας του Κυριάκου Μητσοτάκη, αν πετύχει άνω του 30%, ή η αλλαγή της πολιτικής δυναμικής με την υποχώρηση της κυβέρνησης και την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. Αν ο Κ. Μητσοτάκης θα ολοκληρώσει το σχέδιο για την πλήρη αποσάθρωση της χώρας ή αν θα λάβει ένα ισχυρό μήνυμα από τους πολίτες.
Παρότι οι μέχρι στιγμής επιδόσεις της κυβέρνησης μόνο καλές δεν είναι, το Μέγαρο Μαξίμου επιδίδεται σε μία επιχείρηση αισιοδοξίας. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι από το 40,5% έχει υποχωρήσει στο 26%-27% (26,5% δίνει η τελευταία της MRB), αλλά με αναγωγές την πάνε στο 32,5% και εντέλει με την αυθαίρετη εκτίμηση εκλογικού αποτελέσματος της δίνουν μια διακύμανση από 30%-35%, όσο ακριβώς θέλει ο Κ. Μητσοτάκης. Με αυτή τη μέθοδο οι δημοσκόποι είναι καλυμμένοι -κάποια από τις προβλέψεις θα την πιάσουν-, μέχρι τότε όμως οι μετρήσεις λειτουργούν σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία, διαμορφώνουν κλίμα στην κοινή γνώμη και στηρίζουν την επίπλαστη αισιοδοξία που βγάζουν τα στελέχη του Μεγάρου Μαξίμου που ακολουθούν το μότο «Χαμογελάστε, κάνετε τους άλλους να ανησυχούν».
Δύσκολες ασκήσεις εσωκομματικής ισορροπίας
Ο πρωθυπουργός επιχειρεί να συγκρατήσει τις απώλειες ενόψει των ευρωεκλογών και να διατηρηθεί στο κρίσιμο 30% με ασκήσεις εσωκομματικής ισορροπίας στα εθνικά θέματα και με εκστρατεία παραπλάνησης και συσκότισης στο πεδίο της οικονομίας, της Υγείας και της ασφάλειας, όπως και στο μείζον έγκλημα των Τεμπών και τη συγκάλυψη του.
Η πραγματικότητα όμως είναι σκληρή και εκδικείται. Η τελική έκθεση των εμπειρογνωμόνων των οικογενειών των θυμάτων καταδεικνύει την τεράστια επιχείρηση συγκάλυψης που εκτυλίχθηκε από την πρώτη κυριολεκτικά στιγμή με το μοντάζ των συνομιλιών και αμέσως μετά με το μπάζωμα. Τα εύφλεκτα υλικά που μετέφερε η εμπορική αμαξοστοιχία δημιουργούν το ερώτημα ποιος έκανε λαθρεμπόριο - τον οποίο ακόμη και τώρα προσπαθεί να προστατεύσει η κυβέρνηση. Το αίτημα για απόδοση δικαιοσύνης επιστρέφει ισχυρό στην κοινωνία.
Μετά τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών αλλά και τις πρόσφατες εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά, στις σχέσεις με την Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία που αναιρούν τον «εθνικό πυρήνα» της εξωτερικής πολιτικής, ο Κ. Μητσοτάκης δυσκολεύεται να συγκαλύψει ότι η Ν.Δ. είναι δύο κόμματα στη συσκευασία ενός, που μάλιστα αυξάνουν τη μεταξύ τους απόσταση, με τον ίδιο να κινδυνεύει να πέσει στο κενό. Οι εθνικιστικές καντρίλιες -υποψηφιότητα Μπελέρη, πρωτόκολλα συνεργασίας με τα Σκόπια- και η συνεχής κακοποίηση της Δημοκρατίας -Τέμπη, υποκλοπές- απομακρύνουν τους κεντρώους. Η υποχωρητική πολιτική στα εθνικά εξοργίζει τους δεξιούς.
Οι απόηχοι της ενδοτικής πολιτικής στα ελληνοτουρκικά φτάνουν στη δεξιά βάση παρότι το Μέγαρο Μαξίμου και τα ενσωματωμένα ΜΜΕ κάνουν κυριολεκτικά ό,τι μπορούν για να αποκρύψουν τον πολιτικό διάλογο για θέματα κυριαρχίας που αποκάλυψε ο Ερντογάν στη συνέντευξή του στην Καθημερινή. Στο Μακεδονικό επιβεβαιώνεται η ρήση ότι «ο πατριωτισμός είναι το τελευταίο καταφύγιο των απατεώνων».
Είναι αλήθεια ότι η μεταλλαγμένη Ν.Δ. του Κ. Μητσοτάκη πέτυχε να εκφράσει το πολιτικό Κέντρο. Στην περιορισμένη «φιλελεύθερη» μητσοτακική πτέρυγα προστέθηκαν τα ορφανά του σημιτικού εκσυγχρονισμού, που έγιναν οι πιο ακραιφνείς υποστηρικτές του. Παράλληλα, διατήρησε την παλιά δεξιά βάση του κόμματος με την προοπτική και τη νομή της εξουσίας. Συγκολλητική ουσία για αυτή την ετερόκλητη συνύπαρξη υπήρξε το αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο. Η συνύπαρξη διατηρήθηκε μετά το 2019 κυρίως λόγω του πακτωλού των 55 δισ. ευρώ που διοχέτευσε ο Κ. Μητσοτάκης πρωτίστως στις μεγάλες επιχειρήσεις, αλλά και στα μεσαία στρώματα γιατρών, δικηγόρων, δημοσιογράφων και γενικά στον τομέα των υπηρεσιών. Συγκράτησε δε τη δυσαρέσκεια των χαμηλών στρωμάτων με την προπαγάνδα και με την επιδοματική πολιτική.
Κολλημένος με τον νεοφιλελευθερισμό
Μόνο που όλα τα θαύματα κάποτε τελειώνουν. Το νεοφιλελεύθερο μοντέλο έδειξε τις εγγενείς αδυναμίες του και έφτασε στα όριά του δίχως να πετύχει καν τη μεγέθυνση άλλων χωρών, όπως η Πορτογαλία και η Ιρλανδία. Η μέση ανάπτυξη της τάξης του 1,7% από το 2019 και μετά μόνο αξιοθαύμαστη δεν είναι ύστερα από μία μακρά περίοδο συρρίκνωσης της οικονομίας. Η πενταετία του Κ. Μητσοτάκη διέψευσε ακόμη και τη θεωρία του ελατηρίου... Είναι χαρακτηριστικό ότι έχουν σταματήσει οι εκταμιεύσεις από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, προκαλώντας δυσαρέσκεια σε ένα στρώμα υποστηρικτών του. Στο πεδίο της ακρίβειας, που οφείλεται στις διαρθρωτικές αδυναμίες του μοντέλου, ο Κ. Μητσοτάκης προσπαθεί να πείσει τους πολίτες ότι «δεν είναι αυτό που νομίζετε». Ενώ διαπιστώνει ότι η απάντηση στην ακρίβεια είναι η αύξηση των μισθών, μην μπορώντας να ξεφύγει από τη νεοφιλελεύθερη ιδεοληψία του επαφίεται στην καλοσύνη των επιχειρηματιών για αυξήσεις. Ενώ μετά την περίοδο της πανδημίας οι επιχειρήσεις έχουν επιστρέψει στα κέρδη -οι εισηγμένες κάνουν ρεκόρ κερδών-, την τριετία 2022-2024 οι πραγματικοί μισθοί έχουν μειωθεί κατά 4,5% παρότι η παραγωγικότητα έχει αυξηθεί κατά 5% (το επισημαίνει ακόμη και ο Γιώργος Αλογοσκούφης με άρθρο του στο Βήμα). Η κυβέρνηση είναι σε σημείο καμπής καθώς αναδεικνύονται τα δομικά ελλείμματα της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης στην οικονομία, ενώ μέχρι το τέλος της τριετίας θα πρέπει να δρομολογήσει τις υποχωρήσεις στα ελληνοτουρκικά. Η μόνη λύση για τον Κ. Μητσοτάκη είναι η απόδραση σε ευρωπαϊκό αξίωμα, αλλά καταπώς φαίνεται ούτε εκεί τον θέλουν.