Ανάστατες είναι η βιομηχανία και οι επιχειρήσεις από τη νέα εκτόξευση του κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας, που επανέκαμψε το τελευταίο τουλάχιστον δίμηνο και φαίνεται πως θα έχει συνέχεια, ενώ έγινε πια σαφές από την κυβέρνηση Ν.Δ. πως δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη για τη στήριξή τους, όταν η απειλή για τη βιωσιμότητά τους και τη συνέχιση της αποβιομηχάνισης είναι ορατή. Μάλιστα η επιστολή των 12 φορέων της βιομηχανίας παραμονές των ανακοινώσεων του Κ. Μητσοτάκη στη ΔΕΘ, στην οποία ζητούσαν λύσεις και παρεμβάσεις, δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα, καθώς ακόμα και από τις όποιες εξαγγελίες εξαιρείται αυτό το κομμάτι της παραγωγικής βάσης της χώρας και εξαντλείται ξανά στην εύκολη επωδό «κάντε PPAs» (σ.σ.: διμερείς μακροχρόνιες πράσινες συμβάσεις), που μόνο πανάκεια δεν αποτελούν, καθώς ήδη πολλές επιχειρήσεις αξιολογούν αυτές τις συμφωνίες, όπως γίνονται στην ελληνική αγορά, ως ασύμφορες και παρακινδυνευμένες.
Επισημαίνεται ότι αν και το κείμενο των 12 ήταν σύντομο, γενικό και συγκρατημένο, γιατί και η βιομηχανία έχει στο εσωτερικό της διάφορες... τάσεις, έδειξε μια ομοθυμία ως προς την αναγνώριση των συνεπειών και εντέλει των αδιεξόδων που προκαλεί στην ανταγωνιστικότητά της το υψηλό ενεργειακό κόστος, όταν η κυβέρνηση συνεχίζει να μην προχωρεί στη λήψη άμεσων μέτρων, σε αντίθεση με άλλους Ευρωπαίους εταίρους-ανταγωνιστές, αλλά και σε παρεμβάσεις στην αγορά ηλεκτρισμού.
Οι παραγωγοί ανεβάζουν τις τιμές
Υπάρχει και μια ευρωπαϊκή διάσταση στην αύξηση των τιμών στη χονδρεμπορική, που συνδέεται με δομικά προβλήματα στην κοινή αγορά, όμως «οι Έλληνες παραγωγοί είναι εκείνοι που ανεβάζουν τις τιμές», όπως επισημαίνει στην ΑΥΓΗ της Κυριακής ο πρόεδρος της Ένωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας (ΕΒΙΚΕΝ) Αντώνης Κοντολέων. Αναφερόμενος στις εξελίξεις του τελευταίου διμήνου, σημειώνει ότι από τις 7 Ιουλίου μέχρι σήμερα παρατηρούνται καθημερινά συμπεριφορές χειραγώγησης των τιμών στη χονδρεμπορική αγορά στις ώρες αιχμής, αν και οι αρμόδιοι επιχειρούν να εμφανίσουν ως υπαίτιες τις εξαγωγές για την εκτόξευση αυτή. Ωστόσο, συνεχίζει, μία είναι η αλήθεια: Οι Έλληνες ηλεκτροπαραγωγοί των συμβατικών μονάδων, περιλαμβανομένων και των υδροηλεκτρικών, εκμεταλλευόμενοι την παρατηρούμενη αύξηση της ζήτησης μετά τη δύση του ήλιου για 3-4 ώρες, όταν σταματούν να παράγουν τα φωτοβολταϊκά, επιλέγουν να προσφέρουν την ίδια ενέργεια που τις προηγούμενες ώρες μέσα στην ίδια ημέρα κοστολογούσαν, για παράδειγμα, με 100 ευρώ/μεγαβατώρα στα 350-950 ευρώ. Μάλιστα, δεν αποκλείει το ενδεχόμενο, «ακολουθώντας το χρήμα» (follow the money) στην αγορά ηλεκτρισμού, οι παραγωγοί, πέραν του πρόσκαιρου κέρδους, να επιδιώκουν να εμφανίσουν ως επιβεβλημένη «λύση» το πάγιο αίτημά τους για αποζημίωση της διαθεσιμότητας ισχύος των μονάδων τους, με αντάλλαγμα να συγκρατούν τις τιμές της αγοράς κάτω από μια συμφωνημένη τιμή, με κόστος, όμως, που υπολογίζεται σε εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ. Επίσης, σημειώνει, όφελος από τις υψηλές τιμές έχει και ο Ειδικός Λογαριασμός ΑΠΕ (ΕΛΑΠΕ), καθώς μειώνεται το έλλειμμά του και η αύξηση του ΕΤΜΕΑΡ στους λογαριασμούς μετατίθεται πιο πίσω χρονικά, απομακρύνοντας, προς το παρόν, το πολιτικό κόστος που συνεπάγεται μια νέα επιβάρυνση των καταναλωτών.
Φόρος σε όλα τα υπερκέρδη
Ο πρόεδρος της ΕΒΙΚΕΝ διαφωνεί με την επιβολή φόρου στο φυσικό αέριο ηλεκτροπαραγωγής που επέλεξε η κυβέρνηση, καθώς εντέλει οδηγεί σε αυξήσεις στη χονδρεμπορική αγορά που μεταφέρονται στους καταναλωτές και ιδίως σε εκείνους που δεν επιδοτούνται, δηλαδή σε επιχειρήσεις και βιομηχανίες. Ζητά τη φορολόγηση των υπερκερδών όλων των ηλεκτροπαραγωγών, με έμφαση στα τεράστια κέρδη των υδροηλεκτρικών. Διευκρινίζει δε ότι δεν πρόκειται για «ουρανοκατέβατα», αλλά για υπερκέρδη που τα προκαλούν οι παραγωγοί με τις υψηλές προσφορές τους στη χονδρεμπορική αγορά.
Επανέρχεται στην επισήμανση των βιομηχανικών καταναλωτών (που από το 2021 είχαν εντοπίσει) ότι από τη στιγμή που τα οικιακά τιμολόγια συνδέθηκαν με τις τιμές στη χονδρεμπορική αγορά διαμορφώθηκαν συνθήκες ενδεχόμενης χειραγώγησης των τιμών, καθώς οι καθετοποιημένοι παίκτες ως παραγωγοί διαμορφώνουν τιμές σε όποια επίπεδα επιθυμούν στη χονδρεμπορική, αφού ως προμηθευτές δεν είναι εκτεθειμένοι στο ρίσκο των υψηλών τιμών της, οι οποίες περνούν στα οικιακά τιμολόγια (πράσινα, κίτρινα). Καταλήγει ότι με δεδομένες τις περικοπές και την κωλυσιεργία στην εκταμίευση οφειλόμενων ποσών σε εγκεκριμένες κρατικές ενισχύσεις προς τη βιομηχανία γίνεται σαφές ότι η στήριξή της δεν αποτελεί προτεραιότητα για την κυβέρνηση, αντίθετα με τις πολιτικές που εφαρμόζουν τα υπόλοιπα κράτη-μέλη, αλλά η ΕΒΙΚΕΝ θα συνεχίσει να παρακολουθεί στενά την αγορά ηλεκτρισμού.
Χάσμα ανταγωνιστικότητας
Τον κώδωνα του κινδύνου για την αποβιομηχάνιση στην Ε.Ε., που έχει ήδη ξεκινήσει σε ορισμένους τομείς έντασης ενέργειας και μπορεί να επιταχυνθεί, χωρίς ειδικές πολιτικές, λόγω κυρίως του αυξημένου και ιδιαίτερα απρόβλεπτου ενεργειακού κόστους και των ισχυρότερων προσπαθειών για απανθρακοποίηση στην Ευρώπη, έναντι των διεθνών ανταγωνιστών, και το μέλλον της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας κρούει και η έκθεση Ντράγκι που δημοσιοποιήθηκε πρόσφατα. Το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας και των ορυκτών καυσίμων, όπως σημειώνεται, αντιπροσωπεύει άμεσα το 7%-9% της αξίας παραγωγής των βιομηχανιών και το 12%-15% περιλαμβανομένης της ενέργειας που περιέχεται στις ενδιάμεσες εισροές.
Η έκθεση μιλά για χάσμα ανταγωνιστικότητας -με τιμές ρεύματος υψηλότερες κατά 2-3 φορές έναντι των αντίστοιχων στις ΗΠΑ και φυσικού αερίου 4-5 φορές ακριβότερες-, το οποίο έχει επιδεινωθεί την τελευταία διετία και ειδικότερα εξαιτίας των δομικών αιτιών που βρίσκονται στον πυρήνα του. Μεταξύ άλλων διαπιστώνονται μεγάλες διαφορές στις χονδρεμπορικές τιμές και μεταξύ των κρατών-μελών (με ακριβότερο τον ευρωπαϊκό Νότο), ενώ στις περιοχές που υποφέρουν περισσότερο από τις υψηλές τιμές περιλαμβάνονται και η Κεντρική και η Ανατολική Ευρώπη, με το υψηλότερο μερίδιο των βιομηχανιών έντασης ενέργειας και τις ανισότητες σε επίπεδο χονδρεμπορικής να μετακυλίονται στη λιανική της βιομηχανίας. Όσο για την υιοθέτηση PPAs ειδικά για τη βιομηχανία έντασης ενέργειας, η χρήση τους χαρακτηρίζεται «εκκολαπτόμενη», κυρίως λόγω των οικονομικών συνθηκών, απαιτώντας περαιτέρω μέτρα.
Στις οριζόντιες προτάσεις της έκθεσης για μείωση του κόστους ενέργειας στη βιομηχανία περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η μείωση φόρων και τελών, η εναρμόνιση για τις εκπτώσεις στις τιμές, αλλά και η αποφυγή στρεβλώσεων στην ενιαία αγορά.