Αποστολή στη Σέριφο
Η ΑΥΓΗ της Κυριακής βρέθηκε στη Σέριφο, στο «σκουριασμένο νησί», για να συνομιλήσει με όσους εργάτες των μεταλλείων -που έκλεισαν το 1964 λόγω «πτώχευσης»- ζουν ακόμη. Τότε ανήλικοι εργαζόμενοι και γυναίκες ή κόρες εργατών. Η μνήμη της ματωμένης απεργίας των μεταλλεργατών στις 7 Αυγούστου του 1916 είναι ακόμη ισχυρή στους κατοίκους του νησιού, καθώς ο αγώνας των εργατών ήταν αυτός που καθιέρωσε το 8ωρο εργασίας στην Ελλάδα. Όλοι θυμούνται μια ιστορία τραυματισμού, θανάτου και εκμετάλλευσης στα πέτρινα εκείνα χρόνια και ζητούν τη δημιουργία μουσείου στον τόπο τους και να παραμείνει η γη στους κατοίκους της Σερίφου και όχι σε όσους τη διεκδικούν ακόμη και σήμερα ως επίγονοι των Γερμανών ιδιοκτητών Γκρόμαν.
«Η μάνα μου έκανε τον σταυρό της κάθε πρωί»
«Το 1957 ήμουν 12 χρονών όταν πρωτοδούλεψα στο μεταλλείο» μάς λέει ο Τάσος Κουζούπης, 79 ετών σήμερα, συνταξιούχος, οικοδόμος, κάτοικος Λιβαδίου. «Τραβούσα το μουλάρι του Κώστα του Μαγουλά και να βγάζω το μετάλλευμα από τις στοές. Μέσα στα σκοτάδια, κρατώντας την λάμπα ασετυλίνης, με το μουλάρι μπαίναμε στις στοές, κοτσάραμε τα βαγόνια που είχαν το μέταλλο και το έβγαζα στην επιφάνεια, άδειαζα το περιεχόμενο σ’ ένα λούκι που έπεφτε και το φόρτωνα στα φορτηγά. Από κει το μετέφεραν στο Μέγα Λιβάδι και στον Κουταλά. Το αφεντικό του μουλαριού, αφού άδειαζε τα βαγόνια, τα έστελνε πίσω άδεια και εγώ ξανάμπαινα στη στοά με την ασετυλίνη. Όλη την ημέρα αυτό γινόταν...
Δούλεψα στη στοά της Πάνω Καλαβάτσαινας την ίδια εποχή που σκοτώθηκε ο Παπάλης από το χωριό Καλίτσω. Τι θυμάμαι από κείνη τη “μαύρη” μέρα του 1957. Δούλευαν πολλοί εργάτες μέσα στη στοά. Ο Παπάλης, που σκοτώθηκε, ήταν στην απογευματινή βάρδια. Εγώ δούλευα στην πρωινή. Αλλά με την είδηση του θανάτου έγινε χαμός. Ο Παπάλης ήτανε κουφός. Δεν άκουγε... Όλοι όσοι ήταν μέσα στις στοές και άκουγαν θόρυβο από τα χώματα που έπεφταν έπρεπε να βγουν έξω γιατί θα ξεκολλούσαν κομμάτια από το βουνό. Ο Παπάλης ήταν μόνος στη στοά και ξεσκάρωνε. Δεν άκουσε τον θόρυβο... Έπεσαν τα χώματα και τον πλάκωσαν. Πέσαν οι άλλοι εργάτες να τον ξεμπαζώσουν, αλλά ήταν αργά. Τον έβγαλαν έξω νεκρό. Ήταν μόνο 40 χρονών. Την επόμενη μέρα του δυστυχήματος με έδιωξαν από το μεταλλείο. “Εξαφανίσου” μου είπε ο επιστάτης. Ήρθαν αστυνομίες, επόπτες, γιατί απαγορευόταν να δουλεύουν παιδιά στις στοές. Εμάς η ανάγκη μας οδηγούσε στις στοές. Μπορεί να ήμασταν και 100 παιδιά οι 15χρονοι ανήλικοι εργάτες. Τα περισσότερα δούλευαν έξω από τις στοές. Μετά τα 18 χρόνια, υποτίθεται, σε βάζανε μέσα στη γη... Εγώ δήθεν δούλευα έξω. Δεν πηγαίναμε Γυμνάσιο, μετά το Δημοτικό κατευθείαν στο μεταλλείο. Από τη δική μου τάξη μόνο ένας πήγε Γυμνάσιο, ο Παιίζος ο Περικλής, στον Πειραιά.
Δούλεψα σκάρτο χρόνο 10 μήνες στα μεταλλεία, μέχρι την ημέρα που έγινε το δυστύχημα. Με διώξανε και επέστρεψα στα μεταλλεία τρία χρόνια μετά, το ’60, στα 15 μου χρόνια, δουλεύοντας στο μηχανοστάσιο του Αβραάμ ως χειριστής, βοηθός μηχανικού σε συνεργείο. Οι μηχανές δίνανε αέρα στα εργοτάξια. Μετά δουλεύω για δύο χρόνια στο εργοτάξιο του Άσπρου Κάμπου σε κομπρεσέρ, μέχρι που με απέλυσαν. Πέντε χρόνια συνολικά στο μεταλλείο. Ανήμερα των Ταξιαρχών το 1963 με σχολάσανε. Αρχίσανε τις απολύσεις. Λίγους-λίγους. Από τα 1.200 άτομα που δουλεύανε μείναμε περίπου 350 εργάτες. Η εταιρεία δήλωσε πτώχευση. Μου χρωστούσαν 16.000 δραχμές γιατί στο τέλος έκανα και διπλοβάρδια.
Το σωματείο μας είπε να κάνουμε απεργία, να μην φορτώσουμε το μετάλλευμα στα καράβια. Όμως την τελευταία στιγμή αποφάσισε να φορτώσουμε μήπως και πληρωθούμε. Φορτώνουμε τα ιταλικά βαπόρια - “Ροζάλπμα”, “Ροζαλίντα” τα ονόματά τους. Φεύγει το μετάλλευμα, αλλά εμείς μένουμε απλήρωτοι. Μισθοί πάνω από ένα χρόνο, άδειες, δώρα... Οι δερμάτινες αρβύλες με προκαδούρα που φορούσαμε ήταν με δικά μας έξοδα. Το μεροκάματο όταν ήμουν στο μουλάρι ήταν 40 δραχμές, όταν ο πιστολαδόρος έπαιρνε 55 δραχμές και 50 δραχμές ο μπαζαδόρος. Ένσημα δεν βάζανε όταν ήμουν στο μουλάρι. Δεν βάζανε βαρέα και ανθυγιεινά. Όταν πήγα να πάρω τη σύνταξη, τότε το κατάλαβα...
Και ο πατέρας μου, ο Γιώργης, δούλευε στο μεταλλείο από το 1932. Πήγε 16 ετών, επί ιδιοκτησίας του Γερμανού Γκρόμαν και δούλεψε μέχρι το 1964 που έκλεισαν τα μεταλλεία. Μια ολόκληρη ζωή. Το 1957, στα 41 του χρόνια, ο πατέρας δούλευε μέσα στη στοά της Κάτω Καλαβάτσαινας και γέμιζε τα βαγόνια. Εγώ τότε ήμουν 12 και η αδελφή μου 8. Μέσα στη στοά ήταν 15 άτομα. Όταν ο μουλαριτζής ακούει να τρίζουν οι κάσες, να πέφτουν χώματα, χτυπάει τη σωλήνα που έστελνε μέσα τον αέρα για να τους ειδοποιήσουν για το κακό που έρχεται. Τρέχουν όλοι να βγουν έξω. Όμως τρεις εργάτες δεν προλαβαίνουν, γιατί πέφτει το βουνό και κλείνει την είσοδο της στοάς. Ο πατέρας μου και άλλοι δύο εργάτες με τσάπες, με τα χέρια, στήνοντας υποστυλώματα για να μην πέφτουν άλλα χώματα, τους έβγαλαν έξω στο φως. Ξεμπάζωναν με κίνδυνο και για τις δικές τους ζωές. Σώθηκε ο πατέρας μου γιατί έπεσε κάτω από ένα βαγόνι. Οι άλλοι δύο εργάτες μεταφέρθηκαν στο Νοσοκομείο της Σύρου. Ο πατέρας μου επέστρεψε στη δουλειά μετά από 15 ημέρες. Όμως ο φόβος ήταν πάντα εκεί. Η μάνα μου έκανε τον σταυρό της όταν έφευγε το πρωί για μεροκάματο και ξεπρόβαλλε κάθε βράδυ να τον περιμένει, να τον δει. Αποζημίωση για το ατύχημα δεν πήρε ποτέ. Κάθε φορά που πάω στις στοές θυμάμαι τα παιδικά μου χρόνια. Εμείς, τα 15χρονα, δεν ήμασταν τότε παιδιά, γίναμε πρόωρα άνδρες. Ο Γκρόμαν ήταν ο σκληρός, τον Αποστολίδη τότε τον έλεγαν ευεργέτη γιατί κατασκεύασε δρόμους, σκάλες, έφερε μεταφορικά μέσα. Βέβαια, τα παιδιά μου δεν ήθελα ποτέ να δουλέψουν σε μεταλλεία, γιατί εκεί παραμόνευε ο θάνατος καθημερινά... Κάθε φορά που χτυπούσε η καμπάνα μαζευόταν η ψυχή μας. Στη δεκαετία του διαχειριστή Αποστολίδη (1950-1963) σκοτώθηκαν στις στοές τρεις εργάτες από τη Σέριφο. Πολλοί μετανάστευσαν. Ο τόπος έγινε νεκροταφείο. Όμως αυτοί δήλωσαν πτώχευση και καθάρισαν... Ο πατέρας του Αποστολίδη που κήρυξε πτώχευση είχε μεταλλεία στην Ελβετία και τη Γαλλία. Όταν ερχόταν εδώ, φορούσε τη λαδωμένη καπαρντίνα και το καπελάκι του και παρακολουθούσε τις εργασίες. Στενός συνεργάτης του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που επειδή σάρωσε εκλογικά στην Ήπειρο, του έδωσε δώρο τα μεταλλεία της Σερίφου τζάμπα και έγιναν εκατομμυριούχοι... Μακάρι να γίνει ένα μουσείο για να μην χαθεί η ταυτότητα του νησιού».
«Μπαίνανε στις στοές και δεν ήξεραν αν θα βγούνε»
«Και ο πατέρας μου, ο Πέτρος Λιβάνιος, και ο άνδρας μου, ο Ανδρέας Ρώτας, εργάζονταν στα μεταλλεία της Σερίφου. Ο πατέρας μου δούλευε μέσα κι έξω από τις στοές μέχρι που πήρε σύνταξη. Ήταν πρόεδρος του σωματείου. Όλη μου τη ζωή έζησα ακούγοντας για τα μεταλλεία. Θυμάμαι από παιδί τον πατέρα μου να λέει ότι ο δικός του πατέρας την ημέρα της ματωμένης απεργίας τον Αύγουστο του 1916 -ήταν 16 ετών- δεν του επέτρεψε να κατέβει κάτω στη συγκέντρωση στο Μέγα Λιβάδι γιατί φοβόταν τα επεισόδια. Όμως αυτός δεν τον άκουσε και πήγε. Έτσι μας διηγούνταν για τους ρουφιάνους της εταιρείας, που μέσα από το διοικητήριο των Γκρόμαν πυροβολούσαν στον αέρα για εκφοβισμό, και τον παπά Γιάννη Ρώτα να σηκώνει έναν σταυρό μπροστά στο εξαγριωμένο πλήθος, παρακαλώντας να μην ανατινάξουν το διοικητήριο. Πολύς θάνατος, πολλή δυστυχία για ένα κομμάτι ψωμί από ήλιο σε ήλιο. Ο κόσμος φοβόταν γιατί γίνονταν πολλά δυστυχήματα. Μπαίνανε μέσα στις στοές και δεν ξέρανε αν θα βγούνε. Αγρότης ο πατέρας μου, δεν του έφτανε να ζήσει την οικογένεια. Δούλεψε στα μεταλλεία για ένα κομμάτι ψωμί. Τότε οι εργάτες έρχονταν με τα πόδια από τα γύρω χωριά. Όποιος είχε ρολόι δεν τον έπαιρναν στη δουλειά. Από ήλιο σε ήλιο μέχρι την απεργία που καθιέρωσε το οκτάωρο. Πριν χαράξει μπαίνανε στις στοές και βγαίνανε μετά τη δύση του ήλιου. Τρεις ώρες ποδαρόδρομο. Ξυπνούσαν στη μια τα χαράματα, όταν λαλούσε ο πετεινός. Δεν υπήρχαν ρολόγια. Ξυπνούσε ο ένας τον άλλον. Με βροχή και κρύο κινούσαν με τα πόδια για τη δουλειά. Μαζευόντουσαν μπροστά στη στοά όλοι οι εργάτες. Ο επιστάτης έβγαζε το μπαστούνι -τέτοιες εντολές είχε από τα αφεντικά- και χώριζε τους εργάτες σε αυτούς που ήταν τυχεροί και θα δούλευαν εκείνη την ημέρα και στους άτυχους που θα γυρνούσαν στα σπίτια τους χωρίς μεροκάματο. Αυτά επί Γκρόμαν. Καψόνι κανονικό. Τρεις γενιές Γκρόμαν πέρασαν από τη Σέριφο. Σκληρές εποχές.
Εγώ παντρεύτηκα το 1956. Ήμουν 23 ετών και ο άνδρας μου 25. Ήταν ήδη εργάτης στα μεταλλεία, δούλευε κομπρεσέρ μέσα στις στοές, έσπαγε τις μεγάλες πέτρες. Δύσκολη, κοπιαστική δουλειά. Φοβόμουνα για τη ζωή του κάθε πρωί που έφευγε μην και “πετρωθεί”. Και “πετρώθηκε” σε άσχημο σημείο τον πρώτο χρόνο του γάμου μας, ενώ δούλευε το “πιστόλι” μέσα στη γαλαρία. Έσπαγε έναν βράχο. Μαζί του ήταν ο Γιώργος Κουζούπης και ο Αγγελής Λιβάνιος, μεγαλύτεροί του. Έτσι όπως ήταν σκυμμένος μέσα στα σκοτάδια πάνω στην πέτρα, δίπλα του ήταν ένα βαγονέτο γεμάτο μετάλλευμα. Τότε πέφτει ένας βράχος δίπλα του και, όπως ήταν σκυμμένος, τον παίρνει ακριβώς από κάτω. Ένα κομμάτι βράχου -πλάκα- πέφτει πάνω στη μια άκρη του βαγονιού, το αναποδογυρίζει και τον παίρνει τον Ανδρέα από κάτω. Τον “πέτρωσε” και τον έσωσε. Οι άλλοι δυο “μπαζώθηκαν” από το μετάλλευμα όταν αναποδογύρισε το βαγόνι. Ήταν κάτω από τα μπάζια, δεν σκοτώθηκαν, αλλά ήταν ακινητοποιημένοι και οι δύο, χωρίς να μπορεί να βοηθήσει ο ένας τον άλλον. Το μόνο που κατόρθωσαν ήταν να πιάσουν μια τσάπα, χτύπησαν έναν σιδερένιο σωλήνα για να φτάσει το μήνυμα του ατυχήματος και σε άλλους εργάτες. Όσοι ήταν έξω από τη στοά κατέβηκαν κάτω για να τους βγάλουν έξω. Τράβηξαν με δυσκολία τα μπάζια γιατί ήταν σκοτάδι και στενός ο χώρος. Τους βγάλανε έξω στο φως. Ο άνδρας μου, ο Ανδρέας, ήταν λιπόθυμος και τραυματισμένος. Τον φόρτωσαν σ’ ένα καΐκι και τον πήγαν μόνο του στο νοσοκομείο στη Σύρα. Είχε κάταγμα λεκάνης, εκεί τον βρήκε η πέτρα, και δεν μπορούσε να σηκωθεί. Τον μεταφέραμε με δικά μας έξοδα στο Ασκληπιείο της Βούλας και έμεινε τρεις μήνες. Η εταιρεία, άφαντη και αδιάφορη. Καμία αποζημίωση για το ατύχημα. Περπατούσε με πατερίτσες. Πέρασε από επιτροπή και βγήκε σε σύνταξη στα 26 του χρόνια. Περνούσε κάθε οχτώ μήνες από την επιτροπή, ανεβοκατέβαινε στην Αθήνα με δικά του έξοδα, και σε πέντε χρόνια του έκοψαν τη σύνταξη γιατί του μείωναν συνεχώς το ποσοστό αναπηρίας... Το κάταγμα στη λεκάνη τού άφησε μόνιμη αναπηρία, ενώ και τα πόδια του δεν τον κρατούσαν. Αφού του κόψαν τη σύνταξη, ασχολήθηκε με τις ελαφρές αγροτικές δουλειές και την οικοδομή...
Οσοι Σερφιώτες “πετρώνονταν” ή σκοτωνόντουσαν τους αναζητούσαν οι δικοί τους. Όμως ξέρεις πόσοι Μυκονιάτες εργάτες έχουν αφήσει τα κόκαλά τους μέσα στις στοές πάνω από τη σκάλα στο Μέγα Λιβάδι, στην περιοχή Μουντάκι; Δεν τους βγάζανε έξω να τους θάψουνε. Όταν έρχονταν οι δικοί τους και τους αναζητούσαν, η εταιρεία απαντούσε: “Α, έχουν φύγει καιρό από εδώ, δεν δούλευαν στα μεταλλεία”. Έκρυβαν τους νεκρούς.
Τη βλέπεις, παιδί μου, αυτήν την γκρι λάμπα ασετυλίνης που είναι κρεμασμένη στον τοίχο; Κάθε εργάτης είχε τη δική του λάμπα με νερό και ασετυλίνη, και με αυτήν έμπαινε στα σκοτάδια της στοάς. Με δικά τους έξοδα την αγόραζαν οι εργάτες. Όταν επέστρεφε από τα μεταλλεία ο Ανδρέας, ήταν μέσα στη μουτζούρα, στο κορμί, στα ρούχα και στα πνευμόνια. Είχε καταπιεί τόση σκόνη... Μόνο πίκρες έχω να θυμάμαι. Άσε που θέλουν να μας πάρουν και τώρα τη γη μας, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία».