«Σήμερα γνωρίζουμε ότι βραχυπρόθεσμα η ζέστη επηρεάζει τις άμεσες ικανότητες συγκέντρωσης και μειώνει τις γνωστικές επιδόσεις. Αν οι συνέπειές της στη νευροψυχολογική ανάπτυξη του παιδιού που διαπιστώνουμε στις εργασίες μας επιβεβαιωθούν, τότε αυτές θα αφορούν όχι μια χρονική περίοδο, αλλά όλη τη διάρκεια της ζωής». Το σχόλιο της Γιοχάνα Λεπέλ, επικεφαλής ερευνήτριας στο Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας και Ιατρικής Έρευνας της Γαλλίας (Inserm), αναφέρεται στα σημαντικά ευρήματα γαλλικής έρευνας που συνδέει πρώτη φορά την έκθεση σε υψηλές θερμοκρασίες των εγκύων και των νεογνών με τις διαταραχές της νευρογλωσσικής ανάπτυξης των μικρών παιδιών. Άλλη μία πτυχή της ευαλωτότητας των εγκύων και των νεογνών στην υπερθέρμανση του πλανήτη, ένα πρόβλημα δημόσιας υγείας σε παγκόσμιο επίπεδο, που εξετάζεται όμως μόλις πρόσφατα και μόνο στην Ευρώπη...
Η κοινή έρευνα του Inserm με το Εθνικό Κέντρο Επιστημονικής Έρευνας (CNRS) και το Πανεπιστήμιο Grenoble Alpes, που εξέτασε τις επιπτώσεις των ακραίων θερμοκρασιών στη γλωσσική ανάπτυξη παιδιών 2 ετών, διαπίστωσε ότι αυτές δεν είναι μόνο παράγοντες υψηλής θνησιμότητας αλλά και αόρατη αιτία γνωστικών αναπηριών διαρκείας που πλήττουν τις δυνατότητες ανάπτυξης εκατομμυρίων παιδιών. «Τα αποτελέσματά μας είναι μια προειδοποίηση σε ό,τι αφορά τον αντίκτυπο που έχει η παγκόσμια υπερθέρμανση στη γνωστική ανάπτυξη του ανθρώπου μακροπρόθεσμα. Εργαζόμαστε σήμερα για να καταλάβουμε σε ποιο βαθμό οι επερχόμενες γενιές μπορεί να επηρεαστούν» εξηγεί η Λεπέλ. Συγκεκριμένα, η έρευνα, τα συμπεράσματα της οποίας δημοσιεύθηκαν στις αρχές Απριλίου στην εξειδικευμένη επιθεώρηση Environmental Health, βασίζεται σε λεπτομερή ανάλυση δεδομένων 12.000 ζευγών μητέρας-παιδιού. Οι ερευνητές διασταύρωσαν αυτά τα δεδομένα με ακριβείς μοντελοποιήσεις της έκθεσης στη ζέστη, σε εβδομαδιαία βάση, στη διάρκεια της κύησης και των πρώτων μηνών ζωής, κατά τους οποίους η ανάπτυξη των παιδιών επηρεάζεται αρνητικά από τους καύσωνες. Διαπίστωσαν σοβαρή πτώση, της τάξης του 15%, των γλωσσικών ικανοτήτων τους. Η έρευνα αυτή προστίθεται στις μέχρι τώρα επιστημονικές διαπιστώσεις σύμφωνα με τις οποίες οι καύσωνες στη διάρκεια της κύησης συνδέονται με αυξημένους κινδύνους αποβολής, πρόωρων τοκετών και λιποβαρών νεογνών.
Πρόκειται για ένα ζήτημα δημόσιας υγείας, για το οποίο όμως δεν υφίστανται αντίστοιχες έρευνες στο νότιο ημισφαίριο, σε χώρες όπως η Βραζιλία, η Ινδία, η Ινδονησία, η Νότια Αφρική, παρότι οι πληθυσμοί τους εκτίθενται σε υψηλότερες θερμοκρασίες για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και μάλιστα σε πολύ χειρότερες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες. Πέρα από μερικές τοπικές έρευνες, κυρίως στην Ινδία και στη Βραζιλία, για τις επιπτώσεις της ζέστης στην περιγεννητική θνησιμότητα, στο βάρος των νεογνών ή στους πρόωρους τοκετούς, δεν υπάρχει καταγραφή μεγάλης εμβέλειας, όπως η γαλλική, των διαταραχών της νευρογνωστικής ανάπτυξης. Ένα έλλειμμα που συνδέεται με την απουσία εθνικών ερευνών, σταθερής χρηματοδότησης και δομών μακροχρόνιας παρακολούθησης...
Από την πλευρά της, πάντως, η Ευρώπη ήδη πληρώνει υψηλό τίμημα εξαιτίας της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Το 2022 ήταν χρονιά-καμπή. Έρευνα του Ινστιτούτου της Βαρκελώνης για την Παγκόσμια Υγεία (ISGlobal) σε συνεργασία με το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας και Ιατρικής Έρευνας της Γαλλίας αποκάλυψε ότι μεταξύ 30 Μαΐου και 4 Σεπτεμβρίου καταγράφηκαν 61.672 θάνατοι που συνδέονται με τη ζέστη στην Ευρώπη. Μέχρι σήμερα η Eurostat έκανε λόγο για ασυνήθιστα αυξημένη θνησιμότητα αυτή την περίοδο, χωρίς ωστόσο να συγκεκριμενοποιήσει το ποσοστό που συνδέεται με τους καύσωνες. Τα δεδομένα αναδεικνύουν παράλληλα τα όρια των σημερινών στρατηγικών πρόληψης και προσαρμογής στους καύσωνες, με τους αναλυτές να επισημαίνουν ότι όλα αυτά τα «καμπανάκια κινδύνου» επιβάλλουν την αναθεώρηση των πολεοδομικών σχεδίων, τη βελτίωση των συστημάτων συναγερμού κ.ά.