Από το Σάββατο το βράδυ, όταν και διέρρευσε ότι η γερμανική κυβέρνηση προτίθεται να μειώσει στο μισό την στρατιωτική βοήθεια προς την Ουκρανία βρέχει κριτική στον δυτικό συντηρητικό Τύπο για αυτή της την απόφαση, που κάποιοι σπεύδουν να χαρακτηρίσουν εκ των προτέρων ως αποφασιστική για την έκβαση του πολέμου. Αυτή είναι μια «άδικη» κριτική από τη σκοπιά των «φίλων της Ουκρανίας», γιατί η κυβέρνηση Σολτς είναι σταθερά ο μεγαλύτερος αιμοδότης του Κιέβου. Αυτό που προτείνει τώρα είναι να διαθέσει το 2025 4 δισεκατομμύρια, αντί των 8, που δίνει φέτος και οι υπόλοιπες ανάγκες να καλυφθούν από τα δεσμευμένα ρωσικά περιουσιακά στοιχεία στη Δύση, όπως έχει αποφασίσει η G7.
Τα έδωσαν όλα ως τώρα
H κυβέρνηση του Βερολίνου θα είχε κάθε λόγο να μιλάει για «αχαριστία» λοιπόν, αλλά σε κάθε περίπτωση είναι και θύμα της επιλογής της να στηρίξει τυφλά το Κίεβο, αναθεωρώντας μάλιστα βασικές σταθερές της παραδοσιακής της πολιτικής. Σίγουρα πάντως αυτή η απόφαση λαμβάνεται με βάση κάποια νέα δεδομένα. Το βασικότερο είναι οι τεράστιες δυσκολίες που υπήρξαν μέχρι τώρα στην εκπόνηση του προϋπολογισμού για το 2025. Έτσι κι αλλιώς αυτός έχει καθυστερήσει υπερβολικά, με αποτέλεσμα να αποτελεί αυτή η καθυστέρηση αντικείμενο αμέτρητων ακόμα και χλευαστικών σχολίων στον γερμανικό Τύπο. Η εμμονή του φιλελεύθερου υπουργού Οικονομικών για το φρένο χρέους, οι παρεμβάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου και φυσικά οι διαφορετικές προτεραιότητες των τριών κομμάτων, σε μια περίοδο που η γερμανική οικονομία κάθε άλλο παρά «πετάει» και το χρήμα δεν ρέει αφθονο μετέτρεψαν την επεξεργασία του σημαντικότερου ετήσιου νομοθετήματος σε θρίλερ και έφεραν ένα κείμενο που μοιάζει με κουρελού ραμμένη από εντελώς αταίριαστα μεταξύ τους κομμάτια.
Στο Βερολίνο εκτιμάται ότι θα είναι θαύμα αν αυτή η κυβέρνηση καταφέρει κουτσά στραβά να φτάσει μέχρι την προβλεπόμενη ημερομηνία των εκλογών τον ερχόμενο Σεπτέμβριο. Ειδικά οι Πράσινοι είναι αυτοί που σε κάθε ευκαιρία διαρρέουν πως μια επανάληψη αυτού του συνασπισμού θα είναι αδύνατο να υπάρξει.
Αντιδράσεις μέσα στο SPD
Ο Ολαφ Σολτς βεβαίως έχει και άλλους λόγους για αυτή την απόφαση. Κατ’ αρχήν η άνευ όρων στήριξη του Βολοντίμιρ Ζελένσκι μόνο ενθουσιασμό δεν προκαλεί στις τάξεις του κόμματός του. Και όσο η χώρα θα μπαίνει σε προεκλογική χρονιά οι γκρίνιες της βάσης του Σσιαλδημοκρατικού Κόμματος λογικά θα δυναμώνουν, από τη στιγμή μάλιστα που ο πόλεμος φαίνεται ότι θα είναι ένα θέμα, που θα επηρεάσει την επιλογή ψήφου ενός σημαντικού κομματιού της κοινωνίας.
Υπάρχουν όμως και δύο ακόμα στοιχεία που πιθανώς μέτρησαν στην απόφαση Σολτς. Το ένα έχει να κάνει με την χρήση γερμανικών οπλικών συστημάτων μέσα στο έδαφος της Ρωσίας μετά και τις τελευταίες επιθέσεις του ουκρανικού στρατού στην περιοχή του Κουρσκ. Εδώ πια έχουν τεντωθεί όσο γίνεται τα όρια της ερμηνείας της «άμυνας» της Ουκρανίας και αυτό συζητείται ευρέως. Υποτίθεται ότι τα όπλα δίνονταν αποκλειστικά για αμυντικούς σκοπούς. Υπάρχει τέλος και η αποκάλυψη για το ρόλο της Ουκρανίας στην ανατίναξη των αγωγών Nordstream. Ανεξαρτήτως αν θα λειτουργούσαν ή όχι, δεν παύουν να αποτελούν κρίσιμες κρατικές υποδομές της Γερμανίας και η καταστροφή τους είναι εχθρική πράξη. Οι διαβεβαιώσεις του Ζελένσκι, ότι «δεν γνώριζε» μάλλον δεν έχουν πείσει ιδιαίτερα και η κυριάρχη στον Τύπο επιθυμία μοιάζει να είναι το θέμα να ξεχαστεί γρήγορα. Αλλά η ουσία του δεν αλλάζει.