Οσα θεωρητικά κείμενα και να γραφτούν για το σινεμά του Ντέιβιντ Λιντς, καμία ερμηνεία και καμία θεωρητική προσέγγιση δεν μπορούν να αποτιμήσουν στην ολότητά τους τις ταινίες που άφησε πίσω του ο κορυφαίος αυτός Αμερικανός καλλιτέχνης. Από τους ακατανόητους εγκεφαλικούς τρόμους που εξέπεμψε το πρωτόλειο «Eraserhead» (1976) και τον ψυχοσεξουαλικό εφιάλτη που διαβρώνει την επαρχία στο «Μπλε Βελούδο» (1986) μέχρι την ονειρική απώλεια ταυτότητας στην ημιφωτισμένη «Οδό Μαλχόλαντ» (2001), καμία ανάλυση δεν διαπερνά ούτε αποκρυπτογραφεί τις υποβλητικές εικόνες και τους αινιγματικούς χαρακτήρες που κατοικούν στον κινηματογραφικό κόσμο-σύμπαν του Λιντς.
Οι μόλις δέκα ταινίες που σκηνοθέτησε στην καριέρα του μόνο ως αίσθηση βιώνονται. Σαν κομψοτεχνήματα του παράδοξου που στέκουν ως αυτόφωτοι μονόλιθοι και αναμετριούνται με τον χρόνο, τις τάσεις και τις ιδέες κάθε γενιάς για το τι σημαίνει σινεμά του φανταστικού. Στον Ντέιβιντ Λιντς συνυπάρχουν η νοσηρή ατμόσφαιρα με τον βαθύ ερωτισμό, οι σαδιστές κακοποιοί με τους πιο αγνούς στην καρδιά ήρωες, πάντα υπό την απειλή του στατικού ηλεκτρισμού, πίσω από τις σκιές του ασυνείδητου που καλύπτουν οι παχιές βελούδινες κουρτίνες.
Κανένα ραντάρ εξορθολογισμού δεν μπορεί να χωρέσει σε λόγια, πόσο μάλλον να απομυθοποιήσει, το υπερβατικό και ποιητικό σύνολο του έργου που μας άφησε πίσω του αυτός ο οραματιστής της εικόνας. Άλλωστε, όταν ο Ντ. Λιντς ερωτευόταν μια ιδέα, προσπαθούσε μέσα από τα εργαλεία της (κάθε) τέχνης να αναπαραστήσει την προσυνειδητή αίσθησή της με οδηγούς είτε το μυστήριο που εξέπεμπε είτε τον κίνδυνο πίσω από διανοητικούς γρίφους. Μέσω της ζωγραφικής, της μουσικής, της γλυπτικής, του σχεδίου και, φυσικά, της σκηνοθεσίας ο Λιντς δημιουργούσε, ων στο μεταίχμιο του ονείρου και του εφιάλτη: από τη γεμάτη άγριο φετιχισμό «Ατίθαση καρδιά» και τον σπαρακτικό ανθρωπισμό στον «Άνθρωπο Ελέφαντα» (1980) μέχρι την ηδονιστική και ψυχωτική φούγκα του «Twin Peaks», που άλλαξε ανεξίτηλα το τηλεοπτικό τοπίο όταν προβλήθηκε πρώτη φορά, αλλά και τους ακατανόητους ειρμούς στη «Χαμένη λεωφόρο», όπου οι ενοχές μετασχηματίζονταν σε απώλεια σωματικής μνήμης και συνείδησης.
Ο Ντ. Λιντς με το σινεμά του κατάφερε να αποταυτίσει το όνειρο από το παραμύθι, να απογειώσει αισθητικά τους γιουνγκικούς εφιάλτες και να μπολιάσει με ψυχοσεξουαλικές παραισθήσεις και χιούμορ τις αγωνίες των σουρεαλιστών. Όσο, όμως, και να αναλύσουμε ή να κρίνουμε το σύνολο του έργου του, αυτό πάντα θα μας ξεπερνά. Οι δημιουργίες του θα στέκουν για πάντα αμίμητες και απλησίαστες, ανοιχτές σε πολλαπλές ερμηνείες και ανθεκτικές σε απέραντες θεάσεις. Όπως δεν μπορούμε να συνηθίσουμε την αίσθηση των ονείρων, έτσι δεν θα μπορέσουμε ποτέ να συνηθίσουμε ή να κωδικοποιήσουμε πλήρως την αίσθηση της θέασης των εικόνων που συνθέτουν τις ιστορίες στο σινεμά του Ντέιβιντ Λιντς. Γι’ αυτό θα του είμαστε πάντα ευγνώμονες.