Πρώτη Κυριακή του Δεκεμβρίου και η χρονιά πήρε να γέρνει. Δεν γίνεται λοιπόν να μην σκεφτείς τούτη τη λυγρή δυνατότητα του ανθρώπινου όντος να συνειδητοποιεί το πέρασμα του χρόνου που έρχεται και φεύγει διαρκώς για πάντα. Δεν γίνεται να μην σκεφτείς γι’ αυτή τη συνείδηση του στιγμιαίου παρόντος που ονομάζεται ζωή και που ως όναρ παρέρχεται και ως άνθος μαραίνεται καταπώς λέει με έξοχο τρόπο ο Δαμασκηνός στη νεκρώσιμη ακολουθία του, αυτό το ύψιστο δείγμα ποίησης και απαντοχής μπροστά στο επέκεινα. Άλλωστε, η συνείδηση του εφήμερου «για πάντα» είναι κατακτημένη... από πάντα. Λέει, ας πούμε, ο Πίνδαρος (Πυθιόνικος VIII 95-97): «Επάμεροι˙ τι δε τις; Τι δ’ ου τις; Σκιάς όναρ άνθρωπος». Που πάει να πει: «Εφήμεροι˙ τι είναι κανείς; Τι δεν είναι; Ίσκιος ονείρου ο άνθρωπος». Υποκλίνεσαι μπροστά στο μεγαλείο της διατύπωσης: «ίσκιος ονείρου ο άνθρωπος». Σαν να λέμε, ένα όνειρο που ονειρεύεται τον εαυτό του για να δημιουργεί διαρκώς το «για πάντα» της ύπαρξης ή, αλλιώς, τη συνθήκη της αιωνιότητας με τέτοια μεγαλοφυή ποιητικότητα, ώστε να συσσωματώνεται φιλοσοφικά με την πραγματικότητα του θνήσκειν. Που κάνει τον Νίκο Καρούζο να αναρωτιέται: «Όταν πεθαίνεις, ως πού πεθαίνεις;».
Απάντηση δεν υπάρχει. Το ερώτημα τίθεται για να μην απαντηθεί, καθώς ο χρόνος, το «για πάντα» του καθενός και όλων, διαρκώς μεταβάλλεται, αλλάζει πορεία πλεύσεως, αλλάζει ταχύτητα, αλλάζει παρελθόν και μέλλον. Μονάχα προορισμό δεν αλλάζει, καθώς το σκοτεινό όνειρο είναι πάντα εκεί. Το σκοτεινό όνειρο με τον σκοτεινό του φάρο να σου δείχνει όχι το τι πρέπει ν’ αποφύγεις, αλλά το πού πρέπει να φτάσεις. Είτε λες «θα σ’ αγαπώ για πάντα» είτε λες «θα σε θυμάμαι για πάντα», ήδη βρίσκεσαι στη χώρα που είναι καμωμένη από σκιά ονείρου μια για πάντα.
«Μεθαύριο που θα μεγαλώσεις» έλεγε η θεία Αριάδνη κι εγώ φανταζόμουν αυτό το «μεθαύριο» σχεδόν στην περιοχή του παραμυθένιου και του φανταστικού. Κι ύστερα, όταν το «μεθαύριο» γίνεται «χθες», αντιλαμβάνεσαι ότι δεν ήταν παραμυθένιο ούτε φανταστικό. Ήταν το παραμυθητικό μιας πραγματικής παρηγορίας, ώστε να μην σε κατακλύσει ο αιφνιδιασμός για να μην σε παγώσει ο τρόμος. Έτσι που πάντοτε να υπάρχει ο ζωτικός χώρος για ένα καινούργιο «για πάντα». Για ακόμη ένα ταξίδι πάνω στα φύλλα της «πολύανθης ώρας» που θα σε πάει πιο πέρα «εις εαυτόν» και στους άλλους. Αλλιώς δεν υπάρχει ταξίδι. Υπάρχει μονάχα θάνατος αταξίδευτος και γι’ αυτό αβάσταχτος.
Σκέφτομαι λοιπόν ότι το «για πάντα» είναι η διάπορη οντότητα. Αυτή η απορία που ξεκινάει από το μηδέν -αλήθεια, από πού ξεκινάει το «μηδέν»;- και απολήγει ως φύλλο παρασυρμένο από το αίεν στο άπειρο (στο α-πειρο, σ’ αυτό που ακόμα δεν ξέρουμε, άρα δεν ξέρουμε και ως πού φτάνει το «για πάντα»), ώστε μια αίσθηση νεότητας να περιλαμβάνει όλα τα ερείπια ενός χρόνου που δεν πέρασε, αλλά περνάει για πάντα. Και είναι αυτός, πιστεύω, ο ενεστώτας που μας κρατάει ζωντανούς. Ο ενεστώτας των ερειπίων. Δεν υπάρχει ζωντανός χωρίς ερειπωμένο εντός. Γιατί το ερείπιο, το μέσα ερείπιο, είναι το εγγύτερο σημείο προς το μηδέν και το άπειρο. Αυτό είναι το αληθινό «για πάντα». Ο ερειπιώνας της απορίας, η αντίστροφη έκπληξη πάει να πει, μπροστά στο διαπραχθέν, που ισχύει ακριβώς επειδή δεν ισχύει πια. Επειδή ο χρόνος προσπέρασε περιλαμβάνοντας την ανάσταση. Επειδή η ανάσταση δεν είναι κατάσταση εξαίρεσης, αλλά φυσική διαδικασία αιωνιότητας που δεν σταματά σε ημερομηνίες. Οι ημερομηνίες είναι μάταιοι, στενοί και αφιλόδοξοι επιχωρισμοί, όπως τα σύνορα, που είναι παράδοξοι οντολογικοί καθορισμοί. Οντολογικές αγριότητες, αφού πριν σκεφτούν οι άγριοι τις εθνολογικές καθαρότητες και τις αιματολογικές εκτραχύνσεις, θα ’πρεπε να φανταστούν τις χρονικές καθαρότητες. Ισχύουν για όλους. Και δεν τις σταματούν οι φασισμοί. Το παιδί της Γάζας που σφαγιάστηκε σήμερα μετέχει εξίσου στο «για πάντα» της ανθρωπότητας με τους Νετανιάχου που το έσφαξαν.
Γι’ αυτό η ανθρωπότητα θα έχει πάντοτε μια μέρα ακόμη ώστε να διορθώσει τα εγκλήματα των εχθρών της. Συνεπώς, ας επαναλάβω κι εγώ τον Μίλοραντ Πάβιτς: «Για πάντα και μια μέρα παραπάνω».