Η μουσική εκδήλωση αλληλεγγύης και στήριξης στο Αn Club ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς χάρη στην όμορφη και αρμονική συνύπαρξη του άκαμπτα πολιτικοποιημένου τροβαδούρου Σπύρου Γραμμένου και του Κωνσταντίνου Πουλή από τον δημοσιογραφικό ιστότοπο The Press Ρroject. Μαζί οι δυο τους όχι μόνο έσπασαν τον πάγο με ιδανικό τρόπο, αλλά πέτυχαν να στήσουν μια χαριτωμένη εμφάνιση με ευθύβολα μηνύματα. Όμως πίσω από τα αβίαστα αστεία και την οργανική τους χημεία στο μικρόφωνο -αλληλοσυμπληρώνονταν σαν να το έκαναν από πάντα- μετέφεραν ένα αίσθημα αδικαίωτης οργής και ουσιαστικής αγανάκτησης. Ο Σ. Γραμμένος με την ακουστική του κιθάρα και ο Κ. Πουλής, ο οποίος ήρθε από τη Βόρεια Εύβοια μόνο και μόνο γι’ αυτή την ολιγόλεπτη εμφάνιση, δήλωσαν ότι βρίσκονται στο πλευρό εργαζομένων και ότι στηρίζουν το αυτονόητο δικαίωμα του κάθε ανθρώπου να αμείβεται για την εργασία του. Επίσης, δήλωσαν από το μικρόφωνο ότι είναι απαράδεκτο να αποδυναμώνονται οι λιγοστές φωνές που αντιστέκονται στην κυβέρνηση και ότι έδωσαν το «παρών» όχι μόνο γιατί είναι απαράδεκτο φαινόμενο η απλήρωτη εργασία, αλλά γιατί εκτιμούν αυτό που η ΑΥΓΗ και ο ρ/σ Στο Κόκκινο προσφέρουν στην ενημέρωση.
Στη συνέχεια η σκυτάλη πέρασε στον Μιχάλη Καλογεράκη που παρέα με τη Νεφέλη Φασούλη έκαναν το κοινό να τραγουδήσει και απογείωσαν την ατμόσφαιρα με τον πιο μελωδικό τρόπο. Η αιρετική και καλλιεργημένη προσέγγιση του Καλογεράκη στην ποίηση (τραγούδησε αλάνθαστα ένα ποίημα της Κατερίνας Γώγου) και η ξεχωριστή ικανότητα της Φασούλη να συνδυάζει τις έντεχνες μελωδίες με τις τζαζ καταβολές δημιούργησαν μια συνάντηση που σκόρπισε χαμόγελα. Η Ν. Φασούλη ανάμεσα στα τραγούδια της είπε απ’ το μικρόφωνο ότι πρώτα ο σταθμός Στο Κόκκινο είχε σταθεί αλληλέγγυος στο πλευρό των καλλιτεχνών, ενώ δήλωσε χαρακτηριστικά για τον σταθμό ότι «αν κλείσει, χαθήκαμε».
Ποίηση και μυσταγωγία
Ενώ ο χώρος είχε αρχίσει ήδη από πολύ νωρίς να γεμίζει ασφυκτικά, ο Κώστας Θωμαΐδης, άλλος ένας τραγουδοποιός που κατά καιρούς έχει ερμηνεύσει ποίηση, ανέβηκε στη σκηνή και αφιέρωσε την εμφάνισή του στους παλιούς του συναδέλφους. Οι έντονες και επιβλητικές του ερμηνείες αγκάλιασαν την ποίηση του Μπέρτολτ Μπρεχτ με το «Άννα, μην κλαις», με τους διαχρονικούς στίχους που έχει δοξάσει στο παρελθόν ο Θάνος Μικρούτσικος. Εξίσου δωρικές ήταν οι ερμηνείες του Γιώργου Μεράντζα, που ανέβηκε στη συνέχεια στη σκηνή. Ο έμπειρος τροβαδούρος, που έχει διαγράψει μια καριέρα δεκαετιών χωρίς ποτέ να χάσει ή να προδώσει την ιδεολογική του τοποθέτηση, αναρωτήθηκε για το πώς φτάσαμε σ’ αυτό το σημείο, ενώ εξέφρασε την αισιοδοξία του ότι τελικά η νέα γενιά θα καταφέρει να βρει τον δρόμο της. Ο Βασίλης Προδρόμου με το αριστοτεχνικό παίξιμο της ακουστικής κιθάρας συνόδευσε τον Γ. Μεράντζα σε ερμηνείες που άγγιξαν μέχρι και τον τελευταίο ακροατή. Κορυφαίες στιγμές στάθηκαν η σπαρακτική ερμηνεία στον «Σεβάχ τον θαλασσινό» που έχει ερμηνεύσει ο Μάνος Λοΐζος αλλά και εκείνη στην «Όμορφη πόλη», που σκόρπισε ρίγη συγκίνησης.
Με τον κόσμο να συρρέει χωρίς σταματημό στο συναυλιακό στέκι των Εξαρχείων, με το κουτί οικονομικής ενίσχυσης του απεργιακού αγώνα των εργαζομένων να μεταφέρεται με συγκινητικό τρόπο στον χώρο και με τους καλλιτέχνες να παραδίδουν με θέρμη και αγάπη τη σκυτάλη μεταξύ τους, στη σκηνή ανέβηκε ο Πάνος Βλάχος, ο οποίος διανύει μία από τις πιο επιτυχημένες του χρονιές. Ο Π. Βλάχος εξέφρασε τη στήριξή του στον αγώνα και ευχήθηκε να έχει πάντα την πνευματική διαύγεια να στέκεται στο πλάι των δίκαιων διεκδικήσεων. Ξεκίνησε λοιπόν την εμφάνισή του με ένα ευρηματικό mashup στίχων των Pink Floyd («Another brick in the wall») και του Νίκου Καββαδία («Οι 7 νάνοι στο ss Cyrenia»). Είτε στις διασκευές που έπαιξε, είτε στα ντουέτα με τη Νεφέλη Φασούλη, είτε στις δικές του επιτυχίες, που απογείωσαν τη σύγχρονη θεατρική του καριέρα (το «Ένα τυχαίο γεγονός» από τον «Τυχαίο θάνατο ενός αναρχικού»), ο Π. Βλάχος έδειξε ότι διαθέτει το χάρισμα να φιλτράρει μέσα από τις pop ευαισθησίες του οποιοδήποτε υλικό και οποιοδήποτε είδος μουσικής, διατηρώντας πάντα τη φρεσκάδα του. Ανάλογη φρεσκάδα διέθεταν και οι Σκιαδαρέσες, που τον διαδέχτηκαν. Οι δύο αδερφές του φωνητικού ντουέτου έδειξαν ότι με την αρμονική τους αυθάδεια, με την αναπολογητική τους στιχουργική και με το καλοκουρδισμένα βιτριολικό τους χιούμορ καταφέρνουν και εκφράζουν την αδιέξοδη οργή της γενιάς τους μεταδίδοντας μια πολύτιμη έντονη αίσθηση χαράς στον ακροατή. Την ευχάριστη συνήχηση της φωνητικής θρασύτητας που τόσο χρειαζόμαστε διαδέχτηκε ο λυρισμός του Φώτη Σιώτα. Ο έμπειρος μουσικός έδειξε μια ιδιαίτερη βιρτουοζιτέ στο βιολί έχοντας στο πλάι του τον Δημήτρη Τσεκούρα στο κοντραμπάσο, να τον συνοδεύει με ήπιο ρυθμό και με αυτοπεποίθηση να ντύνει τους μυσταγωγικούς ρυθμούς τραγουδιών όπως το «Πάντα ξένοι». Την εξερευνητική διάθεση στο σύγχρονο λαϊκό και παραδοσιακό τραγούδι του Φώτη Σιώτα διαδέχτηκε δίκαια ο Δημήτρης Μυστακίδης, ερμηνευτής που στο πρόσωπό του όλοι αναγνωρίζουν έναν από τους πιο συνεπείς μουσικούς, που όχι μόνο δεν στραβοπάτησε ποτέ δισκογραφικά, αλλά κάθε νέα του κυκλοφορία έχει σαφές καλλιτεχνικό νόημα. Έχοντας ένα πλήρες συγκρότημα πέντε ατόμων στη σκηνή να τον πλαισιώνει, ο Δ. Μυστακίδης έπαιξε από καρδιάς και έδειξε στους θεατές γιατί διακρίνεται σταθερά μέσα στα χρόνια: τόσο για το μεστό του παίξιμο όσο και για την αισθητική του προσέγγιση στη ρεμπέτικη παράδοση. Χάρισε δε στο κοινό τραγούδια που ξεπηδούν μέσα από τα μουσικολογικά του μονοπάτια, όπως το «Είμαι απ’ τα παιδιά». Ο ίδιος ανέφερε ότι, ενώ όλοι οι εργαζόμενοι και οι άνθρωποι πίσω από την εκδήλωση του έλεγαν «ευχαριστώ», οι μουσικοί θα έπρεπε να είναι εκείνοι που τους ευχαριστούν, γιατί αν δεν υπήρχαν η ΑΥΓΗ και το Κόκκινο, αυτά τα τραγούδια και τόσοι καλλιτέχνες δεν θα έφταναν ποτέ στο κοινό.
Punk, folk και blues τραγούδια διαμαρτυρίας
Τα μεσάνυχτα πλησίαζαν, αλλά ο μουσικός μαραθώνιος δεν έδειχνε σημάδια κόπωσης. Στη σκηνή ανέβηκε ο Frank Panx, ο τραγουδιστής του μακροβιότερου ελληνικού punk συγκροτήματος, των Panx Romana. Ο πρωτοπόρος της ελληνικής punk κουλτούρας μέχρι και σήμερα έχει τη διάθεση και την ενέργεια να περιδιαβεί σε νέα μουσικά μονοπάτια μαζί με την μπάντα των Σαλταδόρων που τον συνοδεύουν σταθερά. Το συγκρότημα έφερε ένα ωστικό κύμα ενέργειας στις πρώτες σειρές και ήταν τόσο ορμητικές και αδάμαστες οι ερμηνείες του, που προκάλεσαν ξέφρενο χορό, αντιπολεμικά συνθήματα αλλά και ιαχές αλληλεγγύης στον κρατούμενο Νίκο Ρωμανό. Έπρεπε να πέσουν οι ρυθμοί μετά το ισοπεδωτικό live του Frank Panx και των Σαλταδόρων και ο ιδανικός για να το πετύχει ιδανικά ήταν ο Γιάννης Παπαγεωργίου, ο οποίος ερμήνευσε το σπαρακτικό «Οποίος κάνει πως δεν ξέρει». Η στοιχειωμένη μπαλάντα διαμαρτυρίας που γράφτηκε μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα από φασίστες σκόρπισε ανατριχίλες. Το γειωμένο και άκρως προσεγμένο live του Γ. Παπαγεωργίου, που περιείχε υπέροχα τραγούδια, όπως το «Από τη σιωπή στη σιωπή», ολοκληρώθηκε με μια διασκευή στο αλησμόνητο «Εν κατακλείδι» του Παύλου Σιδηρόπουλου.
Ο επίλογος της βραδιάς πέρασε στα χέρια του Γιώργου Μίχα, ο οποίος, πλαισιωμένος από κρουστό και λαούτο, έδωσε μια μικρή γεύση από τον εσωστρεφή λυρισμό, τους παθιασμένους στίχους και τα υπαρξιακά blues που χαρακτηρίζουν τη μουσική του και έφερε μνήμες από τις εμφανίσεις του Σωκράτη Μάλαμα. Τραγούδια όπως το «Πέτρινα φτερά» έβαλαν μια ταιριαστή κατακλείδα σε μια μουσική βραδιά όπου όλοι ένιωθαν ότι είναι «μαζί». Κανείς και καμία δεν ένιωθαν ότι απειλείται ο χώρος τους από τους διπλανούς όταν το Αn ήταν κατάμεστο, κανείς και καμία δεν έδειξαν να νοιάζονται για τα αναγκαία κενά στησίματος (και ξεστησίματος) ανάμεσα στις εμφανίσεις, κανείς και καμία δεν βρέθηκαν εκεί για ένα συγκεκριμένο όνομα, αλλά για τη συνολική εμπειρία της συμμετοχής και κανείς και καμία δεν έβαλαν το θέαμα πάνω από το μήνυμα. Αυτή η σύμπνοια καλλιτεχνικής προσφοράς και λαϊκής συμμετοχής ήταν στ’ αλήθεια συγκινητική.
Φωτογραφίες: Suki Παπανικολάου, Παντελής Νταβανέλος
Δημοσιεύτηκε στο απεργιακό φύλλο της ΑΥΓΗΣ 1/12