Την ιστορία της, δηλαδή την αλήθεια πίσω από την παραίσθηση, η μεγαλειώδης παράσταση «Rohtko» την εμπνεύστηκε από ένα πραγματικό σκάνδαλο, όταν μια διάσημη γκαλερί της Νέας Υόρκης πούλησε πλαστούς πίνακες για μεγάλα χρηματικά ποσά. Τα έργα του Πόλοκ και του Ρόθκο, μεταξύ άλλων, που μοσχοπουλήθηκαν, προέρχονταν απ’ το χέρι ενός μαθηματικού με ταλέντο στα πιστά αντίγραφα. Ένας πίνακας του Λετονού εξπρεσιονιστή Μαρκ Ρόθκο πουλήθηκε για 8,5 εκατομμύρια δολάρια. Ο σκηνοθέτης Λούκας Ταρκόβσκι παίρνει αυτή την ιστορία απάτης και μέσα απ’ αυτή φιλτράρει τα υπαρξιακά ερωτήματά του για το καπιταλιστικό σύστημα αξιών που θρέφει και θρέφεται από το εμπόριο και το παρεμπόριο της αστικής τέχνης. Η παράστασή του, όμως, αγγίζει πολλά περισσότερα ερωτήματα και αναμοχλεύει τις μύχιες ανησυχίες τού σύγχρονου φιλότεχνου ανθρώπου μέσα από μια διαλεκτική πανσπερμία ιδεών. Η παράσταση «Rohtko» χαρτογραφεί από την αρχή τα όρια του κάδρου και τα όρια της θεατρικής σκηνής, επαναπροσδιορίζοντας την καθαρή σχέση μεταξύ θεατή και θεάματος.

Οι χώροι δράσης είναι ένα κινεζικό εστιατόριο, το μαγειρείο που ετοιμάζει τα noodles για delivery μέσω Wolt, μια ολόλευκη νεοϋορκέζικη γκαλερί και η κρεβατοκάμαρα του έκπτωτου καλλιτέχνη. Οι οπερατέρ ακολουθούν τη δράση στη σκηνή με τις steadycams στο χέρι τροφοδοτώντας τις τρεις οθόνες πάνω από τη σκηνή. Οι θεατρικές ερμηνείες μετατοπίζονται σε σινεμά verite μέσα από ένα ζωντανό μοντάζ που ζει και αναπνέει όσο και οι σάρκινοι ηθοποιοί που κινούνται στη σκηνή. Η ατμοσφαιρική μουσική θα συνδέσει τις διαφορετικές εποχές, το επιτόπιο μοντάζ θα κάνει σλάλομ στο πέρασμα του χρόνου και τελικά στο μυαλό του θεατή θα δημιουργηθεί ένα νέο πεδίο δράσης, όπου οι γκαλερίστες, οι μάγειρες, οι δημοσιογράφοι, η ιντελιγκέντσια των εικαστικών, οι έμποροι, οι πλαστογράφοι, οι ντελιβεράδες, οι ηθοποιοί και οι ντίλερ των μουσείων θα μπλέξουν αριστοτεχνικά σε ένα εγκεφαλικό κουβάρι με αδιανόητο συγχρονισμό. Τα κινηματογραφικά travelling δίνουν πνοή στις θεατρικές ερμηνείες και η περιστρεφόμενη σκηνή λειτουργεί σαν αινιγματικό τερέν για υπνωτικά χορευτικά - κάτι ανάμεσα σε αυτοσχέδιο μπαλέτο και ασκήσεις πολεμικών τεχνών.
Πείραμα υψηλής ευφυΐας
Το «Rohtko» δεν είναι τίποτα άλλο από ένας επικήδειος για τη σύγχρονη Τέχνη. Μια ελεγεία πάνω από το κουφάρι της υψηλής διανόησης που χαρίστηκε ανεπιστρεπτί στην επιχορήγηση οργανισμών, στον εστέτ κυνισμό των συλλεκτών και στα «ζεστά» κεφάλαια των ιδιωτών. Κι αυτό το πετυχαίνει αντλώντας από την ανατολίτικη μυσταγωγία του Γουόνγκ Καρ Γουάι, από την ονειρική εναλλαγή ρόλων στις σεκάνς-όνειρα του Ντέιβιντ Λιντς, αλλά και από την (ξεχασμένη από πολλούς) split screen αναζήτηση των ορίων δράσης στα ζωντανά πλάνα του Μάικ Φίγκις («Time code», «Hotel»). Οι τρεις παράλληλες λήψεις στις οθόνες βρίσκονται σε ζωντανό διάλογο και σε ιδεολογικό μπρα ντε φερ με την παράλληλη στη θεατρική σκηνή. Τα μέλη τού θιάσου γίνονται ζωντανά εξαρτήματα μιας μεγάλης σκηνής που αψηφά τον χρόνο, τη γεωγραφία και την έννοια του μοντάζ. Είμαστε όλοι μέρος του κοσμικού ντεκουπάζ και συνυπάρχουμε σαν μέρη της κατακερματισμένης δράσης ενός ρηξικέλευθου έργου που περηφανεύεται την κάλπικη φύση της ίδιας της τέχνης του. Αυτό που παρουσίασε ο Πολωνός σκηνοθέτης στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση ήταν ένα υψηλής αισθητικής υβριδικό αριστούργημα που ισορροπούσε ακριβώς στα σημεία τομής του σινεμά και του θεάτρου. Ένα θρασύτατο πείραμα υψηλής ευφυΐας, με τα νοήματα να χορεύουν σαν δερβίσηδες πάνω από το κεφάλι σου για ώρα μετά το τέλος του τετράωρου παροξυσμού εικόνων, μουσικής χορού και video art.

«Βλέπω τα ίδια πράγματα μ’ εσένα, αλλά δεν έχω τις λέξεις να το εκφράσω» λέει σε μια στιγμή ο λαϊκός ήρωας στον κριτικό Τέχνης. Αυτή η παράσταση είναι μια περίπτωση που αφοπλίζει κάθε απόπειρα ερμηνείας και κριτικής, καθώς οι λέξεις ωχριούν μπροστά σε υπερβατικά έργα όπως το «Rohtko», με τον αναγραμματισμό (πως λέμε Adibas) να υπογραμμίζει την ανάγκη για αμφισβήτηση της αυθεντίας. Σε ένα κινεζικό εστιατόριο αναζητούμε την αυθεντική κινεζική γεύση ή μια καλή απομίμησή της σε ένα τεχνητό περιβάλλον χωρίς να ταξιδέψουμε; Πότε το αντίγραφο ξεπερνάει το αυθεντικό και γιατί όσοι ήρθαν αντιμέτωποι μ’ αυτό το ερώτημα οδηγήθηκαν στην κατάθλιψη και στην αυτοκτονία; Πότε θεωρούμε αυθεντικό έναν καλλιτέχνη και πότε ξεπουλημένο; Και ποιος ορίζει αυτές τις έννοιες; Ο Ταρκόβσκι έχει απαντήσει σε όλα τα παραπάνω. Κι αντί να αυτοκτονήσει, όπως ο Ρόθκο, προτίμησε να στήσει μια γιορτή. Μια γιορτή για το τέλος της Τέχνης όπως την ξέραμε.