Οι Έλληνες μισθωτοί και το 2024 βίωσαν οικονομική δυσπραγία, καθώς πλήθος στατιστικών στοιχείων της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας (Eurostat) αποτυπώνουν του λόγου το αληθές. Το τέλος της περασμένης χρονιάς βρήκε τους Έλληνες μισθωτούς με ετήσιο εισόδημα (προσαρμοσμένο σε όρους αγοραστικής δύναμης PPS, ώστε να είναι συγκρίσιμο με τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης) και πάλι στις δύο τελευταίες θέσεις των 27, λίγο πάνω από τη Βουλγαρία και πολύ πιο κάτω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. και τις άλλες χώρες του Νότου (Ισπανία και Πορτογαλία) αλλά και από την Ιρλανδία και την Κύπρο, οι οποίες υπέστησαν την τιμωρία των Μνημονίων την προηγούμενη δεκαετία.
Οπως αποκαλύπτουν οι στατιστικές καταγραφές και οι έρευνες της Eurostat, πλην της χαμηλής αγοραστικής δύναμης των Ελλήνων μισθωτών, ακόμη ένα βασικό στοιχείο που επιδεινώνει σημαντικά την οικονομική κατάσταση των Ελλήνων είναι ότι η χώρα μας έχει το υψηλότερο κόστος στέγασης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ανέρχεται μάλιστα στο 35,2% του διαθέσιμου εισοδήματος (βλ. χάρτη), όταν οι Πορτογάλοι χρειάζονται μόλις το 14%, οι Ισπανοί το 17,1%, οι Ιρλανδοί το 17,2% και οι Κύπριοι μόλις το 11,6% για να καλύψουν τις στεγαστικές τους ανάγκες, οι οποίες προκύπτουν από το άθροισμα της δαπάνης για ενοίκιο ή δόση στεγαστικού δανείου συν τις δαπάνες για θέρμανση, ύδρευση, αποχέτευση, περιλαμβανομένων των σχετικών φόρων. Στην Ιταλία το ίδιο κόστος ανέρχεται μόλις στο 14,5% για τις ανάγκες στέγασης και στη Μάλτα στο 12%. Η Ελλάδα είναι μακράν πρώτη πάνω και από τη Γαλλία αλλά και κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες ακριβότερη από τις κατ’ αναλογία ακριβές Γερμανία και σκανδιναβικές χώρες.

Ποιες αυξήσεις;
«Όλα συνδέονται με τους μισθούς. Αν πληρώνεις, βρίσκεις προσωπικό. Είναι τόσο απλό». Αυτά είχε δηλώσει πριν από περίπου δύο μήνες ο Μάρτιν Μπραντεμπέργκερ, επικεφαλής της Lidl Hellas, αναφερόμενος στην έλλειψη προσωπικού που παρατηρείται στις μεγάλες αλυσίδες λιανικής στην Ελλάδα. Ήδη από την 1η Μαρτίου η εν λόγω γερμανική θυγατρική του πολυεθνικού ομίλου Swartz αυξάνει τον κατώτατο μεικτό μισθό για πλήρη απασχόληση στα 1.050 ευρώ, δηλαδή κατά 5%.
Την ίδια στιγμή η κυβέρνηση, διά στόματος Κυριάκου Μητσοτάκη, σκοπεύει να αυξήσει τον κατώτατο μισθό, από τα 830 ευρώ του 2024, σε 950 ευρώ, αλλά το 2027. Δηλαδή πιο κάτω από όσα δίνει η αγορά σήμερα, ειδικά σε κλάδους όπου υπάρχει ζήτηση προσωπικού (εστίαση, ξενοδοχεία-καταλύματα, εμπορικές αλυσίδες).
Σύμφωνα με τα προαναγγελθέντα, από την 1η Απριλίου θα ανακοινωθούν και θα ισχύσουν οι νέοι κατώτατοι μισθοί και οι αυξήσεις που έχουν προτείνει οι μεγάλοι εργοδοτικοί φορείς κυμαίνονται από 3,5 έως 5%. Από την άλλη πλευρά, οι εργαζόμενοι, και δικαίως, απαιτούν ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και καθορισμό της μισθολογικής κλίμακας με ελεύθερη διαπραγμάτευση με τους εργοδότες.
Η κυβέρνηση επιμένει στον διοικητικό καθορισμό του κατώτατου μισθού μολονότι το θέμα αφορά τον ιδιωτικό τομέα κυρίως και οι αυξήσεις των μισθών θα είχαν πολλαπλασιαστική επίδραση στα δημόσια έσοδα τόσο λόγω αύξησης των εισοδημάτων, άρα και των αντίστοιχων φόρων, αλλά και λόγω της αύξησης της κατανάλωσης (πρόσθετα έσοδα από ΦΠΑ). Αυτό επιβεβαιώνεται με τον πλέον εμφατικό τρόπο και από τα στοιχεία για την κατανάλωση που επεξεργάστηκε το Τμήμα Οικονομικών Μελετών της Eurobank (newsletter «7 ημέρες οικονομία» της 6ης Φεβρουαρίου 2025), σύμφωνα με το οποίο η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών διοχετεύτηκε στην κατανάλωση και όχι στην αποταμίευση. Ακριβώς λόγω της χαμηλής αγοραστικής δύναμης το επιπλέον εισόδημα κατευθύνθηκε όλο στην αγορά καταναλωτικών αγαθών.
Αναλυτικά, το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών στο εννεάμηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2024 ενισχύθηκε στα 119,4 δισ. ευρώ, από 113,1 δισ. το εννεάμηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2023, και η κατανάλωση αυξήθηκε στα 122,1 δισ. ευρώ, από 115,6 δισ. ευρώ, ενώ η αποταμίευση ήταν αρνητική κατά 2,6 δισ. ευρώ, όπως σημειώνεται από τους οικονομολόγους της τράπεζας. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι με έναν μέσο ΦΠΑ γύρω στο 15% τα δημόσια ταμεία εισέπραξαν περί το 1 δισ. ευρώ επιπλέον από ΦΠΑ μόνο στο εννεάμηνο, χωρίς να υπολογίζεται και η όποια αύξηση των εσόδων από τον φόρο εισοδήματος.
Δεδομένου ότι η αγοραστική δύναμη των Ελλήνων εξακολουθεί να είναι στον «πάτο» της Ευρώπης, οποιαδήποτε νέα αύξηση πάλι στην κατανάλωση θα πάει. Και όχι μόνο θα ενισχύσει τα δημόσια έσοδα περαιτέρω, αλλά θα έχει σαφώς μικρότερη επίπτωση αναλογικά στις δημόσιες δαπάνες μιας και το θέμα αφορά κυρίως τον ιδιωτικό τομέα. Μάλλον είναι προφανές ότι η κυβέρνηση προσπαθεί να συγκρατήσει διοικητικά το κόστος για λογαριασμό των μεγάλων εργοδοτών κυρίως στους κλάδους έντασης εργασίας. Έτσι, με στόχο να αυξήσει την προσφορά εργασίας ακριβώς σ’ αυτούς τους κλάδους, όπως κατασκευές, τουρισμός, εστίαση, και να κρατήσει συμπιεσμένους τους μισθούς, υπογράφει διμερείς κρατικές συμφωνίες για νόμιμη -εποχική ή μακροχρόνια- μετανάστευση περισσοτέρων από 250.000 ξένων εργατών (όχι βεβαίως επειδή την έπιασε ξαφνικά ο πόνος για τους μετανάστες…).
Καταστροφικές συνέπειες
Η πολιτική συμπίεσης των μισθών, που επεκτείνεται ακόμη και σε ειδικευμένο προσωπικό με ανώτατη εκπαίδευση, έχει καταστροφικές συνέπειες όχι μόνο για τους νέους κυρίως αλλά και για τη χώρα γενικότερα, καθώς ένα νέο brain drain φαίνεται να βρίσκεται σε εξέλιξη. Η Ελλάδα -μαζί με τη Βουλγαρία (6,2)- έχει ακόμη μία θλιβερή πρωτιά στην Ευρώπη. Με άριστα το 10, ο δείκτης ικανοποίησης των Ελλήνων από την εργασία τους είναι στο 6,8. Σε όλες τις άλλες χώρες της Ε.Ε. είναι πολύ πάνω από το 7, με την Κύπρο, τη Ρουμανία (!) και τη Φινλανδία να είναι στο υψηλότερο επίπεδο της Ε.Ε. Μαζί με τις χαμηλές αμοιβές αυτή είναι η αιτία που το brain drain που εκδηλώθηκε κατά τη μνημονιακή περίοδο και έστειλε στο εξωτερικό περίπου 700.000 κυρίως νέους συνεχίστηκε και την περίοδο 2019-2023.
Σύμφωνα με μελέτη του Ινστιτούτου ΕΝΑ, στην περίοδο των Μνημονίων 2010-2018 εγκατέλειψαν τη χώρα συνολικά 796.191 άνθρωποι που ανήκουν στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό. Από αυτούς, οι 162.591 ήταν ηλικίας 15-24 ετών, οι 472.657 ηλικίας 25-44 ετών και οι 160.943 ηλικίας 45-64 ετών. Όμως η φυγή στο εξωτερικό συνεχίστηκε και την τετραετία 2019-2023, κατά την οποία εγκατέλειψαν τη χώρα συνολικά 283.801 άνθρωποι που ανήκουν στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό. Οι 71.467 ήταν ηλικίας 15-24 ετών, οι 161.023 ηλικίας 25-44 ετών και οι 51.311 ηλικίας 45-64 ετών. Και πάλι το μεγαλύτερο ποσοστό (περίπου 58%) ανήκει στην ενδιάμεση παραγωγική ηλικιακή κατηγορία των 25-44 ετών.
Η κυβέρνηση προσπάθησε να πείσει μέσα από παράτες τύπου Rebrain Greece και υποβολιμαία στοιχεία ότι το 60% και πλέον της περιόδου 2010-2018 επέστρεψε στην Ελλάδα. Ακόμη κι αν αυτό είναι αλήθεια, πρακτικά από τους 700.000 της πρώτης περιόδου το 40%, δηλαδή 280.000 άτομα, συν τους 283.801 της πρώτης τετραετίας Μητσοτάκη, αθροιστικά πάνω από 550.000 «ελληνικά μυαλά», έχουν μεταναστεύσει. Ζουν και δημιουργούν φτιάχνοντας και οικογένειες εκτός Ελλάδας. Κατά τα λοιπά, τα δάκρυα για τη δημογραφική συρρίκνωση που καταγράφηκε στην απογραφή του 2021 απλώς είναι κροκοδείλια…