Η τελευταία ανάμνηση που έχει από το σπίτι της η Εύη είναι από το Πάσχα. Είχαν πιαστεί χέρι - χέρι στη βεράντα και χόρευαν κυκλικά στους ρυθμούς τής παράδοσης. Από πάνω είχαν μια σκεπή με κεραμίδια. Μια τέντα για να τους προφυλάσσει από τον ήλιο στα σημεία που έβρισκε χώρο να εισβάλλει. Μια μεταλλική οριζόντια κούνια που χωρούσε, αν ήθελαν, και τα τέσσερα μέλη της οικογένειας, άλλα πάντα έκανε κάποιος πλάκα ότι θα σπάσει.
Ο βασικός λόγος που αισθάνονταν κάθε φορά ήρεμοι κι ευτυχείς δεν οφειλόταν τόσο στο χαλαρό λίκνισμα από την κούνια όσο στη θέα που είχαν απέναντι. Πυκνά δασύλλια με πεύκα που έδεναν αρμονικά με πράσινα κομμάτια γης και είχαν φόντο τις πλαγιές απ’ τα Γεράνεια. Πόσο άλλαξαν όλα σε μια στιγμή;
Σήμερα, απέναντι από το σπίτι της Εύης στα Δέλπουρα Αλεποχωρίου φαίνεται ένα ελικόπτερο που ακόμη επιχειρεί να σβήσει μικροεστίες. Τους είπαν ότι είναι φυσιολογική η διαδικασία ακόμη και δέκα ημέρες μετά την τελευταία μεγάλη φλόγα. Παλιότερα οι λευκοί καπνοί που βλέπει σήμερα ν’ αναδύονται κάθε τόσο από τις μαυρισμένες επιφάνειες δεν της προκαλούσαν καμία ανησυχία. Ήταν μικρά συννεφάκια ομίχλης που ταίριαζαν με το σκοτεινό πράσινο τοπίο τον χειμώνα και το έκαναν ευχάριστα μυστηριακό.
Απέμειναν μόνο οι σομιέδες και το τζάκι
Θυμάται ότι την τελευταία φορά που έφυγαν άφησαν την τέντα τους κατεβασμένη. «Δεν το σκεφτήκαμε παραπάνω, πηγαινοερχόμαστε συχνά. Δεν είναι η μόνιμη κατοικία μας, αλλά τώρα που βγήκε ο άντρας μου στη σύνταξη καθόμασταν από το Πάσχα, τον Απρίλιο, και φεύγαμε τον Νοέμβριο».
Όπως φαίνεται, το λευκό πανί που έγινε παρανάλωμα εξελίχθηκε σε μια μικρή γέφυρα καταστροφής. Από εκεί η φωτιά επεκτάθηκε σε όλο το σπίτι και ό,τι βρέθηκε στο διάβα της το κατέκαψε. «Δεν είναι ότι κάηκε μόνο ένα τραπέζι. Ο γιος μιας φίλης μου βλέποντας την εικόνα λέει ‘Βρε μαμά, η Εύη δεν είχε έπιπλα; Αφού το θυμάμαι’». Πώς δεν είχε. Στο σαλόνι της, απέναντι απ’ το τζάκι που ακόμη υφίσταται υπήρχαν δύο ξύλινα τραπεζάκια, ένα μεγαλύτερο κι ένα μικρότερο με ακουμπισμένο ένα ξύλινο διακοσμητικό κομπολόι. Υπήρχε ένας καναπές, ένα σύνθετο, μια πολυθρόνα, ένα χαλί, ένας πίνακας, μαξιλάρια, μια φωτογραφία ακουμπισμένη, τα κοντρόλ για την τηλεόραση και το air condition. «Τώρα είναι όλα στάχτη, όλα κάτω, τα πατάμε» λέει φτάνοντας μετά από λίγες επαφές στο κινητό της στην κατάλληλη φωτογραφία.
«Μέχρι και η λεκάνη της τουαλέτας έλιωσε, συρρικνώθηκε». Στον χώρο απέμειναν μόνο οι σομιέδες από τα κρεβάτια. Και μια κούπα. «Όταν ξαναφτιάξουμε το σπίτι, θα τα βάλω σε μια γωνία με την ημερομηνία της φωτιάς. Όχι ότι θα ξεχάσουμε το πότε συνέβη η καταστροφή. Θέλουμε όμως αυτή η γωνία να μας θυμίζει το παρελθόν μας. Τις αναμνήσεις μας δεν θα τις αφήσουμε να γίνουν σκόνη».
«Τα λεμονάκια μας ψήθηκαν πάνω στα κλαδιά»
Αποκαρδιωτική είναι η εικόνα και εκτός σπιτιού. Στην αυλή τα δέντρα που φύτεψαν με τα ίδια τους τα χέρια έσβησαν μετά από τριάντα χρόνια. «Τα λεμονάκια ψήθηκαν πάνω στα κλαδιά. Είχαμε μια πορτοκαλιά και τέσσερις - πέντε λεμονιές». Κάποια στιγμή που χρειάστηκε νερό, ο άντρας της Εύης κατάλαβε ότι είχαν χαθεί ακόμη και τ’ απολύτως στοιχειώδη. Το λάστιχο που είχε τυλίξει γύρω από τη βρύση είχε εξαϋλωθεί.
«Μπήκα σ’ αυτό το σπίτι στα 18 μου, είμαι σήμερα 49 και το φτιάχνουμε συνέχεια. Τη μάντρα που χάλασε, τα πλακάκια που φούσκωσαν από την υγρασία, τον τοίχο που ξεθώριασε και θέλει βάψιμο. Ο κόπος μιας ολόκληρης πραγματικά ζωής -άλλο να το βλέπεις στις ειδήσεις κι άλλο να το βιώνεις- χρειάστηκε μόλις μία ημέρα για να καταστραφεί».
«Δεν το βάζουμε όμως κάτω» λέει γεμάτη ελπίδα η Εύη, στηριζόμενη στην αγάπη που έχει η οικογένεια για κάθε σπιθαμή του χώρου. «Θα το κάνουμε παλάτι. Δεν θα έχουμε να φάμε, αλλά θα το κάνουμε πάλι παλάτι. Τοίχο τον τοίχο, δέντρο το δέντρο».
Επιτελικές ανεπάρκειες
Έλλειψη ενδιαφέροντος και συντονισμού καταλογίζει μιλώντας στην ΑΥΓΗ της Κυριακής ο Θέμος, εθελοντής δασοπυροσβέστης που επιχείρησε μαζί με τις πυροσβεστικές δυνάμεις στα Γεράνεια Όρη τις κρίσιμες ημέρες
Τέσσερις ημέρες ανεβοκατέβαινε το βουνό. Άλλες με μια τσάπα στο χέρι για να σκεπάσει με χώμα όποια εστία πήγαινε να γεννηθεί. Άλλες με ένα αλυσοπρίονο για ν' απελευθερώσει τους δρόμους από τα κλαδιά και τους κορμούς των φλεγόμενων δέντρων. Ήταν ένα σκηνικό εφιαλτικό. «Ήμασταν στα 200 μέτρα απόσταση πίσω από τη φωτιά κι ενώ ο αέρας φυσούσε εμπρός στέλνοντάς την σε αντίθετη κατεύθυνση, νιώθαμε ότι ήταν δίπλα».
Για τον Θέμο όμως, 35 χρόνων, που μεγάλωσε στα Γεράνεια, ήταν αυτονόητο να βρεθεί σε μια μάχη πρώτης γραμμής για τη διάσωσή τους. Εκεί δοκίμασε μικρότερος τις αντοχές του στο ποδήλατο, εκεί συνεχίζει σήμερα τις αναβάσεις με φίλους του, συμμετέχοντας ταυτόχρονα στον τοπικό σύλλογο δασοπροστασίας. «Είναι σαν να καιγόταν για σας η Πάρνηθα ή ο Υμηττός. Δεν θα πηγαίνατε να βοηθήσετε;».
Κάποιος έπρεπε, βέβαια, να πάρει τηλέφωνο. Μένοντας στο Λουτράκι ήταν αδύνατον ν’ αντιληφθεί τη φωτιά στην αρχή της. Πληροφορήθηκε για την εξέλιξη αργότερα, από τοπικές ιστοσελίδες, και ξεκίνησε το γρηγορότερο. Αναρωτιέται ωστόσο «δεν θα έπρεπε ο δήμος να μας πάρει ως εθελοντές πυροσβέστες, ορειβάτες και διασώστες; Υποτίθεται ότι έχει καταρτίσει σχετικό σχέδιο προστασίας που μας περιλαμβάνει». Αργότερα θα διαπίστωνε ότι η δική του περίπτωση δεν ήταν εξαίρεση. «Δεν είχαν πάρει τηλέφωνο ούτε τον πρόεδρο της δημοτικής ύδρευσης».
Εδώ όμως δεν λειτούργησε καν το 112. «Υπήρξε μια φήμη για ηλικιωμένο που δεν είχε ενημερωθεί και βρισκόταν το σπίτι του κοντά στη φωτιά. Οπότε μπήκαν στη διαδικασία κάποιοι άνθρωποι να πάνε να τον βρουν, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Αν είχε υπάρξει ειδοποίηση, δεν θα χρειαζόταν να κινδυνεύσουν. Ο εκπρόσωπος Τύπου της Πυροσβεστικής και ο Χαρδαλιάς είπαν ότι δεν εστάλη μήνυμα για να μην δημιουργηθεί πανικός. Μα τώρα είναι που χρειάζεται ο άλλος να πανικοβληθεί. Με την έννοια να κινητοποιηθεί και ν’ αφήσει άμεσα το σπίτι του, στην περίπτωση που κινδυνεύει».
Φτάνοντας στο σημείο οι εθελοντές αντίκρισαν μια φωτιά πολύ ισχυρή, που τους έκαιγε τα πρόσωπα από εκατοντάδες μέτρα απόσταση. Με την τελευταία βροχή να πέφτει πριν δύο μήνες και τις συσσωρευμένες ποσότητες από ξεραμένες πευκοβελόνες, το έδαφος για μια πυρκαγιά αμείωτης έντασης ήταν παραπάνω από πρόσφορο.
Οι εθελοντές χωρίστηκαν κατ’ ουσίαν σε δυο ομάδες. Η μία είχε επιβιβαστεί σέ φορτηγάκι με δική του μάνικα κι η άλλη, του Θέμου, ήταν πεζοπόρα. «Ρώτησα κάποια στιγμή τον διοικητή πού είχε στείλει τους άνδρες της ΕΜΑΚ, ώστε να πάω εγώ με δική μου ευθύνη σε σημείο στο βουνό που δεν υπήρχε άτομο».
Το συναίσθημα απέναντι στη φωτιά υπήρξε καθηλωτικό. «Αισθάνεσαι ότι έχεις απέναντι ένα τσουνάμι. Όποια κίνηση κι αν κάνεις, είναι μάταιη. Αν δεν μπορέσεις να ελέγξεις τη φωτιά μέσα στο πρώτο μισάωρο, μετά είναι αδύνατον».
Χωρίς να θέλει να κακολογήσει τους πυροσβέστες, «που χτυπούσαν 24ωρα ενώ εμείς τουλάχιστον γυρίζαμε και κοιμόμασταν στο κρεβάτι μας», υπογράμμισε ότι η τωρινή γενιά «είναι εκπαιδευμένη για ν’ αντιμετωπίζει τις φωτιές στις πολυκατοικίες, όχι για να βγαίνει στο βουνό. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να μην εφαρμόζονται πια κάποιες τακτικές που χρησιμοποιούσαν παλιότερα οι έμπειροι δασοπυροσβέστες, οι οποίοι πλέον έχουν αποσυρθεί».
Για τον ίδιο, η επιστροφή του θεσμού της δασοπροστασίας είναι επιτακτική. Σε μια τέτοια συνθήκη, οι δασικές υπηρεσίες θα ήταν ενεργές και στελεχωμένες, το έδαφος καθαρό από ξερόχορτα και πευκοβελόνες και η Πυροσβεστική αντιμέτωπη με διαχειρίσιμες καταστάσεις.
Οι ανυπολόγιστες απώλειες
Ελλείψει του 112 υπήρξε αρκετός κόσμος που δεν κατάλαβε από την πρώτη στιγμή ότι η φωτιά βρισκόταν πίσω από την πλάτη του. Ένας κάτοικος στις Βαμβακιές εκείνη την ώρα έβλεπε στην τηλεόραση τη συνήθη ύποπτη σειρά «Άγριες Μέλισσες». Απορροφημένος από την πλοκή, αδυνατούσε να πιστέψει τη γυναίκα του που του έλεγε για μυρωδιά από φωτιά. «Θα ψήνει ψάρια ο γείτονας» της απάντησε αρχικά καθησυχαστικά και παρέμειναν σπίτι. Μέχρι που η μυρωδιά έγινε εντονότερη και βγήκαν έξω να δουν τι συμβαίνει. Το βουνό τους, αυτό που έχουν περπατήσει ολόκληρο και ξέρουν πού βρίσκεται κάθε του βότανο όπως λένε, είχε αρπάξει φωτιά.
Την ίδια ώρα φυσούσε μανιασμένα. Δεν υπήρχε έκτακτη διαφυγή. «Ήταν αδύνατο να μπεις στη θάλασσα, έχουμε πέτρες από κάτω. Θα σ’ έπαιρνε το κύμα να σε κοπανήσει». Και μετά τα ζωάκια. Να σώθηκαν; «Πόσα πολλά λαγουδάκια, αλεπουδίτσες και αγριογούρουνα είχαμε πάνω». Σήμερα η μυρωδιά είναι μόνιμη κι αβάσταχτη. «Το βράδυ δεν καθόμαστε έξω, η αναπνοή είναι δύσκολη». Και το πρωί κοιτάνε μόνο εμπρός, προς τη θάλασσα. «Αν κάνουμε ότι γυρνάμε πίσω, αλήθεια σου λέω, κλαίμε».