Δεν είναι η πρώτη φορά που σ’ μια μείζονα κρίση, όπως μια ευθεία στρατιωτική αναμέτρηση, η οποία μάλιστα διαδραματίζεται στον εγγύς γεωπολιτικό χώρο της, τη Μέση Ανατολή, η φωνή της Ευρώπης, δεν υπάρχει. Η αφωνία της είναι «εκκωφαντική» και παρατηρήσιμη ακόμη και από τους μη επαΐοντες.
Είναι αυτό μια επιλογή, ή το αποτέλεσμα της ανυπαρξίας ενιαίας πολιτικής γραμμής;
Είναι συνέπεια της χρόνιας ευρωπαϊκής δυσπραγίας στη σύνθεση μιας ενιαίας πολιτικής στάσης που να μην πηγαίνει κόντρα σε εθνικές στρατηγικές και επι μέρους “προτιμήσεις”;
Ή είναι απλά μια βολική μετάθεση ευθύνης; Μια συνειρμική απώθηση ενός ρόλου που απαιτεί εκ των πραγμάτων δέσμευση και, κυρίως, ισχυρή πολιτική βούληση. Μερικοί αναλυτές το εξηγούν με απλά λόγια: Για τους Ευρωπαίους ηγέτες τα προβλήματα της Μέσης Ανατολής, της Ασίας ή της Αφρικής, είναι προβλήματα κάποιων άλλων, όχι δικά τους.
Δίχως προοπτική
Η αλήθεια είναι ότι όσο δηλώσεις του τύπου «το Ισραήλ κάνει τη βρώμικη δουλειά για εμάς»-του Γερμανού καγκελάριου Φρίντριχ Μερτς- περνούν… απαρατήρητες και σε μεγάλο βαθμό γίνονται συγκαταβατικά αποδεκτές αποκαλύπτοντας τον πυρήνα της προσέγγισης κάποιων ηγεσιών απέναντι στον νέο, επικίνδυνο πόλεμο που ξέσπασε στη Μέση Ανατολή, η ευρωπαϊκή διπλωματία, όχι απλά δεν έχει ελπίδες, δεν έχει καμία προοπτική.
Η σιωπή των Βρυξελλών δεν είναι κάτι το πρωτόγνωρο. Σύνηθες φαινόμενο σε κρίσεις όπου εμπλέκονται μέρη τα οποία η δυτική πολιτική αντίληψη αντιμετωπίζει με αμφιθυμία. Αλλά δεν χρειάζεται κάποιος να το «ψάξει» πολύ: Η Ευρώπη- ΕΕ και Βρετανία- ήταν και είναι, εσωτερικά διχασμένη. Οι ισχυροί πόλοι της, Γερμανία, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ιταλία, δεν είχαν και δεν έχουν ενιαία εξωτερική πολιτική στη Μέση Ανατολή. Υπερέχει πάντα η εθνική γραμμή έναντι οποιασδήποτε κοινής ευρωπαϊκής προσέγγισης.
Η Γερμανία, υπό το βάρος της ιστορικής ευθύνης της, παραμένει πάντα φιλοϊσραηλινή. Δεν «επιτρέπει» στον εαυτό της να αναλάβει πρωτοβουλίες που ίσως φανεί ότι αμφισβητούν την πάγια δέσμευσή της στην υποστήριξη του εβραϊκού κράτους. Αυτό την βγάζει αυτόματα έξω από το διπλωματικό παίγνιο και της στερεί τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει τα εμπλεκόμενα μέρη επί ίσοις όροις.
Από την άλλη η Γαλλία, επιδιώκει πάντα τις ισορροπίες σε μια κατάσταση που τελικά γίνεται ανεκτή από όλους. Μερικές φορές επικρίνει το Ισραήλ, αλλά είναι προσεκτική και με το Ιράν. Μιλάει για λύση δύο κρατών στη σύγκρουση Ισραήλ-Παλαιστίνης αλλά δεν ξεδιπλώνει κανένα σχέδιο για το πως θα κάνει την πλευρά που αρνείται αυτή τη λύση- το Ισραήλ- να την αποδεχθεί.
Οι προκλήσεις συσσωρεύονται
Φιλοδοξώντας να αναλάβει τον ηγετικό ρόλο που του αναλογεί- και που ίσως κατορθώσει να δείξει στον κόσμο ότι υπάρχει, τελικά, ευρωπαϊκή διπλωματία- το Παρίσι θέτει όλο και πιο συχνά ζήτημα αναγνώρισης κράτους της Παλαιστίνης. Ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικών Ζαν Νοέλ Μπαρό είπε πάλι χθες ότι μια τέτοια απόφαση θα είναι μια «συλλογική κίνηση». Μόνο που δεν εξήγησε πως θα υπάρξει κάτι «συλλογικό» σε ένα σύνολο που είναι κατακερματισμένο και αντιμετωπίζει το χάος της Μέσης Ανατολής υπό διαφορετικές προσεγγίσεις. Πως θα κατορθώσει να πείσει η Γαλλία, τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης που είναι ευθυγραμμισμένες με τις θέσεις Ισραήλ-ΗΠΑ, να προχωρήσουν στην αναγνώριση της Παλαιστίνης; Ή να συνταχθούν με πιθανές κοινές πρωτοβουλίες που θα αναληφθούν για να επαναληφθεί η διαπραγμάτευση για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν;
Ακόμη κι αν αποφασίσουν κάποια στιγμή να παίξουν ρόλο στη σύγκρουση Ισραήλ-Ιράν, χώρια από την υπέρβαση της απροθυμίας και της αδράνειας τους- και τα ασταμάτητα… τουΐτς του Τραμπ- οι Ευρωπαίοι θα βρουν μπροστά τους συσσωρευμένες προκλήσεις:
Ναι μεν η Ευρώπη έπαιξε κεντρικό ρόλο στη σύναψη του «Κοινού Ολοκληρωμένου Σχεδίου» το 2015, δηλαδή στη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν με τον οποίο η Τεχεράνη άνοιξε τις εγκαταστάσεις της στους επιθεωρητές της Διεθνούς Υπηρεσίας Ατομικής Ενέργειας, αλλά μετά την απόφαση του Τραμπ, κατά την πρώτη θητεία του, το 2018, να αποσύρει μονομερώς τις ΗΠΑ, ο ευρωπαϊκός ρόλος συρρικνώθηκε. Η Ευρώπη έδειξε ότι δεν είχε τη δύναμη να αποτρέψει τον έναν εκ των υπογραφόντων τη συνθήκη, να την τινάξει στον αέρα. Το αποτέλεσμα αυτής της αδυναμίας ήταν η ευρωπαϊκή διπλωματία να εκπέσει στα μάτια των Ιρανών. Ακόμη κι αν στραφούν πάλι σ’ αυτή υπό την πίεση των ισραηλινών και αμερικανικών βομβών, αυτό δεν σημαίνει ότι την εμπιστεύονται, θα το κάνουν από ανάγκη. Αφότου ο Τραμπ την τίναξε στον αέρα, θεωρούν τους Ευρωπαίους αδύναμους και ευθυγραμμισμένους με τις ΗΠΑ.
Την ίδια ώρα, η ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική συχνά ακολουθεί αναντίρρητα τις επιλογές της Ουάσιγκτον. Καθόσον οι ΗΠΑ υποστηρίζουν σθεναρά το Ισραήλ, οι Ευρωπαίοι δεν έχουν άλλη επιλογή από το να κάνουν το ίδιο, πόσο μάλλον όταν και το Ισραήλ ούτως ή άλλως δεν ακούει την Ευρώπη αλλά μόνο τις ΗΠΑ. Με την τροπή που έχουν πάρει τα γεγονότα, είναι ξεκάθαρο πως οι Ευρωπαίοι δεν θέλει να αμφισβητήσουν δημόσια τις ΗΠΑ σε αυτή τη σύγκρουση. Ως εκ τούτου, δεν φαίνεται να έχουν άλλη επιλογή από το να παραμείνουν απλοί θεατές.
Παλαιότερα, η Ευρώπη αυτοσυστήνονταν ως η φωνή της ειρήνης και του διαλόγου, τώρα απλά σιωπά. Και βέβαια η ζημιά έχει γίνει. Στην Αφρική, την Ασία, τη Λατινική Αμερική, η σιωπή της Ευρώπης στη νέα σύγκρουση που κλιμακώνεται στη Μέση Ανατολή δεν είναι παρά ένα ακόμη πλήγμα στην παγκόσμια αξιοπιστία της.