Το δυστύχημα των Τεμπών θα μπορούσε να είναι ακόμη ένα πολιτικό σκάνδαλο στη χορεία όλων των προηγούμενων αλλά και των επόμενων, με τη γνωστή εξέλιξη ανάμεσα στον αρχικό συγκλονισμό της κοινής γνώμης, στην αξίωση για απονομή δικαίου και στην τελική ελάφρυνση της ποινικής θέσης των πρωταιτίων, στη μετακύλιση των ευθυνών τους, με την πορεία να ορίζεται μεταξύ διακηρύξεων τύπου «το μαχαίρι θα φτάσει στο κόκαλο» και παράλληλα με πολιτικές και νομικές διαδικασίες συγκάλυψης.
Το δυστύχημα των Τεμπών, λόγω κυρίως του αγώνα των συγγενών, ακολούθησε άλλη διαδρομή και εξελίχθηκε σε κάτι πολύ παραπάνω. Έγινε σύμβολο, ορόσημο, που συμπυκνώνει την κοινωνική οργή για όλα τα προηγούμενα εγκλήματα και εκφράζει την απαίτηση για ένα Κράτος Δικαίου. Δύο χρόνια τώρα που διαρκεί ο πολύμορφος αυτός αγώνας, τα Τέμπη καθίστανται η μόνη αξιόλογη και δυναμική κοινωνική αντιπολίτευση απέναντι στην παθογένεια, στις στρεβλώσεις και στη διαπλοκή της κεντρικής πολιτικής σκηνής της χώρας.
Το αν η λογοτεχνία δικαιούται να εκφέρει λόγο για όλα αυτά είναι γνωστό ότι ήγειρε και συνεχίζει να εγείρει ενστάσεις. Είναι η αντιρρητική αντίληψη που θέλει τον δημιουργό κλεισμένο στη σοφίτα ή στο υπόγειο, να θηρεύει το ωραίο, να τελεσιουργεί την αισθητική στις σελίδες των βιβλίων του, αλλά να σφαλίζει τα μάτια μπρος στην ασχήμια, στην αδικία, στην εκμετάλλευση και στον φασισμό που έξωθεν τον κυκλώνουν. Σεβαστή η στάση, το εννοούμε απολύτως, με λαμπρά παραδείγματα δημιουργών που διέπρεψαν λογοτεχνικά, εξόχως όμως βολική για την εξουσία και διόλου υποστηρικτική όσον αφορά τη σχέση τής λογοτεχνίας με την τρέχουσα κοινωνική συνθήκη.
Στη δική μας αντίληψη το αισθητικό διακύβευμα, τουτέστιν το ένα και μόνο κριτήριο αποτίμησης της λογοτεχνικής αξίας, όταν εκφράζει τούτη ακριβώς τη συνθήκη στις πιο οριακές εκδηλώσεις της, εξελίσσεται από καλλιτεχνικό σε πνευματικό, σε πολιτισμικό και με την ευρύτερη έννοια του όρου σε πολιτικό γεγονός - αλλά είναι αναγκαίο να το κάνει με ειλικρίνεια και εντιμότητα, δηλαδή ως έκφραση της κοινωνίας με αισθητικά μέσα, δίχως ιδεολογικούς δογματισμούς και ιεραποστολικό πνεύμα.
Υπό αυτές τις σκέψεις επιμεληθήκαμε την ανθολογία «Δεν έχουμε οξυγόνο», για να διαπιστώσουμε από την άμεση ανταπόκριση των λογοτεχνών την ανάγκη τους να εκφραστούν αισθητικά και την επιθυμία τους να συναντηθούν κοινωνικά με το κίνημα των Τεμπών. Τριάντα έξι διαφορετικές γραφές λοιπόν, από διαφορετικές λογοτεχνικές γενιές, από διαφορετικές ηλικίες, καταθέτουν την προσπάθειά τους να ψαύσουν το τραύμα, να ανακουφίσουν την οδύνη του, να υποστηρίξουν την κοινωνική δυναμική του.
Αυτό υπήρξε το βασικό μέλημά μας ως ανθολόγων, με επίγνωση της υπονομευτικής λειτουργίας που μπορούν να έχουν ο επικαιρικός χαρακτήρας και η συναισθηματική ένταση του θέματος. Επιδιώξαμε τη δίχως μελοδραματισμούς και καταγγελτικές ρητορείες αισθητική μετάπλαση της οδύνης σε ένα καλλιτεχνικό δημιούργημα, που αφενός θα αποτυπώνει τη στιγμή και αφετέρου θα την ξεπερνά διανοίγοντας πρόσθετα θέματα. Και ό,τι μπορούμε να κομίσουμε ως εμπειρία από το βιβλίο αυτό είναι η ανάγκη να βρει η λογοτεχνική συνομιλία με την κοινωνική πραγματικότητα και άλλους, πιο πολλούς, ακόμη πιο γόνιμους τρόπους έκφρασης.
* Ο Ηλίας Φραγκάκης και ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης είναι οι συγγραφείς, ανθολόγοι και επιμελητές του βιβλίου

Πρόλογος*
Αγαπημένοι μου,
Πάνω από το μαύρο που πλανάται στην κοινωνία μας μας περιβάλλει ένα θεϊκό λευκό! Άνθρωποι με ευγενική καρδιά θέλησαν να αποτυπώσουν όσα κατάφεραν να δουν με τα μάτια της ψυχής τους για εκείνο που συνέβη ένα κρύο βράδυ σε άγνωστους συνανθρώπους τους. Σε εμάς…
Εβαλαν σε λέξεις τις σκέψεις τους. Άλλοι δάκρυσαν και φώναξαν γιατί φοβήθηκαν για τα δικά τους παιδιά. Και ένα θαύμα έγινε! Γιατί νιώσαμε και καταλάβαμε. Γιατί κοιταχτήκαμε στα μάτια και συναντήθηκαν οι φόβοι μας. Και ενωθήκαμε μέσα σ’ αυτή τη βαρύτατη ανθρώπινη δυσκολία. Πλέον δεν χωριζόμαστε.
Οι λέξεις έχουν την ενέργεια και τη δύναμη που χρειάζονται οι πράξεις. Οι λέξεις που ανταποκρίνονται σε ό,τι λαμπερό συνοδεύει την αλήθεια μπορούν και αλλάζουν τα δεδομένα.
Νιώθω ότι είμαστε πλέον σε μια συναρπαστική στροφή πορείας. Το πετύχαμε απομακρυνόμενοι από την κατηφόρα που μας είχαν παρουσιάσει ως μονόδρομο. Η ανοδική πορεία πάντα είναι ανηφορική. Όταν όμως φέρει μαζί της την αύρα της ελπίδας, της αγάπης, της ομορφιάς, της καθαρότητας, μοιάζει πιο εύκολη να τη βαδίσεις.
Κόρη μου…
Μικρή μου…
Πολυαγαπημένη…
Αν μπορούσες να δεις, να αισθανθείς όλη την αγάπη και τη συμπόνια που υπάρχουν παντού, πόση δύναμη έχει η σύμπνοια, θα δάκρυζες από την κρυμμένη δύναμη και ομορφιά του λαού μας. Μα τι λέω, εσύ τα έχεις δει ήδη όλα αυτά, εσύ γνωρίζεις πια καλύτερα την ομορφιά και την αγάπη γιατί ζεις στο φως.
Φώτισέ μας, ψυχή μου.
Το όνομά σου, τα ονόματά σας είναι πια τραγούδι, ποίημα, δάκρυ.
Η μαμά σου
* Απόσπασμα από τον πρόλογο της Μαρίας Καρυστιανού στον συλλογικό τόμο «Δεν έχουμε οξυγόνο», εκδόσεις Εύμαρος