Η Γιώτα Βέη γεννήθηκε στο Πλατύστοµο Φθιώτιδας, όπου η γιαγιά της τη μύησε στην παραδοσιακή μουσική, αλλά σε ηλικία 17 ετών μετοίκισε στην Αθήνα, στην οποία ζει έκτοτε. Στο προσκήνιο ήρθε από το Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ υπό τη φωτισμένη διεύθυνση του Μάνου Χατζιδάκι και στη συνέχεια ακολούθησε μια λαμπρή -και διαφορετική από τις συνηθισμένες- διαδρομή, υπηρετώντας με ήθος και συνέπεια την παραδοσιακή μουσική μας όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε πολλές άλλες χώρες. Τον Δεκέμβριο του ’24 βγήκε στα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις Πατάκη η αυτοβιογραφία της με τίτλο «Το τραγούδι του δρόμου», στην οποία αφηγείται τη ζωή της ως ενός απλού, λαϊκού και γνήσιου ανθρώπου και τη βιωματική σχέση της με την παραδοσιακή μουσική που την καθόρισε. Όπως ακριβώς ερμηνεύει και γράφει, η Γιώτα Βέη μιλά με σπάνια ειλικρίνεια που συνάδει με τη σεμνότητά της.
Δεν είναι συνηθισμένο ερμηνευτές και ερμηνεύτριες του παραδοσιακού τραγουδιού να γράφουν και να εκδίδουν την αυτοβιογραφία τους. Πώς πήρατε την απόφαση να το κάνετε;
Γεννήθηκα και μεγάλωσα σε ένα μικρό χωριό, αλλά ήρθα πολύ μικρή στην Αθήνα, που όχι απλώς μου άρεσε, αλλά και την αγάπησα τόσο ώστε αποφάσισα ότι εδώ ήθελα πια να ζω. Επέστρεψα βέβαια για ένα διάστημα στο χωριό μου, όπου παντρεύτηκα, αποκτώντας ένα παιδί, αλλά όταν ο γάμος μου διαλύθηκε, ήρθα ξανά στην Αθήνα, όπου άρχισε η μη ερασιτεχνική ενασχόλησή μου με το τραγούδι, η οποία άλλαξε τη ζωή μου. Είμαι σε μια ηλικία που κάνεις απολογισμό και ήθελα όλα όσα έζησα και έκανα να τα καταγράψω. Η απόφαση για την έκδοση του βιβλίου ήταν η φυσική συνέχεια, ήθελα να πω στον κόσμο την αλήθεια μου με τον δικό μου τρόπο.
Το έναυσμα για να ασχοληθείτε με το παραδοσιακό τραγούδι ήταν ότι ακούγατε και θαυμάζατε ερμηνευτές και ερμηνεύτριές του ή αισθανόσασταν την ανάγκη να μετέχετε σε κάτι πολύ ευρύτερο, στο σύνολο της παράδοσής μας;
Προφανώς γνώρισα και αγάπησα το παραδοσιακό τραγούδι στην παιδική και στην εφηβική ηλικία μου, ακούγοντας μεγαλύτερους ανθρώπους που το υπηρετούσαν αυθόρμητα και με σεβασμό. Μεγαλώνοντας όμως και ειδικά όταν ήρθα στην Αθήνα, ασχολήθηκα και με το λαϊκό τραγούδι και άλλα ιδιώματα, και μάλιστα όχι μόνο ελληνικά, αλλά ακόμα και με το rock και το blues. Ήταν το Τρίτο Πρόγραμμα του Μάνου Χατζιδάκι, που εκτιμούσε και προσπαθούσε να αναδείξει την παραδοσιακή μουσική, η αφορμή και η ευκαιρία ταυτόχρονα για να επικεντρωθώ στο δημοτικό τραγούδι. Θυμάμαι μάλιστα τον Χατζιδάκι να μου λέει: «Δεν θα πας ποτέ σε ωδείο γιατί θα σου τοποθετήσουν διαφορετικά τη φωνή σου και θα την καταστρέψουν». Έτσι αφοσιώθηκα στο παραδοσιακό τραγούδι, με έναν τρόπο όμως -και ειδικά με τις επιλογές ρεπερτορίου που έκανα- πολύ διαφορετικό από των περισσότερων άλλων.
Πόσο δύσκολο ήταν εκείνη την εποχή για μια γυναίκα, μια ερμηνεύτρια να εισέλθει στον ανδροκρατούμενο κόσμο της παραδοσιακής μουσικής και ειδικά στην πολύ ιδιαίτερη συνθήκη των πανηγυριών;
Κατ’ αρχάς, έχω τραγουδήσει μόνο σε ένα πανηγύρι και αυτό γιατί το συνδύασα με μια έρευνα που ήθελα να κάνω. Τα πανηγύρια της παιδικής ηλικίας μου ήταν διαφορετικά, όταν άρχισα να τραγουδώ ο χαρακτήρας τους ήταν πια αποκλειστικός και κυρίως πάρα πολύ έντονος, και αυτό δεν μου ταίριαζε. Δεν έχω τίποτα εναντίον της διασκέδασης, όλα είναι μέρος της ζωής και χρειάζονται, αλλά δεν μου αρέσει να γίνεται αυτοσκοπός. Έτσι το έκανα στις συναυλίες μου αλλά με τον δικό μου τρόπο, το πρώτο μέρος για να ακούσει και να σκεφτεί ο κόσμος και το δεύτερο γινόταν σιγά-σιγά πιο διασκεδαστικό, αποκτούσε χαρακτήρα γλεντιού και χορευτικό.
Η Χούντα σφετερίστηκε το παραδοσιακό τραγούδι όπως και πολλά άλλα πράγματα, με τις φωτογραφίες των δικτατόρων να χορεύουν τσάμικο κ.λπ. Δεν φοβηθήκατε ότι κάποιοι ίσως να σας ταύτιζαν μαζί της όταν πρωτοεμφανιστήκατε ως ερμηνεύτριά του το 1978;
Μα αυτό ακριβώς ήταν το στοίχημά μου! Το αυθεντικό δημοτικό τραγούδι έχει ιστορία αιώνων, είναι κεφαλαιώδες μέρος της παράδοσης. Ήθελα να του αφαιρέσω την εθνικιστική, απολυταρχική, ακόμα και φασιστική επίφαση που του είχε προσδώσει η Χούντα και να το αποδώσω στον λαό στον οποίο ανήκει και έτσι όπως του αρμόζει. Έτσι λειτούργησα σε όλη τη διαδρομή μου, από το ξεκίνημα στο Τρίτο Πρόγραμμα και, όταν η κατάσταση εκεί δυστυχώς άλλαξε με την αποχώρηση του Μάνου Χατζιδάκι, με την είσοδό μου στη δισκογραφία. Αυτή έγινε όταν η Ελένη Καραΐνδρου με σύστησε στην εταιρεία Λύρα και επιμελήθηκε τον πρώτο δίσκο μου. Την ίδια προσέγγιση την εφάρμοσα ακόμα και ως προς το ότι δεν περιορίστηκα σε τραγούδια του τόπου καταγωγής μου ή έστω μιας συγκεκριμένης περιοχής, αλλά ερμήνευσα τραγούδια από σχεδόν όλη την Ελλάδα. Με ενδιέφερε και θεωρούσα πολύ πιο σημαντικό να δοκιμάσω ρεπερτόριο που δεν γνώριζα από το να επαναλάβω αυτό το οποίο μου ήταν γνωστό και οικείο!
Υπάρχουν κάποιες συνεργασίες σε αυτή την πολύχρονη διαδρομή που θα ξεχωρίζατε;
Ισως μια συναυλία μαζί με τη Μαρία Φαραντούρη στις αρχές της δεκαετίας του ’80 ήταν μια ευτυχής στιγμή και για τις δύο μας. Κατά κανόνα όμως εμφανιζόμουν μόνη μου και έτσι θυμάμαι πάρα πολλές συναυλίες μου εκτός Ελλάδας, στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και στις ΗΠΑ και στον Καναδά. Προσπάθησα και πιστεύω ότι σε μεγάλο βαθμό πέτυχα να καθιερώσω το δημοτικό τραγούδι διεθνώς ως την αυθεντική παραδοσιακή μουσική της χώρας μας και όχι απλώς ως ένα ιδίωμα διασκέδασης που είναι η επικρατούσα εκδοχή του εντός Ελλάδας.
Από το βιβλίο σας μαθαίνουμε ότι γνωρίσατε πολύ σημαντικές προσωπικότητες του πολιτισμού μας, όπως ο Γιάννης Τσαρούχης και ο Γιάννης Ρίτσος, κάτι που σίγουρα δεν είναι συνηθισμένο για ερμηνευτές/ριες της παραδοσιακής μουσικής.
Γνώρισα τον Γιάννη Τσαρούχη στο Παρίσι, στο σπίτι μιας Ελληνίδας φίλης του που ήταν καθηγήτρια στη Σορβόννη και τον φιλοξενούσε. Η γνωριμία μου με τον Γιάννη Ρίτσο έγινε με όντως ενδιαφέροντα τρόπο, ήταν η πρώτη φορά που με παρουσίασε η Ελένη Καραΐνδρου στην εκπομπή της στο Τρίτο Πρόγραμμα, στην οποία ερμήνευσα μερικά τραγούδια, και ακολουθούσε μια άλλη εκπομπή με τον Ρίτσο να διαβάζει αποσπάσματα από την ποιητική σύνθεσή του «Ελένη». Άκουγε καθώς περίμενε και μόλις τελειώσαμε, ήρθε να με συγχαρεί ενθουσιασμένος, μία πολύ μεγάλη τιμή για μένα!



Εχετε αραιώσει πολύ τις εμφανίσεις σας. Αν ερχόταν μια πρόταση που θα σας κάλυπτε, θα τη δεχόσασταν;
Η φωνή μου είναι εντάξει και είμαι έτοιμη να δεχθώ μια σοβαρή πρόταση που θα με εξέφραζε. Αν και φοβάμαι ότι δεν πρόκειται να έρθει, καθώς ο πολύ «ελαφρός» και επιτηδευμένα διασκεδαστικός χαρακτήρας o οποίος έχει επικρατήσει γενικά στη μουσική δεν αφήνει πολλά περιθώρια για τα τραγούδια που ερμηνεύω και τον τρόπο με τον οποίο το κάνω.