Για την κωμωδία της Βίλης Σωτηροπούλου «Υψηλή μαγειρική των σχέσεων» στο Θέατρο της Ημέρας με τη θεατρική ομάδα Μπουφόνοι μεταφέρω ως εισαγωγή ένα εκτεταμένο απόσπασμα από το διεισδυτικό επίμετρο στο πρόγραμμα της ηθοποιού, θεατρολόγου και μεταφράστριας Κατερίνας Μπιλάλη:
«Το έργο αυτό είναι μια από τις κωμωδίες της Σωτηροπούλου με τη μεγαλύτερη δόση ρεαλισμού, χωρίς όμως να υπολείπεται σε μαγεία. Ξεκινάει με την είσοδο ενός ζευγαριού σε ένα πολυτελές, ατμοσφαιρικό εστιατόριο, όπου έχει έρθει για να γιορτάσει την επέτειο των είκοσι χρόνων γάμου. Από την αρχή είναι φανερά το πνεύμα, η γλώσσα και η υφολογική γραμμή στην οποία θα κινηθεί η συγγραφέας. Οι διάλογοι μεταξύ του ζευγαριού είναι γρήγοροι, ατακαριστοί, πνευματώδεις, με συμπυκνωμένα νοήματα. Με περισσή αίσθηση του χιούμορ θίγονται σοβαρά ζητήματα που απασχολούν τις έγγαμες σχέσεις. Η Σωτηροπούλου ως γυναίκα ζωγραφίζει με εντονότερα χρώματα τη γυναικεία ψυχοσύνθεση της πρωταγωνίστριας του έργου. Άλλωστε, η Hélène Cixous (σ.σ.: Γαλλίδα θεατρική συγγραφέας, συνεργάτρια του Θεάτρου του Ήλιου και δημοσιογράφος, αρθρογράφος της Monde) χρησιμοποιεί τον όρο “το γέλιο της Μέδουσας” για να περιγράψει τη γυναικεία γραφή, εξηγώντας ότι κάθε γυναίκα πρέπει να γράφει για τον γυναικείο της εαυτό και να φέρνει τις γυναίκες στη γραφή, από την οποία έχουν αποδιωχθεί τόσο βίαια όσο και από το ίδιο τους το σώμα. Η Σωτηροπούλου γράφει για τον γυναικείο εαυτό της, αν και δεν φαίνεται να έχει διάθεση σε αυτό το έργο να μιλήσει αποκλειστικά για τις πατριαρχικές επιβολές πάνω στο γυναικείο σώμα και πνεύμα, παρά το γεγονός ότι αναδύεται σε μεγάλο βαθμό το κοινωνικοϊδεολογικό πλαίσιο που θέλει τις γυναίκες εγκλωβισμένες σε μια άυλη φυλακή. Το πρόταγμα από την πλευρά του συζύγου Μιχάλη είναι η αγάπη, η προστασία, το νοιάξιμο για την υγεία της γυναίκας και για την άνθιση της συζυγικής σχέσης, αλλά η τοποθέτηση αυτή στερεί τον άλλον άνθρωπο από την πραγματοποίηση των επιθυμιών του […] Η συγγραφέας Σωτηροπούλου δεν θα μπορούσε, όμως, να αφήσει έξω από το έργο τα μπουφόνικα στοιχεία, που συμπυκνώνονται στις μορφές του κομπέρ και της ατραξιόν, οι οποίοι, με την ιδιότητα του γελωτοποιού, του παλιάτσου, έχουν το ακαταλόγιστο και μπορούν να αρθρώσουν αλήθειες που ενοχλούν και πονάνε […] Τελικά η Σωτηροπούλου φέρνει στο προσκήνιο το τέλμα των έμφυλων σχέσεων μέσα στο σύγχρονο πατριαρχικό πλαίσιο με βαθιά ανθρωπιά, ευαισθησία και χιούμορ».
Θα πρόσθετα από την πλευρά μου ότι η μορφή του έργου ακολουθεί πιστά τη φόρμα του «καλογραμμένου γαλλικού έργου», κουρδισμένη έτσι ώστε να οδηγεί με ακρίβεια ωρολογιακή στο προδιαγεγραμμένο τέλος, όταν το «εκκρεμές» των δράσεων φτάσει στο «σημείο ηρεμίας» και επανέλθουν στο αστικό σπίτι η «πρέπουσα» τάξη και ασφάλεια. Μια φόρμα στην οποία μαθήτεψε ο μεγάλος Ίψεν, με την ποιοτική διαφορά ότι τοποθετούσε πάντα κάτω από το «χαλί» των αστικών δραμάτων του μια βραδυφλεγή βόμβα, προορισμένη να εκραγεί στο τέλος, ανατινάζοντας όλες τις αυταπάτες του αστικού σπιτιού: ασφάλεια, τάξη, ευημερία. Αυτήν τη φόρμα, του «καλογραμμένου γαλλικού έργου», με φαρσικά στοιχεία, αναπαράγει επιτυχέστατα στο έργο της «από πρώτο χέρι» η Βίλη Σωτηροπούλου, αφήνοντας ευφυώς το κοινό να επιλέξει ελεύθερα στο τέλος με την ψήφο του το φινάλε του έργου: προσωρινό σημείο ηρεμίας ή οριστική ρήξη του συζυγικού ζεύγους;
Η σκηνοθεσία της έμπειρης Κέλλυς Σταμουλάκη πιάνει τους λεπτούς κραδασμούς του κειμένου, το ιριδίζον υφολογικό του υπόστρωμα και ακολουθεί πιστά τις διαταραγμένες ισορροπίες των χαρακτήρων για να το δώσει ως ένα ριψοκίνδυνο παιχνίδι ρόλων ανάμεσα στην κωμωδία και στο δράμα: «στο χείλος του γκρεμού», με το παφλάζον «γέλιο της Μέδουσας» ως μουσική υπόκρουση.
Ο Δημήτρης Παπανικολάου και η Βίλη Σωτηροπούλου δίνουν έξοχα, με φαντασία και γνώση, ισοδύναμα και συμπληρωματικά το δίδυμο, ανδρόγυνο, πρωταγωνιστικό ζεύγος. Ο Νώντας Μουντζουρέας είναι ένας απολαυστικός, αυθεντικός κομπέρ, η Εστέλλα Κοπάνου μια αληθινή παρισινή ατραξιόν. Οι χορογραφίες της Άννας Μάγκου, η μουσική επιμέλεια του Σπύρου Παζιώτη και οι φωτισμοί του Γιώργου Σηφάκη, οργανικά στοιχεία της παράστασης. Τα άρτια σκηνικά-κοστούμια της Μάγκυς Μοντζολή κοιτούν «λοξά» το έργο.