Η μουσική του προσωπικότητα περιέχει πάντα την αμφιβολία. Αντικομφορμιστής ως άνθρωπος, ο Παντελής Καραγεώργης παίζει με έναν απόλυτα προσωπικό τρόπο. Με τα χρόνια η τεχνική και το ύφος των πιανιστών που τον συγκινούσαν στα πρώτα του βήματα στην τζαζ, όπως ο Red Garland, μετατράπηκαν σε κάτι εντελώς «δικό» του: ένα πολύ ξεχωριστό τζαζ ιδίωμα, σε πλήρη αντίθεση με άλλων εξαιρετικών μουσικών που διακρίνονται αναπαράγοντας τα πρότυπά τους.
Το μπαχαρικό
Το πολύ συγκεκριμένο ύφος στο παίξιμό του δεν τον κάνει ιδιαιτέρως δημοφιλή στη μουσική πιάτσα, καθώς δεν είναι ευπροσάρμοστος στις επιταγές των «αφεντικών» της. Έχει πάντα τη δική του πρόταση, σαν ένα μπαχαρικό που δίνει το ιδιαίτερο δικό του άρωμα. Η αναζήτηση νέων δυνατοτήτων και οι συνεχείς ανακαλύψεις στον τρόπο που κάποιος μπορεί να ερμηνεύσει -χρόνια μετά- μια σύνθεση, π.χ. του Thelonious Monk, φλογίζουν το σώμα και την ψυχή του δημιουργικού πιανίστα της μουσικής του αυτοσχεδιασμού Π. Καραγεώργη. «Με ό,τι κι αν κάνεις στον ελεύθερο ειδικά αυτοσχεδιασμό, κάνεις πάντα πράγματα που σε ενθουσιάζουν και σε πηγαίνουν μπροστά. Ανακαλύπτεις νέους μουσικούς και συνεργάζεσαι, βγάζοντας στην επιφάνεια δυνατότητες που δεν ήξερες πως είχες».
Πιρούνια και κουτάλια
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1962. Ξεκίνησε μαθήματα κλασικού πιάνου από 9 ετών. Τα θεμέλια της μουσικής -ο Μπετόβεν, ο Μότσαρτ, ο Μπαχ, ο Σοπέν- ήταν η βάση των πρώτων μουσικών εμπειριών του, ζώντας σ’ ένα σπίτι όπου ακουγόταν πολλή και καλή μουσική. Η μητέρα του έπαιζε πιάνο και ο μικρός Παντελής ζήτησε να καθίσει μπροστά στα πλήκτρα του Blüthner, τις χορδές του οποίου χάιδευαν τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια του. Ο Παντελής «παίδεψε» πολύ αυτό το πιάνο, ανοίγοντας το καπάκι του, χτυπώντας τις χορδές με πιρούνια και κουτάλια, παράγοντας ήχους, σε ένα ελκυστικό παιχνίδι. Αυτό που αργότερα έγινε μουσική. Μια κασέτα που του έδωσε ο αδελφός του σε μια εποχή που ακόμα δεν ήξερε τι ήταν η τζαζ περιείχε το εντυπωσιακό άλμπουμ «Night train» του -κατά Duke Ellington- «μαχαραγιά του πιάνου» Oscar Peterson.
Το δέντρο της τζαζ
Στη ΧΕΝ της οδού Αμερικής πρωτοσυνάντησε τον δημοσιογράφο και παραγωγό του ραδιοφώνου Κώστα Γιαννουλόπουλο, αργότερα εμπνευστή και ιδρυτή των Φεστιβάλ Praxis. Το μάθημά του για την ιστορία της jazz έβαλε τα πράγματα που άκουγε ο Παντελής σε μια σειρά: dixieland, swing, big bands, bebop, hard bop και cool jazz, μέχρι τον Charles Mingus ή τον Ornette Coleman. Αμέσως μετά, διαβάζοντας τη «Σκηνή της τζαζ» του φίλου και μελετητή της, Βρετανού μαρξιστή ιστορικού και συγγραφέα Eric Hobsbawm, άρχισε να παίρνει σχήμα το «δέντρο» της τζαζ: με ρίζες, κορμό, κλαδιά, φύλλα και με φρούτα, εντελώς διαφορετικά από τα γνωστά!
Πλησιάζοντας στο τέλος του Γυμνασίου ο Παντελής ερωτεύτηκε την τζαζ και άρχισε να παίζει στα τζαζ κλαμπ της Αθήνας, καθώς έπαιρνε το πτυχίο του στα Οικονομικά. Έχοντας ήδη παίξει σε σχολικές ροκ μπάντες, ενώ η τζαζ είχε αρχίσει να αγγίζει τον ψυχισμό του, εις βάρος της μελέτης της κλασικής μουσικής, το 1985 μετακόμισε στη Βοστόνη. Εκεί φοίτησε στο New England Conservatory, έχοντας δασκάλους τους Jimmy Giuffre, George Russell, Paul Bley, Joe Maneri, και όχι μόνο. Ο αξέχαστος Μάρκος Αλεξίου, στα ιδιαίτερα μαθήματά τους, τον είχε «φορτίσει» με πληροφορίες και υλικό ικανό για τη μετάβαση στη χώρα όπου γεννήθηκε η τζαζ.
Η κοινωνία του αυτοσχεδιασμού
«Υπάρχουν λίγες, αρκετά σπάνιες στιγμές σε κάποιες συναυλίες που δημιουργούν ανεξίτηλες μνήμες. Θυμάμαι τον απόλυτο συντονισμό μεταξύ συμπαικτών μουσικών, σε βαθμό που έχεις την αίσθηση πως όλο αυτό συμβαίνει “έξω” από σένα. Φοβάσαι μην το χαλάσεις -επεμβαίνοντας θεληματικά- και θέλεις να αφήσεις τα πράγματα να εξελιχθούν από μόνα τους. Αυτό, όμως, δεν συμβαίνει σε κάθε συναυλία» λέει με ένα χαμόγελο όλο μνήμες.
Η αναζήτηση τέτοιων στιγμών τροφοδοτεί πάντα τη δημιουργικότητα του Παντελή Καραγεώργη. «Ακόμα και οι μη μουσικοί αυτοσχεδιάζουμε στη ζωή μας. Για τον αυτοσχεδιασμό δεν υπάρχει γένεση εκ του μηδενός. Κάθε αυτοσχεδιαστής αναπτύσσει με τα χρόνια ένα λεξιλόγιο που μπορεί να έχει αναφορές στην εξελικτική του πορεία. Θεωρώ πολύ σημαντικό αυτό που αφορά την έκφραση μέσα σε μια μόνο κοινότητα, κάθε φορά σε μια διαφορετική χρονική περίοδο και κοινωνικό τοπίο» λέει ο διακεκριμένος ξενιτεμένος πιανίστας, που συναντώ στα ελληνικά του καλοκαίρια.
Επιλεκτικές συνεργασίες
Ο Παντελής μελέτησε και ερμήνευσε τις μουσικές των Thelonious Monk και Lennie Tristano. Στα 90s συνεργάστηκε στενά με τον βιολονίστα Mat Maneri. Την ίδια περίοδο συνδημιούργησε ένα γκρουπ με τον άλτο σαξοφωνίστα Eric Pakula, ηχογραφώντας το «Lines» (1995), και συνεργάστηκε με τον Αργεντινό σαξοφωνίστα και συνθέτη Guillermo Gregorio. Μερικές απ’ τις πλέον σημαντικές συνεργασίες του Καραγεώργη ήταν αυτές με τους Nate McBride, Curt Newton, Jef Charland, Randy Peterson, Ken Vandermark, Luther Gray και Dave Rempis. Δημιουργήματά του, το Pandelis Karayorgis Trio, το κουαρτέτο Construction Party, το κουιντέτο System of 5 και οι Whammies, αφιερωμένοι αποκλειστικά στη μουσική αυθεντία του Steve Lacy.
Ηχογραφήσεις - σταθμοί ζωής
Είχε προηγηθεί ένα πρωτόλειο άλμπουμ. Το 1989 το «Hand Made» για τη Lyra περιείχε συνθέσεις του Monk κι ένα μεγάλο κομμάτι του τρομπετίστα του γκρουπ
Flashback: Η επιστροφή
Στα τέσσερα χρόνια των προπτυχιακών και στα δύο των μεταπτυχιακών του σπουδών, μ’ ένα μικρό διάλειμμα για τον Ελληνικό Στρατό και λίγες εμφανίσεις στην Αθήνα με μουσικούς όπως ο «Βερολινέζος» Φλώρος Φλωρίδης και ο Θοδωρής Ρέλλος των Mode Plagal, ο Π. Καραγεώργης έπαιζε στο πρώιμο Half Note της οδού Φθιώτιδος μουσική του Thelonious Monk. Η επιστροφή του στην Αμερική είχε ως προοπτική τη συνέχιση της μουσικής από εκεί όπου την είχε αφήσει. Ήταν η αρχή της συνεργασίας με τον τζαζ βιολιστή Mat Maneri, γιο του περίφημου τενορίστα Joe Maneri. Το 1994 «έφερε» την πρώτη του «αμερικανική» ηχογράφηση, παίζοντας και αυτοσχεδιάζοντας με μια μουσική που είχε πολλά στοιχεία από τη σύγχρονη κλασική του 20ού αιώνα (Alban Berg, Schoenberg, Webern), ατονικά στοιχεία και μια jazz αισθητική μαζί. Ο πρώτος τους δίσκος είχε τίτλο «In time». Υπήρξε καθοριστικός για την εξέλιξή του, που περιλαμβάνει πολλές δεκάδες συνεργασίες και αντίστοιχα δισκογραφήματα.
Με τον Monk στο μυαλό
Το 2021 βραβεύτηκε στη μουσική σύνθεση, στο Πρόγραμμα Υποτροφιών «Mass Cultural Council». Οι τελευταίες δισκογραφικές κυκλοφορίες του περιλαμβάνουν την ηχογράφηση του τρίο The Hasaan, Hope & Monk Project. Επικεντρώνεται σε πρόσφατα ανακαλυφθείσες συνθέσεις του Hasaan Ibn Ali, που παρουσιάστηκαν στο πλαίσιο συνθέσεων δύο δημιουργών με στενούς μουσικούς ή προσωπικούς δεσμούς: του Elmo Hope και του Thelonious Monk. Και ακόμα, το «Duals», ένα τριπλό CD που περιλαμβάνει ντουέτα με τους Jeb Bishop και Damon Smith. Οι δέκα ηχογραφήσεις περιλαμβάνουν τρεις ζωντανές από το κλαμπ The Lilypad στο Κέιμπριτζ της Μασαχουσέτης, το «Abdullah» του Hope, το «Evidence» του Monk και το «El Hasaan» του Hasaan. Ηχογραφήσεις ιδιαίτερα δυναμικές, παιχνιδιάρικες, πολύπλοκες, που ξεπερνούν τις εγγενείς δημιουργικές δυσκολίες των συνθετών τους.
Το -στο ύφος του Thelonious Monk- «Epitome» του Hasaan και το αιωρούμενο και ελλειπτικό «Viceroy», με ένα εξαιρετικό σόλο του McBride, περιβάλλουν το «Trinkle tinkle» του Monk. Ένα κομμάτι που δεν απέχει από την (εκπληκτική) ερμηνεία του Coltrane από το 1956 και δένει τη σχέση του Hasaan Ibn Ali με τους Coltrane και Tyner. Αυτοί οι δεσμοί γίνονται σαφείς στο διπλό CD του 2021 με ακυκλοφόρητες ηχογραφήσεις του Hasaan. Μια μάλλον υποτιμημένη, αλλά σημαντική μορφή στην ιστορία του τζαζ πιάνου.
Οι ασυνήθιστοι
Ο Thelonious Monk είπε ότι «το πιάνο δεν έχει λάθος νότες» ως απάντηση στην κριτική για την προσέγγισή του στη σύνθεση και στην ερμηνεία. Ακούγεται βλάσφημο ότι οι κριτικοί στα χρόνια του bebop είπαν ότι δεν μπορούσε να παίξει! Το μάθημά του είναι ότι τελικά υπερισχύουν οι «ασυνήθιστοι», που διατηρούν την αισθητική τους αυτονομία: την κινητήρια δύναμη στο τρίο The Hasaan, Hope & Monk Project του Παντελή Καραγεώργη.
Σε όλη την καριέρα του ο Π. Καραγεώργης ερευνούσε τη μουσική του Monk σε σόλο, ντουέτα και τρίο. Έχοντας αναπτύξει τη μουσική του, ο πιανίστας εξερεύνησε τη μουσική και άλλων -παρόμοιων- πιανιστών, των οποίων οι εκκεντρικές προσεγγίσεις γίνονται λιγότερο δυσνόητες όταν τοποθετηθούν δίπλα σε αυτές του Monk. Μέχρι το 2021 μόνο ένας δίσκος («The Max Roach Trio featuring the legendary Hasaan», Atlantic 1965) μας γνώριζε τον πιανίστα Hasaan Ibn Ali, του οποίου έχει διασκευάσει στο παρελθόν τη μουσική, και εδώ παραθέτει τη μουσική του Hope. Μαζί με τους καλούς συνεργάτες του, τον μπασίστα Nate McBride και τον ντράμερ Luther Gray, καταπιάνεται με έξι συνθέσεις του Thelonious Monk, πέντε του Ibn Ali και τρεις του Hope. Το τρίο παίζει τις συνθέσεις τους με τρόπο απλό, σαν να λέει ότι η μουσική του Monk και του Hasaan είναι απλή και την κάνει ν’ ακούγεται φυσική και αβίαστη. Λιγότερο οικείες, αλλά και εξίσου αναζωογονητικές οι τρεις συνθέσεις του Elmo Hope.