Υπήρξαν περίοδοι που αισθανόμουν πως δεν χωρούσα πουθενά. Πως δεν ταίριαζα σε κανένα πλαίσιο. Ούτε εντός συστήματος ούτε στο περιθώριο. Ούτε μαζί ούτε μόνη. Σαν να ήμουν εγκλωβισμένη σε ένα γυάλινο κλουβί και να κουτούλαγα με το είδωλό μου. Δεν εύρισκα διέξοδο ούτε μέσα από μεταφυσικές αναζητήσεις ούτε μέσα από τη σχέση μου με αγαπημένους ανθρώπους ούτε καταφεύγοντας στην τέχνη, που πάντα με παραμυθιάζει πως μπορεί να κάνει και την αληθινή ζωή καλύτερη. Δύσκολα συναισθήματα. Βαριά ατμόσφαιρα. Αδιέξοδες καταστάσεις.
Δεν ξέρω πώς άρχισαν να κυκλοφορούν στη σκέψη μου πέντε άνθρωποι-σύμβολα, πέντε πλάσματα ακραία και με πανικόβλητες αντιδράσεις. Μάλλον έψαχνα παρέα υπό τον απαράβατο όρο να έχω εγώ τον απόλυτο έλεγχό τους. Πού θα πάνε, πώς θα μιλήσουν, πώς θα καπηλευτούν, πώς θα προδώσουν, πώς θα τιμωρηθούν, πώς θα αγαπήσουν, πώς θα λυτρωθούν…
Η πρώτη ταυτότητα που τους έδωσα ήταν η επαγγελματική τους ιδιότητα: μια επιμελήτρια βιβλίων -κάτι κοντινό με την επιθυμία μου να γράψω ένα βιβλίο-, μια πόρνη πολυτελείας -γιατί, χωρίς να το κρίνω ως ανήθικο ή ηθικό, ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω πώς κάποιος άνθρωπος πουλάει κυριολεκτικά το κορμί του-, ένας παπάς -γιατί πάντα αναρωτιόμουν εάν υπάρχει θεός, γιατί δεν εμφανίζεται ποτέ όταν τον χρειαζόμαστε- μια ηθοποιός -γιατί, είπαμε, η τέχνη πάντα με παραμυθιάζει πως μπορεί να κάνει και την αληθινή ζωή καλύτερη- και ένας 20χρονος χάκερ - ως σύμβολο της ελπίδας που έχουν οι νέοι άνθρωποι, οι οποίοι επειδή ελπίζουν, δεν ξέρουν σε τι τσαλαβουτάνε εδώ κι εκεί αντιγράφοντας ξένες ζωές.
Μετά βάφτισα κάθε μου ήρωα. Μετά έπλασα την ιστορία μου. Μετά σκέφτηκα, σιγά μην είναι ωραία ιστορία και σιγά μην είμαι ικανή να γράψω μια ενδιαφέρουσα ιστορία, και άσ’ το καλύτερα, αλλά, τελικά, αφού δεν έφευγε από το μυαλό μου με κανέναν τρόπο, στρώθηκα και την έγραψα.
«Ο λαβύρινθος της Έλλης» (εκδόσεις 24 γράμματα) αφηγείται τη δαιδαλώδη διαδρομή της ζωής πέντε νέων ανθρώπων: της Έλλης, που είναι επιμελήτρια εκδόσεων, του Λουκά, που είναι παπάς, της Άννας, που είναι ηθοποιός, της Λήδας, που ζει ως πόρνη πολυτελείας, και του Κώστα, ενός δύσμοιρου εικοσάρη που δεν ξέρει τι του γίνεται. Πέντε πρόσωπα ολότελα διαφορετικά μεταξύ τους που αναζητούν ατομικές λύσεις στην υπαρξιακή τους αγωνία, επιλέγουν ακραίες συμπεριφορές και φτάνουν ως την αυτοκαταστροφή γιατί δεν βρίσκουν τρόπο να ορθώσουν το ανάστημά τους. Πρόκειται για ένα ψυχολογικό θρίλερ που δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την πραγματική μου ζωή, αλλά έχει πολύ μεγάλη με το συναίσθημα μιας εποχής που ευτυχώς δεν πέταξα στη λήθη.
Είμαι δημοσιογράφος εδώ και αρκετές δεκαετίες. Έχω εκπαιδευτεί να γράφω αυτά που βλέπω, παρατηρώ, σκέφτομαι. Δεν είναι το ίδιο πράγμα όμως. Μάλλον δεν έχει καμία σχέση. Και μάλλον το να φτιάχνω τις δικές μου ιστορίες με αφορά πολύ περισσότερο πλέον.
* Η Κυβέλη Χατζηζήση είναι δημοσιογράφος.
Λέγε!*
«Λέγε ποια είσαι γιατί αληθινή γιαγιά μου δεν είσαι. Ούτε αφιλάνθρωπη είσαι. Πάνω στην πλάτη μου βγάζεις λεφτά. Πολλά λεφτά. Έχω δει δύο επιταγές. Από δύο χιλιάρικα η καθεμία. Στο όνομά σου. Τις είχες αφήσει μέσα στο πακέτο με τις φρυγανιές! Άκου κρυψώνα! Κάτι θα έγινε και δεν πρόλαβες να πας στην τράπεζα. Πριν από δύο χρόνια τις είδα και είμαι σίγουρος πως δεν ήταν οι μοναδικές! Έχεις υπόψη σου πόσο βαπόρι μπορεί να γίνει κάποιος που κρατάει μέσα του μια ερώτηση για δύο χρόνια; Υπερωκεάνειο μπορεί να γίνει! Αν προσθέσουμε και όλες αυτές τις απορίες που είχα από μικρός και δεν μου έλυσες ποτέ καμία, στόλος ολόκληρος! Αν βάλουμε και τα παραμύθια που αράδιαζες στη γειτονιά για αυτοκινητικό και τα λοιπά, αήττητη αρμάδα! Λέγε!».
Η κυρά Τασία ψέλλισε «τι λες, παιδάκι μου», «παλάβωσες», «γιατί με τυραννάς γριά γυναίκα», αλλά ο Κώστας δεν σταματούσε. Την κοιτούσε με βλέμμα αλλόκοτο, έσφιγγε τις μπουνιές του και στεκόταν σε απόσταση αναπνοής από το πρόσωπο της έντρομης πλέον ηλικιωμένης γυναίκας. Περίπου για ένα τέταρτο της ώρας, που φάνηκε αιώνας, οι δυο τους στέκονταν ο ένας απέναντι στον άλλο σαν σκυλιά που ετοιμάζονταν να αλληλοκατασπαραχθούν για το κόκαλο που βρίσκεται ανάμεσά τους. Μόνο που για το κόκαλο ενδιαφερόταν αποκλειστικά η γιαγιά Τασία. Παρότι ήταν πια κοντά στα 70 της και είχε γίνει ένα με τα ντουβάρια της μονοκατοικίας της Κυψέλης μάζευε, με κόστος την ψυχή της, τα λεφτά του ανείπωτου όρκου σιωπής για να μπορέσει να νιώσει κι αυτή επιτέλους στη ζωή της κάποια. Κάποια που δεν τη διατάζουν αλλά διατάζει. Ο Κώστας όμως ένιωθε πως θα του σάλευε.
* Απόσπασμα από το βιβλίο «Ο λαβύρινθος της Έλλης», εκδόσεις 24 γράμματα
