Ο πρώην Αμερικανός Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ επιτέθηκε στην ταινία «The apprentice» λέγοντας ότι «αυτό το σκουπίδι είναι καθαρή μυθοπλασία». Βέβαια, δεν είναι ο πρώτος διάσημος που αντέδρασε απέναντι ένα μη κολακευτικό πορτρέτο του στη μεγάλη οθόνη. Η βιογραφική ταινία «The apprentice», που έκανε πρεμιέρα τον περασμένο μήνα στο Φεστιβάλ Καννών, αναφέρεται στα πρώιμα χρόνια του Ντόναλντ Τραμπ, όταν ο ίδιος κυκλοφορούσε στο Μανχάταν ως φιλόδοξος επιχειρηματίας που έκανε κομπίνες με λεφτά δανεικά από τον πατέρα του με στόχο να αναρριχηθεί γρήγορα στο real estate. Η ταινία, που, σημειωτέον, δεν είναι έντονα επιθετική, προκάλεσε την οργή του Τραμπ όχι τόσο για τον τρόπο που σκιαγραφεί τις σκιώδεις μεσιτικές του συμφωνίες, αλλά κυρίως γιατί τον δείχνει να κάνει λιποαναρρόφηση, να πληρώνει για μεταμόσχευση μαλλιών και, το πιο σοβαρό, να κακοποιεί σεξουαλικά την πρώτη σύζυγό του Ιβάνα.
Οι αντιδράσεις των κριτικών απέναντι στην ταινία ήταν ανάμεικτες, αλλά ο ίδιος ο Τραμπ, όπως συνηθίζει να κάνει με τους επικριτές του, έγινε άθελά του ο μεγαλύτερος διαφημιστής της όταν δήλωσε ότι θα προχωρήσει σε αγωγές. Ο Στίβεν Τσανγκ, νομικός εκπρόσωπος του Τραμπ, ανακοίνωσε ότι ο πρώην Πρόεδρος σχεδιάζει να μηνύσει τους δημιουργούς της ταινίας λέγοντας: «Θα καταθέσουμε μήνυση για να αντιμετωπίσουμε τους κατάφωρα ψευδείς ισχυρισμούς αυτών των δήθεν κινηματογραφιστών. Αυτά τα σκουπίδια είναι καθαρή μυθοπλασία που βασίζεται σε ψέματα τα οποία έχουν διαψευστεί. Πρόκειται για εκλογική παρέμβαση από τις ελίτ του Χόλιγουντ, οι οποίες γνωρίζουν ότι ο Τραμπ θα ανακαταλάβει τον Λευκό Οίκο».
Οι περιπτώσεις Πέιλιν, Ζάκερμπεργκ και Ασάνζ
Το «The apprentice» έχει μπει σε μια λίστα βιογραφικών ταινιών που έχουν ενοχλήσει τους ανθρώπους που απεικονίζουν. Ανάλογο παράδειγμα ήταν η ταινία «Game change» (2012), μια αναπαράσταση της προεκλογικής εκστρατείας του Τζον Μακέιν το 2008, στην οποία η Τζούλιαν Μουρ υποδύονταν τη Σάρα Πέιλιν, την πρώην κυβερνήτη της Αλάσκα, σαν μια αστοιχείωτη γυναίκα που είχε αναλάβει να παπαγαλίζει δημόσια τα σημεία συζήτησης που δεν καταλάβαινε. Η Πέιλιν κατηγόρησε το ΗΒΟ πως έκανε μια προπαγανδιστική ταινία για να στηρίξει την καμπάνια του Ομπάμα - και η αλήθεια είναι ότι δεν είχε και πολύ άδικο…
Σαφώς μεγαλύτερο δημόσιο αντίκτυπο είχε η έντονη δυσαρέσκεια του ιδρυτή και βασικού μετόχου της Facebook, του Μαρκ Ζάκεμπεργκ, με την ταινία του Ντέιβιντ Φίντσερ «The social network», η οποία δραματοποίησε τη γέννηση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Ο Ζάκερμπεργκ δήλωσε ότι η ταινία «προσπάθησε» να αποδώσει σωστά κάποιες λεπτομέρειες, «όπως τον σχεδιασμό του γραφείου», όμως όλα τα υπόλοιπα ήταν αναληθή. Επίσης, είχε μιλήσει απαξιωτικά και για την ερμηνεία του ηθοποιού Τζέσι Άιζενμπεργκ.
Η περίπτωση της ταινίας «The fifth estate» (2023) για τη ζωή του ακτιβιστή Τζούλιαν Ασάνζ είναι λίγο πιο περίεργη, καθώς ο ιδρυτής των WikiLeaks είχε στείλει ένα μακροσκελές e-mail στον ηθοποιό Μπένεντικτ Κάμπερμπατς μία μέρα πριν ξεκινήσει η παραγωγή προειδοποιώντας τον πως το σενάριο της ταινίας βασίζεται σε ένα βιβλίο γεμάτο ψέματα, που γράφτηκε από κάποιον που είχε μένος απέναντί του, και προέτρεψε τον ηθοποιό να εγκαταλείψει την ταινία. Ο Κάμπερμπατς παραδέχτηκε αργότερα ότι το μήνυμα του Ασάνζ τον προβλημάτισε, αλλά ότι τελικά επέλεξε να παραμείνει στην ταινία. Ο Ασάνζ αποκάλεσε την ταινία «προπαγάνδα» επειδή κρατούσε φιλοκυβερνητική στάση και είπε ότι το φιλμ στάθηκε ενάντια σε όλα όσα πρεσβεύει το WikiLeaks. Όμως όσο κι αν μίσησε την ταινία, ο Ασάνζ επαίνεσε την ερμηνεία του Κάμπερμπατς.
Διάσημοι και εξοργισμένοι
Στον χώρο του θεάματος τα πράγματα δεν είναι διαφορετικά. Πιο τρανταχτό παράδειγμα αντιδικίας ήταν το «What’s love got to do with it», που αναφέρονταν στη ζωή της Τίνα Τέρνερ, μια ταινία που κατέστρεψε προσωπικά και επαγγελματικά τον Άικ Τέρνερ, καθώς τον παρουσίαζε (δίκαια) ως ένα κακοποιητικό τέρας. Ο Τέρνερ επιτέθηκε στην παραγωγή, αν και εκ των υστέρων τα παράπονά του για προσωπική δυσφήμηση δεν του έκαναν καλό. Το 1993 δήλωσε ότι χαστούκιζε την Τίνα κατά καιρούς, αλλά αυτό συνέβαινε μόνο εξαιτίας της συμπεριφοράς της. Προφανώς και δεν είχε συμβουλευτεί κανέναν δικηγόρο.
Πρόσφατα, ο οξύθυμος μπροστάρης του punk συγκροτήματος Sex Pistols Τζον Λάιντον εξέφρασε την ενόχλησή του για τη μίνι βιογραφική σειρά που σκηνοθέτησε ο Ντάνι Μπόιλ και έστειλε στο δικαστήριο τους παραγωγούς. Μιλώντας στους Sunday Times, ο Λάιντον δήλωσε: «Νομίζω πως αυτό είναι το πιο ασεβές σκουπίδι που χρειάστηκε ποτέ να υπομείνω».
Ενα από τα λιγότερο γνωστά παραδείγματα οργής του βιογραφούμενου είχε προκαλέσει η μάλλον αδιάφορη ταινία του HBO με τίτλο «The late shift» (1996), που μιλούσε για τις παρασκηνιακές κόντρες για τη θέση του οικοδεσπότη στα νυχτερινά talk shows στις αρχές του 1990. Ο Ντέιβιντ Λέτερμαν είχε εξοργιστεί σε τέτοιον βαθμό, που χρησιμοποίησε τη βραδινή εκπομπή του για να εξαπολύει τη μία επίθεση μετά την άλλη εναντίον των συντελεστών, παρομοιάζοντας μάλιστα τον ηθοποιό Τζον Μάικλ Χίγκινς, που τον υποδυόταν, με «χιμπατζή τσίρκου». Σε μια κίνηση απίστευτης μικροψυχίας δε, τον είχε καλέσει στην εκπομπή του μόνο και μόνο για να του αρνηθεί εξευτελιστικά να εισέλθει στο πλατό.
Τέλος, η πιο πρόσφατη υπόθεση δυσαρέσκειας, που μάλιστα είχε προκαλέσει έντονο διάλογο για τα θολά όρια μεταξύ βιογραφίας και ιστορίας «βασισμένης σε αληθινά γεγονότα», υπήρξε το πρόσφατο «Pam & Tommy», η σειρά που αναφέρονταν στην κλοπή και στη δημόσια κυκλοφορία της διαβόητης ερωτικής κασέτας της Πάμελα Άντερσον και του Τόμι Λι στα άγουρα χρόνια του Διαδικτύου. Η Λίλι Τζέιμς, η οποία υποδύθηκε την πρωταγωνίστρια του «Baywatch», δέχτηκε επιθέσεις για τη συμμετοχή της σε μια «παραβιαστική» σειρά που ξύπνησε ένα βαθύ ψυχολογικό τραύμα και έκανε τα μέλη της οικογένειας της Άντερσον να το ξαναζήσουν απ’ την αρχή. Αναρωτιόμαστε πραγματικά τι γνώμη θα είχε ο Τραμπ για το θέμα του «Pam & Tommy»…