Τη γνωρίζουμε ως αρχαιολόγο. Την περίοδο που ήταν γενική διευθύντρια Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς αντιτάχθηκε σθεναρά σε καταστροφικές πολιτικές αποφάσεις, κυρίως στην απόσπαση από τον φυσικό τους χώρο των περίφημων αρχαιοτήτων του σταθμού Βενιζέλου στο μετρό Θεσσαλονίκης, τη μεταφορά και την επανατοποθέτησή τους. Επί χρόνια ανασκαφέας της Θεσσαλονίκης, η σπουδαία κυρία της Αρχαιολογίας αυτή τη φορά ανασκάπτει την ιστορία της πόλης της, τις ιστορικές περιπέτειες της Βόρειας Ελλάδας στη διάρκεια του 20ού αιώνα. «Επιδίωξα να αφηγηθώ την Ιστορία που δεν μαθαίνουμε στο σχολείο και που, σχεδόν ποτέ, δεν την έχουμε βάλει στη δημόσια συζήτηση ώστε να μπορέσουν να επουλωθούν τα τραύματα» λέει η Τζένη Βελένη, που, με αφορμή το πρώτο της μυθιστόρημα «Το ζαρκάδι του Ολύμπου» (εκδόσεις Καστανιώτης), βάζει σοβαρές παρακαταθήκες για μια δεύτερη σταδιοδρομία, αυτή της συγγραφέα.
Ανήσυχο πνεύμα η Βελένη. Αρχαιολόγος, ζωγράφος, η στιχουργός των «Στιγμών» του Νίκου Παπάζογλου, εμπνευσμένη διευθύντρια του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης, πάντα βρίσκει δημιουργικές «αποδράσεις» από τη διοίκηση, την οποία υπηρετεί χρόνια και γνωρίζει όσο λίγοι. Είναι σαν να λέμε καθαρόαιμη αρχαιολόγος, που σκάβει διαρκώς τον χρόνο για να αντλήσει το μεδούλι της ιστορικής στιγμής και να αναδείξει πόσο ίδιος είναι ο πόνος των απλών ανθρώπων όταν βρεθούν στη δίνη μεγάλων ιστορικών γεγονότων. Απλοί άνθρωποι κατοικούν στις σελίδες του βιβλίου της. Ρημαγμένοι από τα γεγονότα των Βαλκανικών Πολέμων, της ανταλλαγής πληθυσμών, της Κατοχής και της εξόντωσης της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης, της Αντίστασης, του Εμφυλίου, της Χούντας. Αυτή τη σκληρή διαδρομή διανύουν οι ήρωές της σ’ αυτή την οικογενειακή σάγκα που ξεκινάει από τα τέλη του 19ου αιώνα στη Ραιδεστό της Ανατολικής Θράκης για να καταλήξει στις πρόσφατες μέρες της πανδημίας στη Θεσσαλονίκη. «Η Ιστορία ακόμα χρωστάει δικαίωση στους άδικα κατατρεγμένους και τιμωρία στους προδότες» πιστεύει η Τζ. Βελένη και καθώς συζητάμε για το βιβλίο της, δίνει όλα τα επιχειρήματα για να συμφωνήσουμε μαζί της.

Εχεις συνθέσει το πανόραμα του 20ού αιώνα στη Βόρεια Ελλάδα. Ένα μυθιστόρημα ιστορικό, κοινωνικό, ερωτικό, βαθιά πολιτικό. Φιλόδοξο εγχείρημα. Δεν το φοβήθηκες;
Μολονότι πράγματι ήταν ένα πολύ φιλόδοξο εγχείρημα, όχι, δεν το φοβήθηκα, γιατί θέλησα να γράψω τις αλήθειες όπως εγώ τις έχω αντιληφθεί και δεν τις άκουγα να λέγονται δημόσια. Αυτές αφηγούνται τα πρόσωπα του βιβλίου μου, που είναι άνθρωποι καθημερινοί, με πάθη, με ελαττώματα, με φιλοδοξίες, με πολλά λάθη στην πορεία τους, με ομολογημένους και ανομολόγητους έρωτες, οι οποίοι, ενώ συνθλίβονται από τα ιστορικά γεγονότα, δεν τολμούν να πάνε κόντρα στην Ιστορία. Εντέλει, όμως, αυτά τα πρόσωπα εκπροσωπούν όλους τους ανώνυμους, τους αφανείς της Ιστορίας.
Με πρωταγωνίστρια την Ιστορία πλέκεις έναν ιστό από αντιήρωες.
Επρεπε να περάσουμε όλα αυτά που βιώσαμε στον 20ό αιώνα για να συνειδητοποιήσουμε -αν το έχουμε συνειδητοποιήσει, ακόμα κι αν μπορούμε να το καθορίσουμε- ότι η Ιστορία γράφεται από τους μεγάλους και ισχυρούς και την πάνε εκεί που αυτοί θέλουν, ενώ η μοίρα των απλών ανθρώπων αφήνεται έρμαιο στα χέρια τους. Είναι πολύ δύσκολο όταν βρίσκεσαι στη δίνη των γεγονότων να ανατρέψεις τα γεγονότα. Βλέπεις απλά τη ζωή σου να παρασύρεται από αυτά. Με αυτόν τον τρόπο το βιβλίο ακουμπάει και σε γεγονότα που σήμερα μας συμβαίνουν και τα παρακολουθούμε ως αμέτοχοι και παθητικοί θεατές, χωρίς να μπορούμε να παρέμβουμε δυναμικά και να τα αλλάξουμε. Πόσο μπορούμε να επέμβουμε στον πόλεμο στην Ουκρανία ή στον πόλεμο στη Γάζα; Έτσι και οι «ήρωές» μου στην πραγματικότητα είναι αντιήρωες, δηλαδή είναι φτιαγμένοι από ανθρώπινα υλικά, αδύναμοι, μοιραίοι. Δεν είναι εύκολο να ζητάς από έναν απλό άνθρωπο να υψώσει το ανάστημά του πάνω από το μπόι του ή πάνω από τη βολή του. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι πρέπει να είμαστε ηττοπαθείς ή ότι δεν υπάρχει ελπίδα, και να εγκαταλείπουμε τους αγώνες. Γιατί ατομικά είναι πράγματι δύσκολο, αλλά συλλογικά οι λαοί ή οι ομάδες, όπως για καλή ώρα τώρα οι φοιτητές στα αμερικανικά και ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, μπορούν να ασκήσουν πίεση στους εκάστοτε κυβερνώντες ή κρατούντες. Και για να δώσουμε ένα παράδειγμα μέσα από το βιβλίο, στο Αλβανικό Μέτωπο οι άνθρωποι πολέμησαν συλλογικά για την ελευθερία τους ή οι χιλιάδες, και από πολλές ιδεολογικές αποχρώσεις, που πήγαν κινηματικά στην Εθνική Αντίσταση θέλησαν να διώξουν τους κατακτητές της πατρίδας τους.
Εντέλει, τι επιδίωξες μέσα από αυτό το μυθιστόρημα;
Πρώτα απ’ όλα επιδίωξα να αφηγηθώ και να ξαναθυμηθώ κι εγώ γράφοντας την Ιστορία που δεν μαθαίνουμε στο σχολείο και που σχεδόν ποτέ δεν την έχουμε βάλει στη δημόσια συζήτηση ώστε να μπορέσουν να επουλωθούν τραύματα. Μεγάλα γεγονότα των αρχών του 20ού αιώνα, οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, που μεγάλωσαν ξαφνικά και ασύμμετρα την έκταση της Ελλάδας, ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, που τελείωσε στη Θεσσαλονίκη και στο Κιλκίς, και κυρίως το τραύμα της ανταλλαγής πληθυσμών, που κόστισε τη διαίρεση της Θράκης και το μοίρασμά της σε δύο χώρες, είναι ζητήματα ακόμη άγνωστα στον πολύ κόσμο και σχεδόν ανεξερεύνητα από την ίδια την ιστορική κοινότητα.
Ποια ήταν η αφορμή για το ξεκίνημα;
Η αφορμή ήταν, όταν το 2018 εγκαταστάθηκα στην Αθήνα αναλαμβάνοντας τη Γενική Διεύθυνση Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς, ότι συνειδητοποίησα πως δεν ήταν γνωστά κάποια γεγονότα που στη Βόρεια Ελλάδα ήταν πολύ πιο οικεία. Για παράδειγμα, στη Θεσσαλονίκη γιορτάσαμε εκείνη τη χρονιά τα 100 χρόνια από τη λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, γεγονός που στην Αθήνα πέρασε σχεδόν απαρατήρητο. Αναρωτήθηκα γιατί και η απάντηση ήρθε αυτόματα μέσα μου: λόγω του εθνικού διχασμού, της διαφωνίας του Βενιζέλου με τον βασιλιά Κωνσταντίνο και της ίδρυσης από τον Βενιζέλο το 1916 ενός άλλου ελληνικού κράτους με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη. Έχουμε συνειδητοποιήσει γιατί ακόμα εμφιλοχωρεί μέσα μας η διαίρεση μεταξύ Βόρειων και Νότιων; Γιατί ακόμα υπάρχουν ως DNAϊκά κατάλοιπα τα αντιθετικά συναισθήματα που καλλιεργήθηκαν από τότε μέσα από τον εθνικό διχασμό. Έτσι ξεκίνησα να γράφω μέσα στον δεύτερο εγκλεισμό από την πανδημία, στα μέσα Νοεμβρίου του 2020.
Γιατί εστιάζεις στο τραύμα της ανταλλαγής των πληθυσμών;
Καταρχήν πρέπει να αντιληφθούμε ότι διαρκώς συζητάμε, και όχι άδικα, για τη Μικρασιατική Καταστροφή και σχεδόν παραγνωρίζουμε ή αγνοούμε το γεγονός ότι την επόμενη χρονιά, το 1923, έγινε η Συμφωνία της Λωζάννης, η οποία ξερίζωσε από πατρογονικά εδάφη πάνω από 500.000 κόσμο. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι ευημερούσαν στους τόπους τους, συνυπήρχαν αρμονικά μεταξύ τους ελληνόφωνοι και σλαβόφωνοι χριστιανοί, μουσουλμάνοι Οθωμανοί, Εβραίοι, Αρμένιοι και Λεβαντίνοι καθολικοί και κρατούσαν την οικονομία στα χέρια τους και ξαφνικά από ευημερούντες έγιναν πένητες, πρόσφυγες σε έναν άλλον τόπο, κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα, όπου υπήρχε διαμορφωμένο ένα διαφορετικό κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον.
Στο μυθιστόρημα ξετυλίγονται κομβικά ιστορικά γεγονότα.
Ηθελα να μιλήσω για βασικές πληγές που άφησε πίσω του ο 20ός αιώνας, υποφωτισμένες επίσης, όπως είναι ο Μεσοπόλεμος στη Θεσσαλονίκη και οι εκρηκτικές σχέσεις που δημιουργήθηκαν μεταξύ του ντόπιου ελληνικού πληθυσμού, των Εβραίων κατοίκων της πόλης και των προσφύγων. Σχέσεις ανταγωνιστικές, όπου κάθε ομάδα προσπαθούσε με τις δικές της δυνάμεις να επιβιώσει σε ένα ασφυκτικό οικονομικό περιβάλλον, το οποίο επιπλέον ετεροκαθορίστηκε και από το κραχ του 1929. Εξαιτίας όλης αυτής της δυναμικής δημιουργήθηκαν αντίπαλες και αντίρροπες δυνάμεις, όπως είναι η εξέλιξη του κινήματος της Φεντερασιόν από τη μία πλευρά, που κυρίως υποστηρίχθηκε από τον εβραϊκό πληθυσμό, και από την άλλη το φασιστικό μόρφωμα των τριεψιλιτών, με μαγιά από προσφυγικό πληθυσμό, που είχε ως κύριο στόχο του την εξόντωση των Εβραίων. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτό το τριπλό έψιλον, δηλαδή η Εθνική Ένωσις Ελλάς, με το παρατσούκλι «Ενωθείτε Εναντίον των Εβραίων», άπλωσε τα πλοκάμια του με έναν υποδόριο τρόπο, όχι δημιουργώντας ένα κόμμα, αλλά μια οργάνωση που τα μέλη της έδρευαν σε τμήματα χωροφυλακής και, ξεκινώντας από τον βορειοελλαδικό χώρο, απλώθηκε σε όλη την Ελλάδα, και ακόμη ίσως θα μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε ορισμένα κατάλοιπά του σε συμπεριφορές της δημόσιας σφαίρας.
Στο βιβλίο σου αφήνεις καθαρά να φανεί ότι στους τριεψιλίτες οφείλεται ο συντηρητισμός της Βόρειας Ελλάδας. Δηλαδή ενώνεις τα νήματα που οδηγούν στη δολοφονία του Λαμπράκη και πολλά άλλα γεγονότα που φτάνουν μέχρι σήμερα. Εκεί εντοπίζουμε τις διαχωριστικές τομές;
Νομίζω πως εκεί εντοπίζονται και ότι αν δεν αποφασίσουμε να τις δούμε, να τις αντιμετωπίσουμε και να τις καθαρίσουμε, δεν θα εξυγιανθεί ποτέ κυρίως ο χώρος των σωμάτων ασφαλείας και δεν θα φύγει ποτέ αυτό το γκρίζο χρώμα πάνω από τον ουρανό της Βόρειας Ελλάδας, της Θεσσαλονίκης ιδιαίτερα, με τελευταίο τρανταχτό παράδειγμα τον προπηλακισμό των δύο διεμφιλικών ατόμων στην πλατεία Αριστοτέλους.
Από τον Χέμινγουεϊ και τον Στρατή Πελεκίδη μέχρι τον Άρη και από τον Γιώργο Ιωάννου στον Γιάννη Μπουτάρη, με ιδιαίτερη αναφορά στον Μαξ Μέρτεν, η ιστορία στο βιβλίο σου γράφεται με ονοματεπώνυμα. Γιατί το επέλεξες; Σε δυσκόλεψε;
Ηταν η ελάχιστη τιμή που μπορούσα να αποδώσω σε τόσο εμβληματικές φυσιογνωμίες που τίμησαν την πόλη και τη χώρα. Την ίδια ώρα, να ξαναθυμίσω τον «χασάπη της Θεσσαλονίκης» Μέρτεν μαζί με την παρέα του, Έλληνες και Γερμανούς, που με υλικά κατοχικά, όπως ο δωσιλογισμός, ο μαυραγοριτισμός, έπλασαν το σύγχρονο ελληνικό κράτος. Έτσι το μυθιστόρημα ακουμπά, νομίζω, και τη σημερινή πραγματικότητα, δίνει αίτια και ερμηνείες για πολλά που μας συμβαίνουν στο παρόν μας. Και, σε κάθε περίπτωση, εξακολουθώ να πιστεύω ότι η Ιστορία ακόμα χρωστάει δικαίωση στους άδικα κατατρεγμένους και τιμωρία στους προδότες.
Οι ήρωές σου ένιωσες να αυτονομούνται;
Νομίζω πως οι ήρωές μου, αφού σκιαγραφήθηκαν με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους για την έναρξη της πλοκής του βιβλίου, στη συνέχεια εξελίχθηκαν από μόνοι τους μέσα στην πορεία της αφήγησης που ξεκινάει από τη Ραιδεστό του 1908 και φτάνει στη Νέα Υόρκη της Covid. Εγώ ξεκίνησα να γράφω τη μικροϊστορία της οικογένειας του Κωνσταντή Αβραάμ μέσα στη μεγαλοϊστορία του 20ού αιώνα και ο δυναμισμός των γεγονότων συνέβαλε στην εξέλιξη αλλά και στην ανατροπή των χαρακτήρων τους. Κάποιες φορές άλλες συμπεριφορές προόριζα γι’ αυτούς, αλλά εκείνοι με οδήγησαν αλλού.
Η έμφυλη βία, και αυτή υπαρκτή στο βιβλίο, φαίνεται είναι ένα θέμα διαχρονικό, διιστορικό.
«Σκότωσα» επί τούτου έναν από τους πιο αγαπητούς χαρακτήρες του βιβλίου ακριβώς για να θέσω τη διαχρονικότητα της πατριαρχικής συμπεριφοράς, η οποία έχει βαθιές τις ρίζες της σε μια στρεβλή άποψη της οικογενειοκρατίας αλλά και στο γεγονός ότι δεν επιτρέπεται στους άντρες να αναπτύσσουν και να εκδηλώνουν συναισθήματα λεπτά και ευαίσθητα.
Η Θεσσαλονίκη είναι επίσης πρωταγωνίστρια στο «Ζαρκάδι του Ολύμπου». Έχεις συνθέσει μια σπονδή για την πόλη σου αλλά και το ρέκβιεμ για την ομορφιά της που θυσιάστηκε στον βωμό της ανεξέλεγκτης ανοικοδόμησης. Το χρωστούσες αυτό στην πόλη σου;
Το χρωστούσα γιατί ως ανασκαφέας της Θεσσαλονίκης για πάνω από τριάντα χρόνια βίωσα όλη τη βλάβη που υπέστη η πόλη από τους αδηφάγους εργολάβους, σταδιακά από τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 και κυρίως στην περίοδο της Χούντας. Αν η Θεσσαλονίκη δεν είχε υποστεί αυτή την κακοποιητική συμπεριφορά από ανεξέλεγκτες οικονομικές και παραοικονομικές δυνάμεις, αν είχε παραμείνει η πόλη που σχεδίασε ο Εμπράρ αμέσως μετά την πυρκαγιά του 1917, θα ήταν σήμερα μια υποδειγματική ευρωπαϊκή πόλη, όπου το παρελθόν της θα συμβίωνε αρμονικά με το παρόν της, μια πόλη ισάξια της Ρώμης. Και λέω της Ρώμης γιατί ως έδρα της επαρχίας Μακεδονίας κατά τη ρωμαϊκή εποχή έγιναν σ’ αυτή σπουδαία δημόσια έργα, τα οποία συνεχίστηκαν και τους επόμενους αιώνες του Βυζαντίου. Ας θυμηθούμε ότι η Θεσσαλονίκη αποτέλεσε την έδρα της τετραρχίας επί Γαλέριου, με την ανοικοδόμηση του τεράστιου ανακτορικού συγκροτήματος, και την πρώτη επιλογή του Κωνσταντίνου για να μετακινήσει την πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ανατολικότερα ώστε να προστατευτεί από τις ορδές των δυτικοευρωπαϊκών βαρβάρων, αλλά εντέλει επέλεξε μια πολύ πιο κομβική θέση, την Κωνσταντινούπολη, που ένωνε δύο ηπείρους. Χρωστούσα στην πόλη μου την υπενθύμιση της μνήμης της για τη διατήρηση της ιστορίας της. Η μνήμη αυτή από τα χρόνια της Μεταπολίτευσης και μετά δεν έχει γίνει αρκούντως σεβαστή από τους εκάστοτε κυβερνώντες.
Με αποκορύφωμα τη βίαιη απόσπαση του μνημειακού αρχιτεκτονικού συνόλου της Μέσης Οδού;
Με τις ανασκαφές του μετρό είχαμε μια εξαιρετικά μεγάλη δυνατότητα να ανακαλύψουμε το μεγαλείο της Θεσσαλονίκης από τον 4ο αιώνα και μετά. Διαπιστώσαμε ότι η πόλη ως συμβασιλεύουσα με την Κωνσταντινούπολη έτυχε να αποκτήσει μεγάλα οικοδομικά προγράμματα διαμόρφωσης των δημόσιων και ιδιωτικών χώρων της. Ήταν δηλαδή, για να έχουμε μια ιδέα σήμερα, ό,τι είναι τα Γέρασα της Ιορδανίας, με τις τεράστιες ελλειψοειδείς πλατείες και τις μνημειακές οδικές διασταυρώσεις, τα τεράστια δημόσια λουτρά, αγορές, κρήνες και υδραγωγεία. Δυστυχώς, στον σταθμό Βενιζέλου και στον σταθμό Αγία Σοφία αφαιρέθηκαν τα κατάλοιπα αυτού του μνημειακού decumanus maximus, της κεντρικής λεωφόρου με τα εμπορικά καταστήματα εκατέρωθέν της, που διέσχιζε κατά μήκος την πόλη παράλληλα με την ακτογραμμή. Αποδείχτηκε εκ των πραγμάτων ότι ο σχεδιασμός τόσων πυκνών σταθμών μετρό μέσα στον ιστορικό ιστό της πόλης ήταν λάθος, όπως το είχαμε επισημάνει οι αρχαιολόγοι με πολλά έγγραφα από το τέλος της δεκαετίας του ’90. Αν χρειαζόταν να γίνει ένας σταθμός στο κέντρο της πόλης, θα έπρεπε να σχεδιαστεί στην πλατεία Αριστοτέλους, όπου υπήρχε άπλετος χώρος, και ασφαλώς θα μπορούσε να βρεθεί μια λύση πιο επωφελής και για τους Θεσσαλονικείς αλλά και για τις ίδιες τις αρχαιότητες. Αυτό όμως είναι ένα θέμα που θα με απασχολήσει σε επόμενο μυθιστόρημά μου.
Πώς έζησε αυτή η πόλη βουτηγμένη στο αίμα των άλλων, αναρωτιέσαι στο βιβλίο. Πώς έζησε;
Εζησε μετρώντας τραύματα. Δεν τόλμησε να βάλει βαθιά το μαχαίρι στο κόκαλο για να ξεκαθαρίσει λογαριασμούς, ξέχασε εύκολα και ανώδυνα, νόμισε, την εξόντωση της πιο ισχυρής οικονομικά κοινότητάς της, συστηματικά αποσιώπησε γεγονότα αλλά και με τον τρόπο που συμπεριφέρθηκε μεταπολεμικά προκειμένου να ομογενοποιήσει, όπως πίστευε η αφελής, τον πληθυσμό της. Αίμα πολύ χύθηκε στη δικτατορία του Μεταξά, για να πούμε μόνο όσα αφορούν στον 20ό αιώνα, αίμα αγωνιστών για την ελευθερία από τους ναζί, αίμα στα τρένα που ξεκλήρισαν τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης, αίμα από την ατιμωρησία των δωσίλογων, αίμα από τις απηνείς διώξεις της Χούντας. Ουσιαστικά, όλο αυτό είναι το αίμα της λήθης που επιδίωξαν οι κρατούντες να απλωθεί και να σκεπάσει με την γκρίζα σκιά του την πόλη.
Αυτή είναι η ματιά της αρχαιολόγου πάνω στην ιστορία της πόλης της και του τόπου;
Δεν μπορούσα να αποποιηθώ την ιδιότητα της αρχαιολόγου γράφοντας για όλα αυτά τα θέματα. Ούτε μπορούσα να μην καταθέσω τη θλίψη μου για το κακό που έγινε στην πόλη που γεννήθηκα, τη στιγμή μάλιστα που τις τελευταίες δεκαετίες το βίωσα και μέσα από τη θεσμική μου ιδιότητα, αρχικά ως ανασκαφέας της Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια ως πολιτιστική διαχειρίστρια-διευθύντρια επί δωδεκαετία στο Αρχαιολογικό Μουσείο της. Πάντα προσπαθούσα αυτό το συγκλονιστικό παρελθόν της Θεσσαλονίκης, μιας πόλης που, εν αντιθέσει με την Αθήνα, ποτέ δεν έχασε τον αστικό της χαρακτήρα, να γίνει προσιτό και κατανοητό σε όλους τους κατοίκους της, στους φίλους και στους επισκέπτες της, όπως πρέπει να είναι όλα τα κρατικά μουσεία, ανοιχτά, δημόσια σπίτια για τους πάντες.
Καταγράφεις όλους τους μετασχηματισμούς της Θεσσαλονίκης και μέσα απ’ αυτούς του ελληνικού κράτους. Έχοντας βιώσει τη διοίκηση, θεωρείς πως μπορεί να αλλάξει αυτή η στρεβλή σχέση, η σχέση διαπλοκής ανάμεσα στο κράτος και στον πολίτη; Αυτή η σχέση που πληγώνει και τους ανθρώπους και τις πόλεις και το κράτος τους;
Αν αποφασίσουμε να συζητήσουμε ζητήματα που θέτει αυτό το βιβλίο, αν μέσα από αυτές τις συζητήσεις καταφέρουμε να επουλώσουμε πληγές και να ιαθούμε έστω και εν μέρει, τότε ίσως μπορέσουμε να αντιληφθούμε ότι η διοίκηση δεν θα πρέπει να εξαρτιέται από τους εκάστοτε κυβερνώντες και ότι οι δημόσιοι λειτουργοί της είναι υπάλληλοι κρατικοί και όχι κυβερνητικοί. Αν λοιπόν μπορούσε να επικρατήσει αυτή η πεποίθηση στους δημόσιους υπαλλήλους, τα πράγματα θα ήταν πολύ καλύτερα για το δημόσιο συμφέρον, για το κοινό καλό. Έχουμε ξεχάσει ή δεν μάθαμε ποτέ την έννοια του κοινού δημόσιου συμφέροντος σ’ αυτόν τον τόπο. Δεν έχουμε μάθει να λειτουργούμε οραματικά, ομαδικά και αλληλέγγυα για το καλό της χώρας. Αυτό όμως εντάσσεται σε γενικότερα θέματα παιδείας και καλλιέργειας, που ξεκινούν από την οικογένεια και αφορούν κυρίως το σχολείο. Αντί λοιπόν να φτιάχνουμε ιδιωτικά πανεπιστήμια, θα ήταν πολύ πιο επωφελές για όλους μας να κοιτάξουμε να έχουμε μια καλά θεμελιωμένη Εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες, που να κοιτάει την Ιστορία στα μάτια και να λέει την αλήθεια για να εφοδιάζει τα παιδιά με δύναμη, θάρρος και τόλμη, ώστε να έχουν ένα καλύτερο παρόν και ένα ευοίωνο μέλλον.
Τελικά, ποιος είναι το ζαρκάδι του Ολύμπου;
Είναι ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου, αυτός που θυσίασε τη ζωή του για την πατρίδα του και που στο πρόσωπό του εκπροσωπούνται πάρα πολλοί με αντίστοιχη δράση, οι οποίοι όμως ήταν κατατρεγμένοι και αποδιοπομπαίοι στα μεταπολεμικά χρόνια.
Το επόμενο βιβλίο το έχεις σκεφτεί;
Εχω σκεφτεί τα επόμενα βιβλία. Το ένα είναι ένα χρέος μιας μισοτελειωμένης ιστορίας γιατί πήρε το προβάδισμα το «Ζαρκάδι» και το επόμενο, το οποίο επίσης απαιτεί εξαιρετικά μεγάλη ιστορική προετοιμασία, είναι πάλι η ιστορία μιας οικογένειας στην Ανατολική Μακεδονία, η αφήγηση μιας σάγκας, με τα προσωπικά και πολιτικά της πάθη στο διάβα της ιστορίας ενός τόπου.