Το πεζογράφημα-ντοκουμέντο για τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη που έγραψε ο Βασίλης Βασιλικός ισορροπούσε υποδειγματικά ανάμεσα στη λογοτεχνία και στη δημοσιογραφία. Ο συγγραφέας ξεδιάλυνε τα καθοριστικά γεγονότα μέσα από το προανακριτικό υλικό της δίκης που βρισκόταν σε εξέλιξη και το 1966 κυκλοφόρησε το «Ζ», μια μυθοπλαστική επεξεργασία του βρόμικου παρασκηνίου της πολιτικής δολοφονίας του αριστερού βουλευτή που τάραξε συθέμελα την πολιτική ζωή της Ελλάδας. Η ζωηρή περιγραφή των συνεπειών της παρακρατικής βίας και η συγκροτημένη σταχυολόγηση των πολιτικών παθών εκείνης της ταραγμένης εποχής συγκίνησαν τον σκηνοθέτη Κώστα Γαβρά, ο οποίος ανέλαβε να διασκευάσει στον κινηματογράφο το απαγορευμένο από το χουντικό καθεστώς βιβλίο το 1969. Η ταινία σημείωσε εμπορική επιτυχία σε όλο τον κόσμο, ενώ το βιβλίο δεν σταμάτησε να μεταφράζεται σε πολλές γλώσσες.
Το «Ζ» υπήρξε ένα από τα αρχέτυπα φιλμ στο οποίο θα βασιζόταν το μετέπειτα πολιτικό σινεμά που θα άνθιζε στη δεκαετία του ’70 από το προοδευτικό Χόλιγουντ (των Σίντνεϊ Πόλακ, Άλαν Πάκουλα και Σίντνεϊ Λιούμετ) καθώς ο Κ. Γαβράς επιχειρούσε ένα παρεμβατικό σχόλιο με καταγγελτικό τόνο κατά των δυνάμεων του ολοκληρωτισμού, που θα λειτουργούσε σε κάθε χώρα και θα απηχούσε σε κάθε δυνητικό θεατή με πολιτική συνείδηση. Οι αλγερινές τοποθεσίες όπου γυρίστηκε η ταινία, ως χώροι πραγματικών βασανιστηρίων και διαδηλώσεων, προσθέτουν τις δικές τους απηχήσεις τόσο για την Ελλάδα όσο και για την Αλγερία αλλά και για την Ισπανία μέσα από τις παραινέσεις του σεναρίου που έγραψε ο Χόρχε Σεμπρούν. Το «Ζ» δεν προέρχεται μόνο από την παράδοση του γαλλικού κινηματογράφου, αλλά αντλεί από τις αμερικανικές γκανγκστερικές ταινίες, τις ταινίες φυλακών και τα αντιφασιστικά μελοδράματα της δεκαετίας του ’40, που έπαψαν να γυρίζονται κατά την εποχή του Μακάρθι.
Το φιλμ αναπαριστά τη δολοφονία του Γρ. Λαμπράκη και τη δαιδαλώδη έρευνα της συνωμοσίας σε μια προσπάθεια να καταδείξει το πώς οι μηχανισμοί της φασιστικής διαφθοράς μπορούν να κρυφτούν πίσω από το πρόσχημα του νόμου και της τάξης. Πρόκειται για μια αντιφασιστική ταινία αγωνίας, που ξεσκεπάζει ένα σκανδαλώδες δίκτυο διαφθοράς και παρανομίας στην αστυνομία και στην κυβέρνηση και λειτουργεί σαν κινηματογραφικός συναγερμός που ξυπνά φόβους για τη δεξιά τρομοκρατία, αλλά ταυτόχρονα δεν χάνει ποτέ τη συναισθηματική του επαφή με το κοινό.
Δραματουργικά, η ταινία του Κ. Γαβρά μπορεί να μην διέθετε τη διαύγεια και το πολυκύμαντο πνεύμα των γάργαρων σελίδων του Β. Βασιλικού, καθώς το βιβλίο προσέφερε μια καλά μελετημένη εναλλαγή αφηγήσεων, αποσπασμάτων από ειδήσεις και εσωτερικών μονολόγων. Η ταινία διαχώριζε εμφανώς από τη μία τους διεφθαρμένους και τους τραμπούκους, με μια λέξη τους φασίστες, και από την άλλη τους εγγράμματους και τους ανθρωπιστές, με μια λέξη τους αριστερούς. Όμως ο Κ. Γαβράς επέλεξε σοφά τους ηθοποιούς του (από τον Ιβ Μοντάν μέχρι τον Ζαν Λουί Τρεντινιάν) και απέφυγε να τους δείξει σαν χάρτινα στερεότυπα. Ο γοργός ρυθμός, το στακάτο μοντάζ και η μελοδραματική χρήση της μουσικής του Μίκη Θεοδωράκη έδωσαν τελικά την απαραίτητη ψυχή στην ταινία που έγινε σύμβολο για το είδος της.