Live τώρα    
11°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αραιές νεφώσεις
11 °C
9.6°C12.3°C
3 BF 81%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Σποραδικές νεφώσεις
12 °C
10.9°C12.6°C
2 BF 67%
ΠΑΤΡΑ
Αραιές νεφώσεις
13 °C
12.0°C13.3°C
2 BF 70%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
13 °C
12.8°C15.4°C
2 BF 68%
ΛΑΡΙΣΑ
Αραιές νεφώσεις
11 °C
10.9°C11.8°C
2 BF 82%
Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης στην «Α» / Ο λογοτέχνης δεν απονέμει δίκαιο, οφείλει να είναι ιστορικά τίμιος
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης στην «Α» / Ο λογοτέχνης δεν απονέμει δίκαιο, οφείλει να είναι ιστορικά τίμιος

Ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Για πολλούς είναι έκπληξη. Για ακόμα περισσότερους είναι ένα πολύ καλό βιβλίο. Διαβάζοντας «Το χιόνι των Αγράφων» (εκδ. Κίχλη) ο αναγνώστης βρίσκεται απέναντι σε εκπλήξεις. Κατ’ αρχάς, διαβάζει ένα βιβλίο για τα παλιά με πολύ σύγχρονα εκφραστικά εργαλεία, που κοιτά την Ιστορία από τα κάτω. Στις σελίδες του συναντά ένα υποφωτισμένο ιστορικό περιστατικό του Εμφυλίου, την περιπέτεια της Ταξιαρχίας των Αόπλων, που υπό την αρχηγία του Γιώργου Γούσια μεταφέρει από τη Βράχα προς τη Μακεδονία εφεδρείες για τον Δημοκρατικό Στρατό. Οι ιστορίες του σπονδυλωτού αυτού μυθιστορήματος, βραβευμένου προσφάτως από το ηλεκτρονικό περιοδικό «Ο αναγνώστης», δεν συνθέτουν ακόμα ένα «άσμα ηρωικό και πένθιμο» για τους ηττημένους της Αριστεράς. Ούτε ξεχνά όμως και τα πεπραγμένα των νικητών.

«Δεν ήθελα να γράψω ένα ακόμα βιβλίο για τον Εμφύλιο, αλλά διαμέσου του Εμφυλίου να μιλήσω για τους ασίγαστους και σιωπηλούς εμφυλίους που συνεχίζουν αιματηρά ή αναίμακτα να διεξάγονται γύρω μας» λέει ο Παναγιώτης Χατζημωϋσιάδης, και γι’ αυτούς ξεκινάμε να συζητάμε. Η λογοτεχνία, η Ιστορία, ο Εμφύλιος, οι αναθεωρητές αλλά και ο ρόλος του συγγραφέα σήμερα, τα επίδικα της εποχής και η δική του στάση απέναντί τους μπαίνουν στο τραπέζι. Καθώς η λογοτεχνία για τον συνομιλητή μας «είναι μια αισθητική κοινωνική πράξη», τον ίδιο δεν θα τον βρούμε κλεισμένο στην ηρεμία του γραφείου του. «Υπάρχει και ένας κόσμος έξω από τις σελίδες» λέει. «Θα με βρείτε πίσω από ένα πανό “Βιαστής Είναι” στους δρόμους, στις πλατείες, στα θέατρα και στις συναυλίες». «Δεν ξέρω άλλους τρόπους να αντιπαλέψω τους Λιγνάδηδες που μας κυκλώνουν».

Τι είναι αυτό που σε προκάλεσε να ασχοληθείς με τον ελληνικό Εμφύλιο;

Όσο κι αν αποστρέφουμε το βλέμμα, οι πληγές δεν έχουν κλείσει ακόμα. Θυμάμαι τα μοιρολόγια της μάνας μου, όταν σπάναμε καπνά. Πιτσιρίκι ήμουν ακόμη, μάτωνα ακούγοντάς την. Δύο τα ολοκαυτώματα του μαρτυρικού χωριού Μεσόβουνου με φοβερές απώλειες.  Άλλωστε, ποτέ δεν έπαψε ο ακροδεξιός και ο δεξιός λόγος να ξύνουν το τραύμα, τώρα δε τελευταία ολοένα και πιο βαθιά, ολοένα και πιο οδυνηρά. Να συμπληρώσω, τέλος, και την αναθεωρητική εξέταση της Ιστορίας από ένα αυξανόμενο σύνολο ιστορικών, που ούτε λίγο ούτε πολύ επιχειρούν να εξομοιώσουν θύτες και θύματα στη βάση μιας αριθμητικής του αίματος. Απέναντι σε όλα αυτά, όφειλα ως λογοτέχνης και ως πολίτης να πάρω θέση, δεδομένου ότι διαχειρίζεται κανείς καλύτερα το παρόν όταν έχει τακτοποιημένες τις σχέσεις με το παρελθόν.  Άλλωστε, αναφερόμενος στον Εμφύλιο, δεν ήθελα να γράψω ένα ακόμα βιβλίο για τον Εμφύλιο, αλλά διαμέσου του Εμφυλίου να μιλήσω για τους ασίγαστους και σιωπηλούς εμφυλίους που συνεχίζουν αιματηρά ή αναίμακτα να διεξάγονται γύρω μας.

Αλήθεια, ποιο είναι το νήμα που συνδέει τον Εμφύλιο με την ιστορική περίοδο που διανύουμε τώρα;

Στη διάρκεια του Εμφυλίου αρθρώθηκε ένα απελευθερωτικό όραμα, που αγκάλιαζε τους αδικημένους, το γυναικείο φύλο, τις εθνικές και κοινωνικές μειονότητες, υποσχόμενο ένα καλύτερο αύριο. Αν στο μετεμφυλιακό καθεστώς υπερίσχυσε πνευματικά η Αριστερά παρά την πολιτική της ήττα, ήταν γιατί γινόταν αντιληπτή η υπεροχή αυτού του οράματος έναντι όλων των ανταγωνιστικών. Εδώ και τρεις περίπου δεκαετίες η πνευματική υπεροχή της Αριστεράς σταδιακά αποκαθηλώνεται κάτω από την πίεση ποικίλων παραγόντων, από την τηλεόραση μέχρι το ποδόσφαιρο και από την ανεργία μέχρι τη φτωχοποίηση, και στη θέση της ενσπείρεται μια μεταμοντέρνα μελαγχολία. Ο λογοτέχνης δεν είναι ούτε πολιτικός ούτε ιστορικός, αλλά μετέχει αισθητικά, δευτερευόντως και ιδεολογικά, στην πάλη των ιδεών, πράγμα που έκανα και ο ίδιος με το «Χιόνι των Αγράφων», θέλοντας να υπενθυμίσω το όραμα, να αναδείξω τις βαθιές πηγές και να αναζητήσω τα αίτια της ήττας του.

Γι’ αυτό οι ιστορίες που συνθέτουν το σπονδυλωτό μυθιστόρημά σου δεν αποτελούν «άσμα ηρωικό και πένθιμο» για τους ηττημένους της Αριστεράς, όπως έχουμε συνηθίσει να διαβάζουμε ως τώρα; Ακουμπάς θέματα που οι περισσότεροι θέλουν να ξεχνούν, τον αυταρχισμό της ηγεσίας, τις δηλώσεις μετανοίας, τον βιασμό και τη σεξουαλική κακοποίηση, την έμφυλη βία.

Θα προσέφερα χείριστες υπηρεσίες στην Ιστορία και στη λογοτεχνία αν ενέδιδα συγγραφικά στη μεγαληγορία του ηρωικού αυτού πνεύματος και στο μελόδραμα της επικής διάθεσης. Ποικίλα τέτοια παραδείγματα βιβλίων που αγγίζουνε το ιστορικό θέμα στο δίπολο της αγιοποίησης και της δαιμονοποίησης και αντί να γειώνουν την Ιστορία στην πραγματικότητα, την εγκλωβίζουν στον μύθο. Βολικό, δεν λέω, το μανιχαϊστικό σχήμα, χαϊδεύει την αφελή εντύπωση ότι δεν υπάρχουν ηθικές ποιότητες και ηθικές διαβαθμίσεις ανάμεσα στο καλό και στο κακό, στο δίκιο και στο άδικο, παραβλέποντας ανοσιουργήματα και μεγαλουργήματα που έλαβαν χώρα ένθεν κακείθεν. Εντέλει, οι επιλογές κι οι στάσεις απέναντι στα πιο κρίσιμα διλήμματα είναι που βεβαιώνουν πού έγκειται η ηθική υπεροχή. Σημειώνοντας τις διώξεις σε βάρος των τροτσκιστών στη διάρκεια της Αντίστασης ή πραγματευόμενος τον ρόλο του Γούσια απέναντι στους συντρόφους, αυτήν ακριβώς την πλευρά ήθελα να θίξω. Βέβαια, ο λογοτέχνης δεν δικαιούται να απονέμει δίκαιο και δεν μπορεί να υποδύεται τον ρόλο του τιμητή της Ιστορίας, οφείλει όμως να βγει όσο και όπως μπορεί από τους διαθλαστικούς καθρέφτες, αρθρώνοντας μία αφήγηση που, πέρα από την αισθητική ποιότητά της, πρέπει να είναι και ιστορικά τίμια. Αυτό επιχείρησα κι ο ίδιος.

Είναι εύκολο εντέλει η λογοτεχνία να διαχειρίζεται την Ιστορία;

Από λογοτεχνική άποψη, η Ιστορία προσφέρει την ευκολία ενός έτοιμου θέματος καθορισμένου κοινωνικού πλαισίου, ενίοτε δε και συγκεκριμένων χαρακτήρων.  Όλα αυτά από κοινού μπορεί να διευκολύνουν τη λογοτεχνική εργασία και αν λάβουμε υπόψη το ενδιαφέρον που κατά κανόνα εγείρει το ιστορικό θέμα στο ευρύτερο κοινό, εξηγούν τους λόγους για τους οποίους η εύπεπτη λογοτεχνία αρέσκεται στο ιστορικό μυθιστόρημα. Απ’ την άλλη, μια πιο σοβαρή προσέγγιση της Ιστορίας φέρνει στο προσκήνιο την υποχρέωση του συγγραφέα να βρεθεί σ’ ένα πρόσθετο πεδίο αναμέτρησης, πέραν της αισθητικής ποιότητας του έργου του, που έχει να κάνει με την ιστορική συνέπειά του. Μπορεί ένας λογοτέχνης που αποβλέπει στο ωραίο να υπηρετεί και το αληθές; Είναι γνωστή η ρήση του Στρατή Δούκα στην «Ιστορία ενός αιχμαλώτου» όταν για να δικαιολογήσει μια μικρή, από μέρους του, παραβίαση της ιστορικής αλήθειας έλεγε: «Η Ιστορία το ’θελε». Ο λογοτέχνης είναι εκ των πραγμάτων υποχρεωμένος να προβεί σε μικρότερες ή μεγαλύτερες τέτοιες παραβιάσεις για χάρη της λογοτεχνίας, που ούτως ή άλλως δεν μπορεί ούτε να ανταγωνιστεί ούτε να αναπληρώσει την ιστορική αφήγηση. Μπορεί όμως να προκαλέσει ρωγμές στο σώμα της επίσημης Ιστορίας, να δώσει φωνή στους αφανείς και να δραματοποιήσει τα ιστορικά περιστατικά, προσφέροντας στην ιστορική μελέτη και τη διάσταση της αισθητικής απόλαυσης. Εντέλει, η λογοτεχνική αφήγηση της Ιστορίας έχει ένα εντονότερο ιδεολογικό χρώμα σε σχέση με άλλες πεζογραφικές κατηγορίες, μια που μπορεί να υποστηρίξει ή να αμφισβητήσει κυρίαρχες μυθολογίες, συμμετέχοντας με αισθητικά μέσα στην πάλη των ιδεών.

Θεωρείς, λοιπόν, ότι με «Το χιόνι των Αγράφων» προκαλείς ρωγμές στην επίσημη Ιστορία, αφηγούμενος την περιπέτεια της Ταξιαρχίας των Αόπλων, ένα υποφωτισμένο ιστορικό περιστατικό του Εμφυλίου;

Δεν είμαι ο καταλληλότερος να κρίνω αν το κάνω, μπορώ όμως να επιβεβαιώσω ότι επιδίωξα να το κάνω. Αν εξαιρέσουμε το μυθιστόρημα του Πέτρου Ανταίου «Η ελπίδα πάγωσε στις κορυφές» και δύο-τρία άλλα ιστορικά βιβλία, ανάμεσα στα οποία να σημειώσω την ιστορική μελέτη «Πορεία θανάτου» του Βασίλη Σανδρή, το δράμα των αόπλων συνεχίζει να παραμένει στην αφάνεια. Θεωρώ όμως ότι εντός του συμπυκνώνεται όλη η Ιστορία του Εμφυλίου με τις αρχικές ελπίδες, τα κατοπινά δεινά και την τελική συντριβή. Μέσα απ’ τη λογοτεχνική εξιστόρηση προσπάθησα, ερχόμενος σε αντίθεση με τη δεξιά αφήγηση, να θυμίσω τη «λευκή τρομοκρατία», την αγαστή σύμπνοια του στρατού, της αστυνομίας και των παρακρατικών οργανώσεων, την αναβάπτιση των συνεργατών των ναζί σε εθνικόφρονα στοιχεία και την τιμωρητική καταδίωξη όλων όσοι αντιστάθηκαν στον κατακτητή. Επιδίωξα ακόμη να έρθω σε αντίθεση με την κυρίαρχη αφήγηση της ορθόδοξης Αριστεράς, υπενθυμίζοντας ότι ήταν λάθος ο στιγματισμός των συντρόφων που υπέγραφαν δηλώσεις μετανοίας, ξαναφέρνοντας στο προσκήνιο την κουβέντα για τη σχέση της Αριστεράς με την ετερότητα και υπογραμμίζοντας τη θέση ότι η επαναστατικότητα σε ταξικό επίπεδο δεν μπορεί να πλαισιώνεται από συντηρητισμό σε ηθικό, από γραφειοκρατία σε κομματικό και από εξουσιομανία σε πολιτικό επίπεδο. Να σημειώσω τέλος και δύο πρόσθετα πεδία μάχης που προέκυψαν κατά τη διάρκεια της συγγραφής: αφενός, το ζήτημα των έμφυλων ταυτοτήτων και της ποικιλότροπης σεξουαλικής κακοποίησης της γυναίκας, αφετέρου, το θέμα της ηθογραφίας που επανακάμπτει στη λογοτεχνία, κομίζοντας την αφελή και συντηρητική εικόνα ενός εξωραϊσμένου επαρχιακού παρελθόντος.

Ο αναγνώστης του βιβλίου σου εκπλήσσεται από τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζεσαι ένα θέμα του παρελθόντος με πολύ σύγχρονα εκφραστικά μέσα. Ακόμα και η ποιητικότητα κάποιων μερών δεν αναχαιτίζει τη ροή της αφήγησης. Θες να μας ανοίξεις την πόρτα στο λογοτεχνικό σου εργαστήριο;

Βασική αισθητική αρχή μου είναι ότι η γλώσσα δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται, ακόμα και στο μυθιστόρημα, σαν χαλί της αφήγησης. Η πεζογραφία που ρίχνει το βάρος στην πλοκή και χρησιμοποιεί τη γλώσσα μόνο υποστηρικτικά είναι κατά κράτος ηττημένη από τον κινηματογράφο και δεν έχει τίποτα σοβαρό να προσφέρει στη λογοτεχνία, έστω και αν είναι εμπορικά πετυχημένη. Εξάλλου, το αδιέξοδο που τα τελευταία χρόνια βιώνεται στη λογοτεχνική γραφή δίνει ολοένα και περισσότερη ώθηση σε υβριδικές μορφές λόγου, όπου η πρόζα συνυπάρχει με την ποίηση και το αντίστροφο, όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, στην περίπτωση του μπονσάι. Επιδιώκω τη ρυθμικότητα του λόγου, θέλω να εξασφαλίσω ανάσες στη γραφή μου, επιζητώ τον μετρικό βηματισμό, στα όρια βέβαια του εφικτού. Πέρα από μια δεύτερη πηγή αισθητικής απόλαυσης, αυτό μπορεί να επιτελέσει και τρεις πρόσθετες λειτουργίες, μια που τα ποιητικά μέρη αποτελούν βαλβίδες εκτόνωσης της έντασης, επιτείνουν την αφαιρετικότητα του ύφους και εισάγουν πιο απαιτητικά τον αναγνώστη στο παιχνίδι του νοήματος.  Άλλωστε, δεν μπορείς να αντιμετωπίζεις ούτε την Ιστορία ούτε τη λογοτεχνία με τα παραδοσιακά αφηγηματικά μέσα. Πατώντας πάνω σ’ αυτά, πρέπει να παρουσιάσεις κάτι καινούργιο, κάτι διαφορετικό· ειδάλλως, ποιος ο λόγος της γραφής; Το επιδίωξα με την ποιητικότητα του ύφους, που ελαφραίνει τον κατά τα άλλα τραχύ λόγο, με την εστίαση της αφήγησης, που είναι συντονισμένη πάντα στην οπτική του ήρωα, και με τη σπονδυλωτή δόμηση, που κάνει πιο σφιχτοδεμένη την πλοκή των επιμέρους επεισοδίων.

Έτσι θεωρείς ότι ένας 17χρονος μπορεί να κατανοήσει καλύτερα και την Ιστορία και τη λογοτεχνία και τη σημερινή πραγματικότητα;

Στη νέα γενιά πρωτίστως το βλέμμα, πολύ δε περισσότερο όταν η δική μου η γενιά φέρει ευθύνη για τα ερείπια που αφήνει πίσω. Μπροστά στον αποπροσανατολισμό, στη σύγχυση, στη χειραγώγηση, στην αποϊδεολογικοποίηση και στην ιδιώτευση έχουμε το χρέος ως ενεργοί πολίτες να οργανώσουμε άμυνες. Αυτό επιδιώκω με την ιδιότητα του εκπαιδευτικού μέσα στην τάξη, αυτό επιδιώκω με την ιδιότητα του λογοτέχνη μέσα απ’ τα βιβλία, αυτό επιδιώκω με την ιδιότητα του ενεργού πολίτη μέσα στους δρόμους. Στη δική μου αντίληψη, η λογοτεχνία είναι μια αισθητική κοινωνική πράξη και ως τέτοια δεν μπορεί να αδιαφορεί μπροστά στην ασχήμια ούτε να κηρύσσει αισθητικές επαναστάσεις και να αναπαράγει μεσαιωνικές ιδεολογίες.

Πώς επαναπροσδιορίζεται ο ρόλος του λογοτέχνη, του καλλιτέχνη απέναντι σ’ αυτές τις μεσαιωνικές ιδεολογίες;

Κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα που αποτέλεσαν τη βάση των δυτικών κοινωνιών τίθενται εν αμφιβόλω. Στο όνομα της ασφάλειας οργανώνεται μια αστυνομοκρατούμενη κοινωνία και εγκαθιδρύονται μορφές οργουελιανού ελέγχου. Οι κοινωνικές ανισότητες επιτείνονται, οι ταξικοί φραγμοί ενισχύονται και η φτωχοποίηση γενικεύεται.  Όλα αυτά στοιχειοθετούν μια επανάκαμψη του Μεσαίωνα σε συνθήκες ψηφιακής επανάστασης και απειλούν να συνθλίψουν και την ατομικότητα και τη δημοκρατία. Μπροστά στη γενικευμένη αίσθηση αδικίας και ατιμωρησίας εγείρεται ήδη η κοινωνία, αναζητώντας μορφές αυτοοργάνωσης και κινηματικής δράσης. Εδώ και η, κατά τη γνώμη μου, ανάγκη μιας ενεργητικής, δίχως στρατεύσεις, φωνές και υπερβολές, στάσης του ανθρώπου που γράφει λογοτεχνία.

Μπορούμε, λοιπόν, να σε βρούμε κάτω από το πανό «Βιαστής Είναι» σε ένα θεατρικό ή συναυλιακό χώρο;

Θα με βρείτε πίσω από ένα τέτοιο πανό στους δρόμους, στις πλατείες, στα θέατρα και στις συναυλίες. Τριάντα χρόνια έχω που το κάνω και θεωρώ καθήκον απέναντι στο παρελθόν μου, στα παιδιά μου, στους μαθητές μου και στην κοινωνία να συνεχίσω να το κάνω. Θα ήταν πολύ αυτιστικό να πω ότι αρκεί που το κάνω στα βιβλία μου. Υπάρχει και ένας κόσμος έξω απ’ τις σελίδες, απέναντι στον οποίο παίρνω θέση, αναθυμούμενος διαρκώς τον καταληκτικό στίχο του Αναγνωστάκη από τον «Επίλογο»: «Έστω / Ανάπηρος, δείξε τα χέρια σου. Κρίνε για να κριθείς». Δεν ξέρω άλλους τρόπους να αντιπαλέψω τους Λιγνάδηδες που μας κυκλώνουν.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL