Οι άνθρωποι της Silicon Valley, της περιοχής της Βόρειας Καλιφόρνια, είναι από τους πλουσιότερους του πλανήτη και συγχρόνως έχουν αποκτήσει τη δυνατότητα για γιγαντιαία, παγκόσμια επιρροή αφήνοντας πίσω τους «συμβατικούς» καναλάρχες. Τα ακροατήρια έχουν γίνει καθολικά. Από αυτούς τους επιχειρηματίες, του Facebook, της Apple, της Google, του Χ και της Tesla, της Amazon και της Microsoft, από τον Μαρκ Ζάκερμπεργκ μέχρι τον Ίλον Μασκ, μια μεγάλη μερίδα βρέθηκε να είναι, από νεοφιλελεύθεροι οπαδοί της Χίλαρι Κλίντον πριν από μερικά χρόνια, σήμερα οπαδοί του συντηρητισμού, της Ακροδεξιάς και ενίοτε του ρατσισμού του Ντόναλντ Τραμπ.
Ο Νίκος Σμυρναίος, καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας της Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο της Τουλούζης, μετά την παρουσίαση της εισήγησής του στο Ινστιτούτο ΕΝΑ την προηγούμενη εβδομάδα, μίλησε στην ΑΥΓΗ της Κυριακής για το πώς έφτασε ο Τραμπ να εκλεγεί εν μέρει χάρη στην υποστήριξη από μια μεγάλη μερίδα της ελίτ της ψηφιακής τεχνολογίας.

Πώς ξεκίνησαν οι τεχνολογικές ελίτ της Silicon Valley; Ποιες ήταν οι πολιτικές που βοήθησαν στη συγκρότησή τους σε ένα ενιαίο ρεύμα;
Αναδείχθηκαν κυρίως με την ανάπτυξη του Διαδικτύου τη δεκαετία του 1990. Παρουσιάζονται ως προοδευτικές κυρίως λόγω της στενής τους σχέσης με το Δημοκρατικό Κόμμα. Η συνεργασία αυτή ξεκίνησε όταν η κυβέρνηση του Μπιλ Κλίντον προώθησε τη νεοφιλελεύθερη οικονομία χαλαρώνοντας τους κανονισμούς στις χρηματοπιστωτικές και τηλεπικοινωνιακές αγορές. Αυτή η πολιτική επέτρεψε στη Silicon Valley να αναπτυχθεί χωρίς τους περιορισμούς που είχαν άλλοι κλάδοι.
Ο Κλίντον στήριξε την ανάπτυξη του εμπορικού Διαδικτύου επενδύοντας σε υπερυπολογιστές και επιτρέποντας τη χρήση στρατιωτικών υποδομών για εμπορικούς σκοπούς. Αυτές οι κινήσεις έθεσαν τις βάσεις για τη «νέα οικονομία». Ο Μαρκ Άντρεσεν, που το 2024 υποστήριξε τον Τραμπ, εκμεταλλεύτηκε αυτές τις υποδομές για να δημιουργήσει το πρώτο πρόγραμμα περιήγησης στο Διαδίκτυο, το Mosaic, που οδήγησε στη δημιουργία της Netscape, μίας από τις πρώτες start up του Διαδικτύου. Οι πρωτοπόροι της ψηφιακής οικονομίας υιοθέτησαν το μοντέλο του «πεφωτισμένου καπιταλιστή» συνδυάζοντας την τεράστια οικονομική επιτυχία με την υποστήριξη προοδευτικών κοινωνικών ζητημάτων, όπως τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ, ο έλεγχος των όπλων και η προστασία του περιβάλλοντος.
Η σχέση των τεχνολογικών ελίτ με το Δημοκρατικό Κόμμα έγινε ακόμα στενότερη επί προεδρίας Ομπάμα. Η προεκλογική του εκστρατεία το 2008 αξιοποίησε τα κοινωνικά δίκτυα, όπως το Facebook και το Twitter, για την κινητοποίηση των ψηφοφόρων, ενώ πολλά στελέχη της Silicon Valley συμμετείχαν στην ομάδα του. Ο διευθυντής της Google Έρικ Σμιντ έγινε σύμβουλος του Λευκού Οίκου. Οι ηγέτες της τεχνολογίας ενθουσιάστηκαν με την προοπτική μιας κυβέρνησης που συνδύαζε την τεχνολογική καινοτομία με την κοινωνική πρόοδο.
Στις αρχές της δεκαετίας του 2010 ο ρόλος των κοινωνικών δικτύων στις εξεγέρσεις της Αραβικής Άνοιξης ενίσχυσε την εικόνα ότι η Silicon Valley, σε συνεργασία με τη δημοκρατική κυβέρνηση, προωθούσε τη δημοκρατία και τη δικαιοσύνη σε παγκόσμιο επίπεδο ενώ ταυτόχρονα δημιουργούσε τεράστιο πλούτο.
Πώς ξεκίνησε η αλλαγή της στάσης των τεχνολογικών ελίτ; Ποια ήταν τα πρώτα σημάδια της μεταστροφής τους;
Η στενή σχέση της Silicon Valley με το Δημοκρατικό Κόμμα άρχισε να κλονίζεται μετά την οικονομική κρίση της περιόδου 2008-2009. Στη δεκαετία του 2010 οι πολιτικές και κοινωνικές εντάσεις αυξήθηκαν με κινήματα όπως του Occupy Wall Street και των Αγανακτισμένων να καταγγέλλουν τις ανισότητες. Οι μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες δέχθηκαν κριτική για τον υπερβολικό πλούτο και την επιρροή τους. Στο Σαν Φρανσίσκο ακτιβιστές στράφηκαν εναντίον κολοσσών όπως η Google, η Apple και το Facebook καταγγέλλοντας τη στενή τους σχέση με το κράτος και τον στρατό. Παράλληλα, τα κινήματα MeToo και Black Lives Matter έδωσαν φωνή σε νέους ανθρώπους που απογοητεύτηκαν από το πολιτικό και οικονομικό σύστημα.
Η ριζοσπαστικοποίηση αυτή φάνηκε και στις προκριματικές εκλογές των Δημοκρατικών το 2016, όπου πολλοί νέοι υποστήριξαν τον Μπέρνι Σάντερς. Ανάμεσά τους ήταν και στελέχη της Silicon Valley, τα οποία, επηρεασμένα από την ανοιχτή εταιρική κουλτούρα, άρχισαν να ασκούν πιέσεις στους εργοδότες τους για ζητήματα κοινωνικής δικαιοσύνης. Οι συζητήσεις για τις διακρίσεις και την ανισότητα εντάθηκαν αποκαλύπτοντας το χάσμα μεταξύ των ηγετικών στελεχών και των εργαζομένων.
Την ίδια περίοδο εμφανίστηκαν συνδικαλιστικές πρωτοβουλίες σε εταιρείες όπως η Amazon και η Google. Οι τεχνολογικοί ηγέτες είδαν αυτή την αμφισβήτηση της εξουσίας τους ως απειλή για τα προνόμιά τους. Απέδωσαν το κλίμα αυτό στη «ριζοσπαστικοποίηση» των πανεπιστημίων και στην επιρροή των φιλελεύθερων ΜΜΕ. Αυτή η στάση αποκάλυψε μια πιο συντηρητική μετατόπιση των τεχνολογικών ελίτ υπό μορφή αντίδρασης καθώς προσπαθούσαν να διαχειριστούν τις κοινωνικές αλλαγές και τις απαιτήσεις για περισσότερη δικαιοσύνη.
Ωστόσο, η Silicon Valley παρέμεινε στο πλευρό των Δημοκρατικών το 2016. Αν και ορισμένοι, όπως ο Πίτερ Τιλ και ο Ρόμπερτ Μέρσερ, υποστήριξαν τον Τραμπ, η πλειονότητα των τεχνολογικών ηγετών αντιτάχθηκε στον εθνικισμό και στον λαϊκισμό του. Ωστόσο, ο Μέρσερ, ισχυρός επενδυτής, χρηματοδότησε τον ακροδεξιό ιστότοπο Breitbart και την Cambridge Analytica, που ενεπλάκη σε σκάνδαλο χειραγώγησης ψηφοφόρων. Παρά αυτές τις εξαιρέσεις, η Silicon Valley στήριξε μαζικά τη Χίλαρι Κλίντον τόσο απέναντι στον Σάντερς στις προκριματικές όσο και απέναντι στον Τραμπ στις εκλογές.
Ομως ήδη από το 2016, με την εκλογή Τραμπ, οι πλατφόρμες δέχονται κατηγορίες για εκλογική παρέμβαση και προπαγάνδα μέσω αλγόριθμων, ένα μεγάλο πλήγμα για την αξιοπιστία τους.
Η νίκη του Τραμπ το 2016 αλλάζει τα δεδομένα. Οι κατηγορίες αφορούν και το δημοψήφισμα του Brexit και τις αμερικανικές εκλογές. Δημοσιογραφικές έρευνες δείχνουν ότι ψηφιακές πλατφόρμες χρησιμοποιήθηκαν για παραπληροφόρηση, στοχευμένες διαφημίσεις και χειραγώγηση των ψηφοφόρων υπονομεύοντας τη Δημοκρατία.
Οι τεχνολογικοί κολοσσοί δέχονται πίεση από δύο πλευρές: από τη μία, το κοινό και το Κογκρέσο τους κατηγορούν για αμέλεια. Από την άλλη, ο Τραμπ απαιτεί συμμόρφωση με τη δική του ατζέντα. Ως αντίδραση, οι πλατφόρμες αυστηροποιούν τον έλεγχο περιεχομένου και θεσπίζουν μέτρα fact checking, παράλληλα όμως προσπαθούν να διατηρήσουν ισορροπία. Έτσι, εκτός από μεγάλα ειδησεογραφικά δίκτυα, δίνουν λόγο και σε ακροδεξιά μέσα αμφίβολης αξιοπιστίας, τα οποία υποτίθεται πως ελέγχουν την ποιότητα της πληροφορίας στο facebook. Με τον καιρό περιστατικά λογοκρισίας αριστερών απόψεων πληθαίνουν, με αποκορύφωμα την πρόσφατη απαγόρευση φιλοπαλαιστινιακού περιεχομένου στις πλατφόρμες της Meta μετά την εισβολή στη Γάζα.
Ηδη το 2021 η πανδημία και η επίθεση στο Καπιτώλιο εντείνουν την πίεση για περιορισμό της παραπληροφόρησης και των συνωμοσιολόγων. Το facebook, το Twitter και το YouTube διαγράφουν ή μπλοκάρουν χιλιάδες ακροδεξιούς λογαριασμούς, συμπεριλαμβανομένου του Τραμπ, υπό την πίεση της κυβέρνησης Μπάιντεν, των χρηστών και των εργαζομένων τους.
Τα μέτρα για τις πλατφόρμες που έλαβε η κυβέρνηση Μπάιντεν θεωρήθηκαν από τις ελίτ υπερ-ρύθμιση;
Οι ηγέτες της Silicon Valley είναι ταυτόχρονα ισχυροί επιχειρηματίες που διαμορφώνουν τον σύγχρονο καπιταλισμό και πολιτικοί παράγοντες με μεγάλη επιρροή. Ελέγχουν τις τεχνολογικές πλατφόρμες που καθορίζουν τη δημόσια συζήτηση ενώ παράλληλα δημιουργούν νέους τρόπους εκμετάλλευσης και συσσώρευσης πλούτου.
Οι αντιμονοπωλιακές πολιτικές του Μπάιντεν καθώς και τα μέτρα για τη ρύθμιση των κρυπτονομισμάτων και της Τεχνητής Νοημοσύνης θεωρήθηκαν από τις τεχνολογικές ελίτ ως απειλή. Επιπλέον, οι πιέσεις για μεγαλύτερη ισότητα και μείωση των διακρίσεων στον τεχνολογικό τομέα που ενισχύθηκαν εξελήφθησαν σαν εμπόδιο στο επιχειρηματικό μοντέλο της Silicon Valley. Ως αποτέλεσμα, αρκετοί ισχυροί παράγοντες της τεχνολογίας προσχώρησαν στο κίνημα MAGA.

Καθώς οι τεχνολογικές ελίτ αποσυσπειρώνονται, ταυτόχρονα δημιουργούν νέες ηγεμονικές ταυτίσεις, προφανώς με άλλα κοινωνικά στρώματα. Πώς συγκροτείται το νέο ηγεμονικό μπλοκ στην εποχή του Τραμπ το 2025;
Για χρόνια οι τεχνολογικές ελίτ της Silicon Valley ταυτίζονταν με την «καλιφορνέζικη ιδεολογία», έναν συνδυασμό ελευθεριακών και επιχειρηματικών αξιών που προωθούσαν τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Αυτή η αντίληψη, που κυριάρχησε στη Βόρεια Αμερική και στην Ευρώπη από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 έως τα μέσα της δεκαετίας του 2010, βασιζόταν σε μια συμμαχία τεχνοκρατικών, επιχειρηματικών και διανοούμενων στρωμάτων τα οποία ευνοούνταν από την οικονομική απορρύθμιση.
Ωστόσο, αυτή η κοινωνική συμμαχία βρίσκεται σήμερα σε κρίση. Η Silicon Valley, αντί να συνεχίσει τη φιλελεύθερη παράδοση, μετατοπίζεται προς ένα νέο, ριζοσπαστικοποιημένο μπλοκ εξουσίας. Αυτό το νέο μπλοκ συσπειρώνει κοινωνικές ομάδες που έχουν πληγεί από τον νεοφιλελευθερισμό και τείνουν προς τον εθνικισμό και τον ρατσισμό, ενώ παράλληλα προσελκύει ελίτ που προωθούν έναν αυταρχικό και ακραία καπιταλιστικό τεχνοφεουδαλισμό.
Οι διανοούμενοι του τραμπισμού στη Silicon Valley διαμορφώνουν αυτή τη νέα ιδεολογική τάση συνδυάζοντας στοιχεία εθνικισμού, ρατσισμού και αυταρχικού νεοφιλελευθερισμού. Ταυτόχρονα, εισάγουν μια νέα φεουδαρχική δυναμική στον ψηφιακό κόσμο όπου οι τεχνολογικοί κολοσσοί λειτουργούν σαν σύγχρονοι «ψηφιακοί άρχοντες» ασκώντας απόλυτο έλεγχο στην οικονομία και στην πληροφορία.
Ποια ιδεολογικά ρεύματα διαπερνούν σήμερα αυτές τις ελίτ, τις οποίες είδαμε πρόσφατα να βγαίνουν στα πόντιουμ και να κραδαίνουν αλυσοπρίονα;
Η Τεχνητή Νοημοσύνη προωθείται μέσα από το πρίσμα του τεχνολογικού ντετερμινισμού, μιας μακροχρόνιας αντίληψης στη Silicon Valley που αντιμετωπίζει την τεχνολογία σαν εγγενώς θετική και αυτόνομη δύναμη προόδου. Αυτή η αφήγηση συχνά αποκρύπτει τις αρνητικές συνέπειες της παραγωγής και της εφαρμογής αυτών των τεχνολογιών, ιδιαίτερα τις περιβαλλοντικές τους επιπτώσεις. Ο τεχνολογικός ντετερμινισμός εναρμονίζεται με τον οικομοντερνισμό, μια ιδεολογία που υποστηρίζει πως η ανάπτυξη μπορεί να αποσυνδεθεί από την οικολογική καταστροφή μέσω της τεχνολογικής καινοτομίας και της ορθολογικής διαχείρισης των φυσικών πόρων.
Αυτό το αφήγημα αποσιωπά τις δομικές αιτίες της κοινωνικής και περιβαλλοντικής κρίσης μετατρέποντας πολύπλοκα προβλήματα σε απλά τεχνικά ζητήματα που απαιτούν επιφανειακές λύσεις. Αντί να αμφισβητούν τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, οι τεχνολογικές ελίτ προτείνουν καινοτομίες που διατηρούν ανέπαφες τις βασικές ανισότητες και τις δυναμικές εξουσίας. Έτσι, κατασκευάζουν μια φαντασιακή τεχνολογική ουτοπία πέρα από την πολιτική, ενώ προωθούν τον κυβερνοελευθερισμό, μια ιδεολογία που βασίζεται στη σκέψη των λιμπερταριανών και αναρχοκαπιταλιστών θεωρητικών, απορρίπτοντας κάθε κρατική παρέμβαση και προωθώντας έναν ακραίο ατομικισμό.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο η απέχθεια προς τη δημοκρατία και τη λαϊκή βούληση συνδυάζεται με έναν άκαμπτο τεχνολογικό ντετερμινισμό οδηγώντας σε μια σχεδόν μεταφυσική πίστη στην ικανότητα των «ειδικών» να αναμορφώσουν την κοινωνία μέσω της τεχνολογίας. Αυτή η στάση συγκλίνει με την ιδεολογία του τραμπισμού, ο οποίος προβάλλει τον καταναλωτισμό και απορρίπτει τις οικολογικές ανησυχίες σαν επιθέσεις στον «αμερικανικό τρόπο ζωής». Επομένως, η φαινομενικά παράδοξη συμμαχία της Silicon Valley με την Ακροδεξιά δεν είναι απλώς μια ευκαιριακή εξέλιξη αλλά η εκδήλωση μιας βαθύτερης και διαχρονικής ιδεολογικής συγγένειας.
Στην Ελλάδα υπάρχουν ανάμεικτα συναισθήματα και διαμετρικά αντίθετες απόψεις μέσα στην Αριστερά για την κατάργηση του fact checking στις αναρτήσεις. Η προστασία των πλατφορμών από επικίνδυνο και επιβλαβές περιεχόμενο εδώ και περισσότερα από πέντε χρόνια έχει οδηγήσει στη λογοκρισία των προσεγγίσεων της Αριστεράς σχεδόν στο σύνολό τους. Η απάντηση είναι «βρείτε καλύτερους fact checkers»;
Η επανεμφάνιση του Τραμπ στο πολιτικό προσκήνιο και η προσέγγισή του με τους ηγέτες των μεγάλων ψηφιακών πλατφορμών σηματοδοτούν μια ανησυχητική εξέλιξη. Αντί να προωθείται η ελεύθερη διαδικτυακή έκφραση, ενισχύεται ένας νέος μηχανισμός πολιτικού ελέγχου του ψηφιακού δημόσιου χώρου. Οι ελίτ της Silicon Valley δεν είναι απλώς καπιταλιστές με πρόσβαση σε ισχυρές τεχνολογίες· κατέχουν και διαχειρίζονται, όπως είπα παραπάνω, τους θεμελιώδεις πόρους που διαμορφώνουν τον σύγχρονο δημόσιο λόγο, από τα δίκτυα και τους αλγόριθμους μέχρι την πολιτιστική επιρροή και την κατανομή της προσοχής του κοινού. Μέσω του ελέγχου αυτών των διαμεσολαβητικών καναλιών επηρεάζουν άμεσα ή έμμεσα τα όρια της ελευθερίας της έκφρασης καθορίζοντας ποια ιδεολογικά πλαίσια και ποιες μορφές λόγου γίνονται ορατά στο ψηφιακό περιβάλλον.
Αυτό το φαινόμενο είναι εμφανές στην περίπτωση του X υπό τη διοίκηση του Μασκ από το 2022. Οι αλλαγές στις πολιτικές περιεχομένου οδήγησαν σε αύξηση της ρητορικής μίσους, ιδίως κατά της κοινότητας LGBTQ+ και των προοδευτικών ακτιβιστών. Παράλληλα, η ανάδειξη των influencers σε νέες αυθεντίες πληροφόρησης ενίσχυσε τη διάδοση αναληθών ή ατεκμηρίωτων ειδήσεων υπονομεύοντας την αξιοπιστία της ενημέρωσης και νομιμοποιώντας τον συνωμοσιολογικό λόγο.
Αντίστοιχες τάσεις παρατηρούνται και στη Meta με τις αποφάσεις του Ζάκερμπεργκ να ευθυγραμμίζονται με τη ρητορική του Τραμπ. Η εγκατάλειψη της συνεργασίας με δημοσιογράφους για την επαλήθευση πληροφοριών και η αντικατάστασή τους από το σύστημα «κοινοτικών αξιολογήσεων» (community notes) εκθέτουν την ψηφιακή πληροφόρηση στη χειραγώγηση αποδυναμώνοντας την κριτική δημοσιογραφία. Επιπλέον, η προώθηση πολιτικού περιεχομένου υπό τον όρο ότι είναι «θετικό» δημιουργεί ερωτήματα για τα κριτήρια επιλογής και τον κίνδυνο φίμωσης των κριτικών φωνών.
Η σύγκλιση μεταξύ των τεχνολογικών κολοσσών και της κυβέρνησης Τραμπ διαμορφώνει έναν ψηφιακό δημόσιο χώρο όπου η πληροφόρηση συγχέεται με την προπαγάνδα και ο αντιδραστικός λόγος κερδίζει έδαφος εις βάρος της κριτικής στον καπιταλισμό και στην πατριαρχία. Αυτή η δυναμική ενισχύει τη μετατόπιση του πολιτικού πεδίου προς ένα μοντέλο όπου η ιδεολογική χειραγώγηση και ο έλεγχος της πληροφορίας γίνονται εργαλεία συντήρησης της εξουσίας.